Η εμπειρία της Σάρας Θηλυκού στο πεδίο των απαιτητικών εμπεδώσεων της δημιουργικής γραφής έχει αποδώσει πολλούς καρπούς. Άλλωστε η κριτική έχει ήδη εντοπίσει εν προκειμένω την επιτυχή σύζευξη των ικανών και αναγκαίων όρων που συμβάλλουν αποφασιστικά στην τελική εμφάνιση του αισθητικού προϊόντος. Eξ όνυχος τώρα: «Ένα και μοναδικό πρόσωπο αγαπάμε / καθώς παίρνει μαζί µας/ διάφορες µορφές μέσα στον χρόνο /έχει κοινά στοιχεία ίσως µε πρόσωπα άλλα / µια κάποια ατέλεια / µία μεγάλη διαφορά στην ηλικία /µια τάση εξάρτησης από την ανεξαρτησία/ όπως κι εμείς άλλοτε µμοιάζουμε στον εαυτό µας /και άλλοτε έντρομοι αναφωνούμε / δεν αναγνωρίζω τον εαυτό µου / κάποτε κάπνιζα πολύ/ επέστρεφα διαρκώς από εκστρατείες/ τώρα κάθομαι και γράφω ιστορίες/ για τους περιπλανώμενους οδυσσείς /ανθρώπους πρόθυμους να πάνε παντού/ αρκεί να αποφύγουν / τον εαυτό, αυτό το άγιο ζώο/ που συνηθίζουμε να αγαπάμε / στα πρόσωπα των άλλων». Μόλις απομόνωσα για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής το καίριο, εισαγωγικό, δεύτερο κομμάτι της τριμερούς αυτής συλλογής ποιημάτων. Μάλιστα φέρουν ενδεικτικά τον τίτλο «άρσεν», «και θήλυ» και «εποίησεν αυτούς», αντιστοίχως, απηχώντας ευθέως το διάσημο χωρίο της βιβλικής Γένεσης. Πρόκειται για συγκομιδή μιας σειράς εύστοχων δοκιμών λυρικής ετυμολογίας. Το όνομα εκλύει το λεγόμενο αυξημένο εννοιολογικό περιεχόμενο. Το ποίημα εδώ είναι σαφώς ανοικτό σε περαιτέρω συσχετισμούς και διακειμενικές συναλληλίες. Πειθαρχημένο λεκτικά έχει ήδη μάθει να εστιάζεται στην ουσία και μόνον του μηνύματος. Η διέλευση από το πάθος στο νόημα αποτυπώνεται με ευκρίνεια στο στίχο. Δεν υπάρχουν κενά ή υπέρβαρες στροφές. Το επίγραμμα συνιστά το πόρισμα της διαύγασης των αιτίων και των αιτιατών της κάμψης, της πτώσης ή της ανόρθωσης της ποιητικής περσόνας. Έτσι, το (όποιο) εγώ τείνει να απορροφηθεί από ένα Καθολικό άτομο. Το ιερό δεν είναι απλώς μια ορατή δομή του φαντασιακού, αλλά η ίδια η φύση του εδώ και τώρα. Η άλογη περιοχή του μυθικού παρατίθεται αντιστικτικά. Ο διαλογισμός του ποιητικού προσώπου οδηγεί εν τέλει στο ποθούμενο της όλης έκφανσης: στην οντολογική χρήση του ρήματος.
Η δε πεποίθηση του Ζίγκμουντ Φρόιντ ότι οι γυναίκες είναι ανίκανες να έχουν υπερεγώ επανεξετάζεται εμμέσως πλην σαφώς από τα στοχαστικά ποιητικά υποκείμενα, τα οποία απαντούν στην προαναφερόμενη δεύτερη ενότητα. Εκεί φέρ’ ειπείν η «Γιουρσενάρ», ως μια οριακή ενσάρκωση του όντως όντος, ανάγεται κυριολεκτικά στην κοσμική υπερ-ενότητα. Στη μεγα-καλειδοσκοπική εξουσία του οράματος, η ύπαρξη αντικατοπτρίζεται το Πλέον του κοσμοειδώλου. Παραπέμπω κατά λέξη: «Είμαι το αρχέγονο δάσος /ο αναστεναγμός του ανέμου µες στα φύλλα /ρομφαία αχτίδα /η αρκούδα µε βήμα βαρύ/ ξερά κλαδιά που ηχούν στο πέρασµά της / είμαι η μοναξιά του λύκου/ το βλέµµα του ελαφιού/ το ράμφισμα του δρυοκολάπτη /η θρυαλλίδα που βάζει φωτιά». Στην τρίτη ενότητα ο λόγος είναι κατ’ εξοχήν γειωμένος στην πολυσημία των δεσμών, των συνήθως εύθραυστων, του εγώ και του Άλλου. Βεβαίως η οργασμική λίμπιντο υπαγορεύει τα περισσότερα ποιήματα του «εποίησεν αυτούς». Ταυτοχρόνως αποκρυσταλλώνεται η ακραία αίσθηση αγάπης και συν-άφεσης στο μυστήριο του είναι. Κοντολογίς, το έργο αυτό επαληθεύει τις απόψεις και κρίσεις εκείνων, οι οποίοι διείδαν από την πρώτη στιγμή την ποιοτική υφή των κειμενικών τεκμηριώσεων της Σάρας Θηλυκού.