«Δύο ψυχές διεκδικούν τα μύχια του Χούλιο Κορτάσαρ. Η μια εκτοξεύει ένα χείμαρρο εικόνες, που δημιουργούνται από τον ανεμοστρόβιλο του αυθαίρετου και του απίθανου. Η άλλη υψώνει με εμμονή γεωμετρικές κατασκευές, που ακροβατούν πάνω σε τεντωμένο σχοινί»
Ίταλο Καλβίνο
(Από τον πρόλογο του βιβλίου)
Πρόκειται για έναν πανδέκτη της διηγηματικής τέχνης του Χούλιο Κορτάσαρ (Βρυξέλλες, 1914 – Παρίσι, 1984). Υπήρξε αναντίρρητα ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Κινήθηκε συστηματικά, ως γνήσιος Αργεντινός των συζεύξεων και των φυλετικών-διαπολιτισμικών ωσμώσεων, στη μεθόριο της φαινομενοκρατίας και της άλλης, της απώτερης λεγομένης πραγματικότητας, δρώντας, μεταξύ άλλων, ως επιτήδειος κι άλλος τόσο έμπιστος μεσάζων και των δύο κόσμων ταυτοχρόνως. Σε βάθος γνώστης των αιτίων και των αιτιατών τόσων των πρακτικών λύσεων, τις οποίες αναγκαζόμαστε να δώσουμε στα ποικίλα προβλήματα της ζωής, όσο και των ασίγαστων εμμονών, των ονείρων και των καταστατικών, μέγα-οραμάτων μας, ο Χούλιο Κορτάσαρ είναι ένας αυθεντικός πρέσβης του Αδύνατου που μπορεί ενδεχομένως να είναι Λογικό. Η γραφή του προβάλλει κατά τρόπο προσωποπαγή και δυναμικό σκηνές μιας απτής, εφιαλτικής ή μη καθημερινότητας, ενώ την ίδια στιγμή προετοιμάζεται να ξεσκεπάσει την υπόγεια φαντασμαγορία των μυχίων μας. Αποτέλεσμα: το παρ’ ολίγον ψεύδος, το περίπου αποκύημα μιας αχαλίνωτης παραμυθίας μεταλλάσσει σε κατάφαση βίου.
Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν τσιγκουνεύεται τις αυτοαναλύσεις του, κηδόμενος της αναγνωστικής πρόσληψης ακόμη και των γρίφων του. Ενδεικτικά παραθέτω τα εξής από το βιβλίο Συνομιλώντας με τον Κορτάσαρ του Ερνέστο Γκονθάλεθ Μπερμέχο: «Σε αυτή τη φαινομενικά μονόπλευρη ζωή που ζούμε, την οποία μας επιβάλλει μία επιλεκτική και ωφελιμιστική λογική, εμένα μου συμβαίνει συνέχεια, σε κάποια στιγμή αφαίρεσης, κάτι που θα χαρακτήριζα σαν την αντίστροφη διαδικασία της φωτογραφίας. Όταν θέλεις να βγάλεις μια φωτογραφία και βλέπεις δυο εικόνες στο φακό σου, τις εστιάζεις έτσι ώστε να φαίνεται η μια. Λοιπόν εγώ για να τραβήξω φωτογραφία, πρέπει να ξεχωρίσω τις εικόνες, θέλω να πω ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις τα πράγματα διαχωρίζονται, κινούνται το καθένα προς διαφορετική κατεύθυνση, και τότε από εκείνο το διάκενο που δημιουργείται, το οποίο όμως δεν μπορώ να προσδιορίσω, εμφανίζεται κάτι που με παρακινεί να γράψω, γίνομαι δέκτης παρορμητικών σκέψεων και η γραφή κυλάει μόνη της. Είμαι λίγο πολύ κάτι σαν αλεξικέραυνο.
