Ο Σουγκούρο, ένας πολυβραβευμένος συγγραφέας της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, χριστιανικών πεποιθήσεων και αμέμπτου, όπως φαίνεται, ηθικής, εξήντα πέντε ετών, με ιδιαίτερη απήχηση στο χώρο του, δοκιμάζεται σκληρά από την αναπάντεχη εισβολή ενός εφιάλτη με σάρκα και οστά. Δείχνει σα να είναι ένας ερωτομανέστατος, αχαλίνωτος ηθικά, δίδυμος αδελφός του. Κακόφημα κέντρα του Τόκιο αρχίζουν ξαφνικά να τον διεκδικούν, πεταλούδες της νύχτας μιλούν γι’ αυτόν, χωρίς καν να επινοούν γεγονότα κι εμπειρίες, ενώ αυξάνονται οι μάρτυρες, οι οποίοι είναι έτοιμοι να αποκαλύψουν ο ένας μετά τον άλλο σκοτεινές πτυχές του βίου και της πολιτείας του. Η κυρία Ναρούζε, η οποία κινείται στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και της γκρίζας ζώνης των φαντασιώσεων, προσφέρεται να βοηθήσει τον Σουγκούρο στην απέλπιδα προσπάθειά του να επαναφέρει την ζωή του στην πρότερη ισόρροπη κατάστασή της. Η σύζυγος του Σουγκούρο, μια αρχετυπική νοικοκυρά της πρωτεύουσας, παραμένει όλο αυτό το διάστημα ανυποψίαστη. Ένας επιτήδειος όμως δημοσιογράφος, φύσει εκβιαστής, ένας συνδυασμός παπαράτσι και Ιαβέρη, ονόματι Κομπάρι, επιδίδεται στο μεταξύ σε απηνή, αυτοσχέδια έρευνα των αιτίων και των αιτιατών της σκοτεινής, εξόφθαλμα διεστραμμένης συμπεριφοράς του δύστυχου συγγραφέα. Τα χαμαιτυπεία, οι εστίες του μυστηρίου, διερευνώνται χωρίς αποτέλεσμα. Ο φασματικός Άλλος παραμένει ασύλληπτος, παρά τις διασταυρωμένες κατά καιρούς εξαιρετικά προκλητικές εμφανίσεις του.
Η αφήγηση θα περάσει διαδοχικά τόσο μέσα από τα τοπία της Θείας Κωμωδίας, όσο και του Θανάτου στη Βενετία του Τόμας Μαν, θα μνημονεύσει τα άγχη του Βασιλιά Ληρ, ενώ δεν θα παραλείψει να σταματήσει σε γνωστούς αφορισμούς του Μπωντλαίρ. Ο κειμενικός χωρόχρονος διευρύνεται, οι ψυχολογικές παρατηρήσεις αφθονούν, η προσφυγή σε θεωρίες περί διπλού εαυτού εστιάζουν την προσοχή των συναφών φροϋδικών αναλύσεων του εν λόγω χαρακτήρα. Παρεμβάλλεται μάλιστα, λίγο μετά τη μέση του καλώς συγκερασμένου αυτού μυθιστορήματος, ακόμη και ο σωσίας, γνωστός ως φάσμα, δηλαδή ο περιώνυμος Doppelgänger (βλ. σελ. 155) τον οποίον κατέταξε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες στα λήμματα του έργου του με τίτλο Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων. Έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας από τον υπογραφόμενο. Προ του οριστικού, όπως προδικάζεται πλέον αδιεξόδου, ο Σουγκούρο σκέφτεται να εξαφανιστεί κυριολεκτικά από προσώπου Γης. Μάλιστα θα φτάσει να νοσταλγήσει την ίδια τη μήτρα, η οποία τον προφύλαξε εννέα ολόκληρους μήνες από όλα ανεξαιρέτως τα δεινά του βίου. Η επάνοδος στη μήτρα δεν συνιστά στην προκειμένη περίπτωση μια ακόμη αλληγορία, αλλά ένα τυπικά απονενοημένο σχέδιο φυγής. