O μεσόκοπος εργένης δικηγόρος Τοντ (Tod, στα γερμανικά σημαίνει «θάνατος») Άντριους ζει και εργάζεται στο Κέιμπριτζ, στην έδρα της κομητείας του Ντόρτσεστερ, στην Ανατολική Ακτή του Μέριλαντ. Έχει πρόβλημα προστάτη, υποφέρει από σοβαρή καρδιακή πάθηση, δεν καταφέρνει να αποπλανήσει την παιδική του φίλη Μπέτι Τζουν, εκτελεί τελείως συμπτωματικά έναν Γερμανό λοχία κατά τη διάρκεια του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια μάχη χαρακωμάτων στην Αργκόν, συνάπτει μια μακροχρόνια ερωτική σχέση με την Τζέιν Μακ, για την οποία έχει παραχωρήσει κατά τρόπο απροσδόκητο τη συγκατάθεσή του ο σύζυγός της Χάρισον, προσπαθεί μάταια να διελευκάνει τα αίτια της αυτοκτονίας του πατέρα του, σκέφτεται συχνά να αυτοκτονήσει και ο ίδιος χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος και επιχειρεί, ανεπιτυχώς, προς το τέλος του βιβλίου, τη μαζική δολοφονία εξακοσίων και πλέον ατόμων που παρακολουθούν μια θεατρική παράσταση της Πρωτότυπης και Απαράμιλλης Πλωτής Όπερας του Καπετάν Τζέικομπ P. Άνταμ, στις 21 Ιουνίου του 1937.
O ακαταπόνητος Αμερικανός συγγραφέας και πανεπιστημιακός δάσκαλος Τζον Μπαρθ, κατά εφτά και δεκαπέντε χρόνια νεότερος, αντίστοιχα, του Νόρμαν Μέιλερ και του Σάουλ Μπέλοου, γεννήθηκε το 1930 στο Μέριλαντ. Όταν κυκλοφορεί η Πλωτή Όπερα, το πρώτο του μυθιστόρημα, είναι είκοσι έξι ετών. Το έργο αυτό επανεκδίδεται αναθεωρημένο έντεκα χρόνια μετά, επειδή ο εκδότης είχε υποχρεώσει τον Μπαρθ να κάνει στην πρώτη έκδοση ορισμένες αλλαγές με τις οποίες ο συγγραφέας δεν συμφωνούσε. «H αναθεωρημένη έκδοση του 1967 είναι πιο πιστή σε μια νιχιλιστική και υπαρξιστική βιοθεωρία, αφού ο πρωταγωνιστής του έργου δεν βλέπει το λόγο είτε για να ζήσει είτε για να πεθάνει», διευκρινίζει σ’ ένα σημείο του κατατοπιστικού του επιμέτρου ο καθηγητής νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ Δημήτρης Τζιόβας.
Διαβάζοντας σήμερα στα εύχρηστα ελληνικά της την Πλωτή Όπερα, διαπιστώνουμε γιατί ο ίδιος ο Μπαρθ θεωρεί τον εαυτό του μαθητή του Ναμπόκοφ και του Μπόρχες, περιγράφοντας τα βιβλία του σαν «μυθιστορήματα που μιμούνται τη φόρμα του μυθιστορήματος από έναν συγγραφέα που μιμείται το ρόλο του Συγγραφέα» (βλ. ενδεικτικά και το μυθιστόρημά του – ποταμό O Βλακοχορτοφάγος σε δημιουργική μετάφραση του ευρηματικότατου Αλέξη Πανσέληνου, πάλι από τις εκδόσεις «Πόλις»). Στο βαθμό που «ένας άνθρωπος μπορεί να χαμογελάει, κι όμως να είναι παλιάνθρωπος», σύμφωνα με τη σαιξπηρική τυπολογία των ανθρωπίνων χαρακτήρων, δικαιολογείται σημασιοσυντακτικά ο ιδιόρρυθμος, εσωτικός, ενίοτε παράλογος Τοντ ή Τόντι. O σολοικισμός της θεωρητικής τελικά αυτοκτονίας συνιστά την αποθέωση της παρωδίας: η υπονόμευση της ζωής αντιστοιχεί στην υπονόμευση της παραδοσιακής αφηγηματικής τέχνης. Έτσι στον αντίποδα του παρακμιακού, εξανδραποδισμένου κόσμου που χαρτογραφεί ο Νόρμαν Μέιλερ στο Αμερικανικό Όνειρο του, για παράδειγμα, ξετυλίγεται αντιστικτικά ο εφιάλτης του σκώμματος. O Μπαρθ υπομνηματίζει δηλαδή με τη σειρά του το θεμελιώδες αξίωμα του Κίρκεγκορ, όπως διατυπώθηκε εκατό δέκα χρόνια ακριβώς πριν από την πρώτη έκδοση της Πλωτής Όπερας: «μπορεί να υπάρξει λογικό σύστημα, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα της ύπαρξης» (1846).
Το εμβληματικό ιδεολόγημα του Τόντι, «η σχέση αιτίου και αιτιατού δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα συμπέρασμα» (βλ. σελ. 265 και 326) σε συνδυασμό με την πρόταση «κάθε συμπέρασμα συνεπάγεται σε κάποιο σημείο το άλμα από αυτό που βλέπουμε σ’ αυτό που δεν μπορούμε να δούμε» (ό. π.) ομολογεί ευθέως την καταγωγή του από τον κόσμο του απόλυτου αγνωστικισμού και εμπειρισμού που υποστήριξε με θέρμη ο Σκωτσέζος ιστορικός και φιλόσοφος του δέκατου όγδοου αιώνα Δαβίδ Χιουμ.
Η εννοιολογική αυτή κλείδα καθιστά την ανάγνωση όχι μόνο διδακτική αλλά και συναρπαστική ταυτόχρονα. Οι πλείστες υφολογικές ανατροπές, οι συχνοί σημασιοσυντακτικοί κραδασμοί, οι λεπτές ισορροπίες που γνωρίζουν να διατηρούν συστηματικά ο ενδομυθιστορηματικός και ο εξωμυθιστορηματικός αφηγητής και φυσικά η σαρωτική ειρωνεία, που διέπει τα διαλογικά μέρη, συναποτελούν τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αφηγηματικής μεθόδου της Πλωτής Όπερας, που συγκαταλέγεται δικαιωματικά στα έργα, τα οποία μετέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό τους αμερικανικούς αφηγηματικούς τρόπους της εποχής μας.