Άμεσος φιλολογικός του πρόγονος είναι βεβαίως ο πρωτοπόρος των «εφικτών παραδοξολογιών», ο Φραντς Κάφκα. Οι συναφείς υπόγειες ανταποκρίσεις αφθονούν στα περισσότερα έργα του τόμου. Στο Αξολότλ, για παράδειγμα, ο εμμανής παρατηρητής, ο οποίος κάποια στιγμή «από την πολλή συνουσία με το πράγμα», όπως θα τόνιζε εν προκειμένω ο θείος Πλάτων, μεταμορφώνεται σε ψαράκι, παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς στα ζωόμορφα, πλην όμως έλλογα όντα της περιλάλητης καφκικής ενδοχώρας. Το δε ζήτημα του «διπλού εγώ», το οποίο απασχόλησε κατά κόρον τον συγγραφέα έχει τις ρίζες του στις μυθολογίες των αρχαίων λαών, αλλά και στη γραμματολογία εκείνη, η οποία ανέδειξε κατ’ εξοχήν τη γοητεία, αλλά και τον τρόμο του οριακού δυισμού. Βεβαίως ο συγγραφέας προβάλλει συνειδητά τον εσωτερικά τιθασευμένο, τον εξανθρωπισμένο χαρακτήρα του άλλου. Σκοπός του άλλωστε δεν είναι να προεκτείνει τη γραμμή των προϋπαρξάντων φυσιοδιφών του Τρόμου, αλλά να διευρύνει το πεδίο των δοκιμών των επαϊόντων του μετά-Διαφωτισμού, οι οποίοι πίστεψαν σε μια φίλια Φύση. (Ιδέτε περισσότερα για τον «διπλό εαυτό» στο ομώνυμο λήμμα στο Βιβλίο των φανταστικών όντων, έργο του διάσημου συμπατριώτη του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, σε μετάφραση του υπογράφοντος, εκδόσεις «Libro», 1983).
Η επιλογή αυτή από τα σημαντικότερα διηγήματα του Χούλιο Κορτάσαρ είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τους μελετητές των ειδολογικών εξελίξεων της διηγητικής στρατηγικής. Κοινός παρονομαστής τους είναι η πεποίθηση στις ισχυρές δυνατότητες της γραφής να αποτυπώσει τον κόσμο λίγο προτού καταστεί ανέκκλητα ο κατεστημένος κόσμος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν Το Σπίτι, Τη νύχτα, ανάσκελα και Ο άλλος ουρανός. Από το δεύτερο παρατίθεται το τέλος, όπου ακυρώνονται άλλη μια φορά και μάλιστα πειστικότατα τα περιγράμματα του μαθηματικού χρόνου και της σιδηράς αλήθειας: «Για ένα δευτερόλεπτο πίστεψε πως θα τα κατάφερνε, γιατί βρέθηκε πάλι ακίνητος στο κρεβάτι, χωρίς να ταλαντεύεται το κεφάλι του προς τα κάτω. Όμως όλα μύριζαν θάνατο και όταν άνοιξε τα μάτια είδε τη ματωμένη μορφή του θυσιαστή να έρχεται κατά πάνω του με την πέτρινη λάμα στο χέρι. Κατάφερε να ξανακλείσει τα βλέφαρα, αν και τώρα πια ήξερε πως δεν θα ξυπνούσε, πως ήταν ξύπνιος, πως το υπέροχο όνειρο ήταν εκείνο το άλλο, παράλογο όπως όλα τα όνειρα. Ένα όνειρο όπου είχε περιπλανηθεί στους παράξενους δρόμους μιας παράξενης πόλης, με πράσινα και κόκκινα φώτα που έκαιγαν δίχως φλόγα και καπνό, μ’ ένα τεράστιο μεταλλικό έντομο που βούιζε ανάμεσα στα πόδια του. Στο ατέλειωτο ψέμα εκείνου του ονείρου τον είχαν κι εκεί σηκώσει από κάτω, κάποιος τον είχε πλησιάσει κρατώντας ένα μαχαίρι, εκείνος ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, ανάσκελα με τα μάτια κλειστά ανάμεσα στις φωτιές. ».
Φαίνεται ότι κι εδώ ισχύει η αρχή της σύγκλισης των πάντων υπό την εποπτεία της αισθητικής συνείδησης «χαρακτηριστικό» της οποίας «είναι το να είναι πίστη που προέρχεται από δέσμευση, από όρκο, πίστη που συνεχίζεται από εμπιστοσύνη στον εαυτό της και στο συγγραφέα, συνεχής ανανεωμένη εκλογή πίστης. Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να ξυπνήσω και το ξέρω · αλλά δε το θέλω: η ανάγνωση είναι ένα ελεύθερο όνειρο. »(Ιδέτε Ζαν-Πολ Σαρτρ «Γιατί γράφουμε» στο Τι είναι η λογοτεχνία; μετάφραση: Μαρία Αθανασίου, «Εκδόσεις 70», 1971, σελ. 64. Η υπογράμμιση δική μου.)
Η μετάφραση έγινε από το ισπανικό πρωτότυπο. Παρακολούθησε με αξιοσύνη όλα τα εξαντλητικά υφολογικά του τεχνήματα και πρότεινε επαρκείς λύσεις των κόμπων.