H θεματολογική αφορμή είναι απλή και εν πολλοίς αναμενόμενη: ένας νεαρός Ούγγρος, που τον πλακώνει κάθε βράδυ ένα ρωσικό τανκ (βλ. σελ. 252), αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του σε «ευτυχισμένες μοιχείες» (βλ. σελ. 189), ευγνωμονεί την αγαθή τύχη του, που δεν διέπραξε το ολέθριο σφάλμα να παντρευτεί νωρίς, ομολογώντας ευθέως πως «υποτίθεται ότι μια θρησκευτική διαπαιδαγώγηση εμφυτεύει την ενοχή απέναντι στο σεξ, αλλά μετά από εκείνες τις εβδομάδες σε κατάσταση κλονισμού, πείνας και εξάντλησης, οι μόνες μορφές αδυναμίας που αποστρέφομαι είναι το μίσος και η βία. Τότε πρέπει να ’ταν που απέκτησα τις ευαισθησίες του ασώτου: όταν έχει δει κανείς τόσο πολλά πτώματα είναι αρκετά πιθανόν να χάσει τις αναστολές του για τα ζωντανά κορμιά». (Βλ. σελ. 31).
Oι εμπειρίες αυτές του Aντράς Bάιντα, του κεντρικού ήρωα του βιβλίου, αξιοποιούνται κατά τρόπο διεξοδικό και υφολογικά υποδειγματικό από τον Στήβεν Bιζίνσεϋ. Ως άλλος Τζόζεφ Κόνραντ, υιοθετεί τη γλώσσα του Ντίκενς και του Oυάιλντ, για να αφηγηθεί τα μη-αυτονόητα, τα κωμικοτραγικά και τα ελαφρώς παράδοξα, μιας ερωτικής περιδιάβασης, η οποία είναι διανθισμένη με ικανή δόση χιούμορ, αλλά και αυτοσαρκασμού. H εμβληματική, εισαγωγική μάλιστα παρότρυνση του πατέρα του αμερικανικού έθνους Βενιαμίν Φραγκλίνου «στις ερωτικές σου περιπέτειες να προτιμάς τις ωριμότερες γυναίκες από τις νέες… διότι έχουν μεγαλύτερη γνώση του κόσμου», προκαθορίζει το σύνολο των προσεγγίσεων μιας διαρκώς ζέουσας ετερότητας, μέσα από ένα φάσμα αυτοψυχαναλυτικών διεργασιών και γόνιμων ενδοσκοπήσεων.
Κυκλοφορώντας το 1966, δέκα ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερση των Ούγγρων κατά των Σοβιετικών, το Εγκώμιον ωρίμων γυναικών ήταν επόμενο να διαβαστεί και ως ένα μανιφέστο αντίστασης κατά της εισβολής και κατοχής της πατρίδος – σώματος, της χώρας – λιβιδώ. H εμφανής, διπλή φύση του βιβλίου προσέδωσε αμέσως βαρύνουσα σημασία στο εγχείρημα του Bιζίνσεϋ, διότι, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τη Liberty, ανάγεται σε «μία από τις πιο τραγικές περιόδους της ευρωπαϊκής ιστορίας, όπου οι γυναίκες εμφανίζοντας ως το μοναδικό καταφύγιο, η μεγάλη παρηγοριά του άντρα, οι θεραπεύτριες των τραυμάτων».
Αποφεύγοντας συνειδητά να πέσει στις παγίδες των εύκολων αφηγηματικών λύσεων, που θα καθιστούσαν το Εγκώμιον ωρίμων γυναικών ένα φτηνό ρομάντζο ή έστω ένα φιλόδοξο, αλλά ατελές ερωτογράφημα, ο συγγραφέας υποστηρίζει τις κειμενικές του εκδοχές με τη χρήση πολλαπλών υπαινιγμών, την προσφυγή στην τεχνική αφαιρετικών τόνων και τον εξοβελισμό ενδεχόμενων πορνογραφικών υπερβολών. H οικονομία του λόγου είναι εν τέλει υπόθεση ερωτικής τάξης. Από την άλλη πλευρά, ο Aντράς Bάιντα φαίνεται να θυμάται τα γνωστά ατοπήματα των εκασταχού εκάστοτε ηθικολόγων και δεν περιορίζεται στην κατασκευή ή διασκευή κατηγορητηρίων.
Τηρώντας αυτήν ακριβώς την ισορροπία, η ερωτική περσόνα αναδεικνύει όλες τις αλήθειες μιας εξέχουσας βιωματικής περιπέτειας, που τελικά οδηγεί στο ξέφωτο της ατομικής της ωρίμασης. Tο νιτσεϊκό πρόταγμα ακούγεται στο βάθος του μυθιστορηματικού άσματος: «Αρχικά αποκαλούμε διάφορες μεμονωμένες πράξεις καλές ή κακές, χωρίς να εξετάζουμε τα κίνητρά τους, αλλά βλέποντας μόνο τις ωφέλιμες ή επιζήμιες συνέπειές τους. Γρήγορα, όμως, ξεχνάμε την καταγωγή αυτών των προσδιορισμών και φανταζόμαστε ότι η ιδιότητα “καλή” ή “κακή” είναι εγγενής στις ίδιες τις πράξεις, δίχως να εξετάζουμε τις συνέπειές τους» (βλ. το Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο, σε μετάφραση Z. Σαρίκα, Εκδοτική Θεσσαλονίκης 2001). O Aντράς Bάιντα είναι με άλλα λόγια, η ενσάρκωση της οργασμικής αθωότητας.