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «Οι ενήλικες αναφερόμαστε στο φαινόμενο ως γέννα, αλλά για το έμβρυο είναι μια βίαιη έξωση σ’ έναν άγνωστο, τρομακτικό κόσμο, όπου πρέπει να μάθει να αναπνέει στον αέρα αντί για μέσα στο νερό. Αυτή είναι η πρώτη εμπειρία του ανθρώπου σχετικά με το θάνατο και την αναγέννηση. Και ως εκ τούτου, το πρώτο κλάμα που βγαίνει από τα χείλη του νεογέννητου δεν είναι κραυγή χαράς για τη γέννησή του όπως νομίζουμε – είναι μάλλον ουρλιαχτό τρόμου (. . . ) Ο φόβος αυτός δεν εξαφανίζεται ποτέ. (. . . ) Συνδέεται με το φόβο του θανάτου κι επίσης, αντιστρόφως, μεταβιβάζεται σε μια βαθιά λαχτάρα επιστροφής στην εμβρυϊκή κατάσταση, να ζήσει ξανά μέσα στο αμνιακό υγρό. Ο μαζοχισμός ίσως απλά να είναι μία παραφθορά αυτής της ορμής να υπάρξουμε εκ νέου εντός των ενδομήτριων υγρών». Στο σημείο αυτό, ο Σιουσάκου Έντο κλείνει το μάτι στους φιλέρευνους αναγνώστες του, υπονοώντας ότι συνειδητά αναφέρεται εδώ στους Sandor Ferenczi (1873-1933) και Οtto Rank (1884-1939 ), οι οποίοι έχουν δείξει, ως γνωστόν, ότι η επιστροφή στη γενεσιουργό μήτρα είναι μια από τις ισχυρότερες επιθυμίες μας. Ανάλογα ισχύουν και για τον Deacon William Brodie, ο οποίος γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1741 και απεβίωσε την 1η October του 1788. ‘Έζησε διπλή ζωή, δηλαδή εκείνη του ευυπόληπτου πολίτη την ημέρα και του στυγνού κακοποιού τη νύχτα. Πρόκειται για τον Σκωτσέζο, ο οποίος ενέπνευσε τον Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον να γράψει το 1886 το αριστούργημά του Η παράξενη ιστορία του Δόκτορα Τζέκιλ και του κυρίου Χάυντ. Το φάντασμα του Deacon William Brodie οδηγεί με τη σειρά του τη γραφή στο φάντασμα του Σουγκούρο. Η διπλή ζωή του τελευταίου, εάν δεν αμφισβητηθεί με ικανά και αναγκαία επιχειρήματα, θα οδηγήσει μαθηματικά στο συμπέρασμα ότι πρόκειται εν τέλει για ένα και το αυτό πρόσωπο. Έτσι το μυθιστόρημα θα περάσει από το πρωταρχικό πεδίο του αστυνομικού θρίλερ σε εκείνο της τραγωδίας. Ο Σουγκούρο, ο οποίος όντως «δεν μπορεί να δώσει την πραγματικότητα των γεγονότων, μπορεί να παρουσιάσει μόνο τη σκιά τους», όπως θα έκρινε εν προκειμένω ο Σταντάλ, οδηγείται στην επίλυση του γρίφου, αποκαλύπτοντας Εαυτόν. Ως άλλος Οιδίπους, θα θελήσει να αυτοτιμωρηθεί. Το διφορούμενο τέλος του βιβλίου αφήνει πάντως περιθώρια για δύο ή και περισσότερες εκδοχές πέρατος του δράματος. Ίσως εδώ να έγκειται η όλη του πεζογραφική αίγλη. Η μετάφραση δικαιώνει το αγγλικό πρωτότυπο από όπου πήγασε. Στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης από τις ίδιες εκδόσεις το πλέον αντιπροσωπευτικό του έργο, η Σιωπή, την οποία προλογίζει ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος ανέλαβε να την μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη.