«Κάποιοι Πολωνοί έχουν ισχυριστεί ότι η χώρα τους ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα χωρίς συνεργάτες των Γερμανών» (Από το βιβλίο, σελ. 446)
Ο Μαρκ Μαζάουερ, διακεκριμένος μελετητής της Ιστορίας, καθηγητής κατά καιρούς στο Πρίνστον, στο Σάσσεξ, στο Bircbeck College και σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια (Η.Π.Α.), μας έχει προ πολλού δώσει δείγματα των διεξοδικών, πολυετών ερευνών του στο κατ΄ εξοχήν γνωστικό του πεδίο, που μας ενδιαφέρουν άμεσα. Μνημονεύω ενδεικτικά: Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου(εκδόσεις Μ.Ι. Ε.Τ.), Στην Ελλάδα του Χίτλερ(Αλεξάνδρεια), Θεσσαλονίκη, Πόλη των φαντασμάτων (Αλεξάνδρεια), Τα Βαλκάνια(Πατάκης) και Σκοτεινή Ήπειρος, ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας (Αλεξάνδρεια). Ως επαγγελματίας ιστορικός έχει ήδη καταδείξει ότι δεν τελεί μόνον σε εγρήγορση όσον αφορά στην έγκυρη και έγκαιρη απορρόφηση και περαιτέρω αξιοποίηση των υπαρχουσών, άφθονών πηγών, αλλά ότι διαθέτει συν τοις άλλοις το χάρισμα της ρηξικέλευθης κρίσης και της ψυχρής, σαφώς συγκριτικής αντιπαράθεσης στοιχείων, ηθικών ροπών, συλλογικών προαιρέσεων, καθοριστικών ιδεολογημάτων και κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων. Ειδικότερα φρονεί, όπως προκύπτει από τον πρόλογο της παρούσας έκδοσης, ότι ο Β! Παγκόσμιος Πόλεμος «αποτύπωνε ανάγλυφα τη βούληση της νεότερης Ευρώπης για δύναμη – τον πόθο που την είχε οδηγήσει στην Αφρική, στην Αμερική και στα πιο μακρινά νησιά του Ειρηνικού. Κληρονόμοι αυτής της παράδοσης οι ναζί μετείχαν σε αυτό τον κοσμοκρατορικό πόθο, αλλά έκαναν με αυτόν κάτι που ήταν πρωτόγνωρο και συγκλονιστικό για το μυαλό των Ευρωπαίων στον πρώιμο εικοστό αιώνα: προσπάθησαν να χτίσουν την αυτοκρατορία τους μέσα στην ίδια την ίδια την Ευρώπη και, ακόμα περισσότερο, να τη χτίσουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς μέσα σε λίγα μόλις χρόνια». Ο ίδιος συμπεραίνει κατά διαλεκτική φορά ότι «μακροπρόθεσμα, το νόημα της ιμπεριαλιστικής απόπειρας του Χίτλερ είναι πως άλλαξε αμετάκλητα όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και τη θέση αυτής της ηπείρου μέσα στον κόσμο, και άρα τον κόσμο τον ίδιο». Αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι ο θετικισμός του συγγραφέα, σε συνδυασμό με την κλίση του να κωδικοποιεί με υποδειγματική ομολογουμένως συνέπεια ρεύματα και σχολές πολιτικής σκέψης, προωθεί αποτελεσματικά τη διεξοδική εκτέλεση του πρωταρχικού σχεδιασμού. Χωρίς να παραθεωρεί τις σημαίνουσες παραμέτρους, επιλέγει την προσφορότερη μέθοδο συγκερασμών και συναιρέσεων. Με νηφαλιότητα πάντα. Έτσι, η επιστημονική διαχείριση του διαθέσιμου υλικού ολοκληρώνεται απρόσκοπτα. Φαίνεται βεβαίως να γνωρίζει, ως διαρκής σπουδαστής – τρόφιμος του ευρωπαϊκού πολιτιστικού καταπιστεύματος, ότι «αν ψάχνεις να βρεις ένα νόημα στην Ιστορία, είναι σαν να κοιτάς τα σύννεφα. Στα σύννεφα βλέπεις σχήματα που μοιάζουν με λιοντάρια, με βουνά, με λίμνες, με θάλασσες. Είναι σχήματα αυθαίρετα, κατά τον ίδιο τρόπο που είναι αυθαίρετη και η Ιστορία. Βλέπω την ιστορία σαν ένα μεγάλο όνειρο, που όμως δεν το ονειρεύεται κανείς. Είναι σαν όνειρο που ονειρεύεται τον εαυτό του. Ίσως όμως δεν έχει προορισμό…», όπως κατέδειξε ο μείζων φιλόσοφος και αμετακίνητος φιλέλληνας Άρτουρ Σοπενχάουερ (1788 – 1860)-κάτι που συχνά πυκνά στέργει να μας θυμίζει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Παρ ΄ όλα αυτά, ο Μαζάουερ φροντίζει να υποστηρίζει τις πολυσχιδείς έρευνές του με καλώς συγκερασμένα πορίσματα και άλλο τόσο ισχυρά τεκμήρια, συνήθως αμάχητα, προκειμένου να κατανικήσει τις όποιες αμφιβολίες, βάσιμες ή μη αντιρρήσεις και ενστάσεις των ακαδημαϊκών συναδέλφων του και των όντως πολυπληθών αναγνωστών του. Υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, στο παρόν πολυεπίπεδο, επαρκώς διαρθρωμένο έργο, όπου ομολογουμένως η συγγραφική φιλοδοξία δικαιώνεται πλήρως από το αποτέλεσμα, ότι «ο ναζισμός ήθελε να διαρρήξει τις σχέσεις του όχι μόνο με τον κοινοβουλευτικό φιλελευθερισμό αλλά, πολύ πιο βαθιά, με ό, τι γινόταν έως τότε κοινά αποδεκτό ως οι αντιλήψεις περί ανθρώπου», διερευνά τα αίτια και τα αιτιατά μιας συγκεκριμένης πολιτικής γραμμής, η οποία εν τέλει κατέστη μαζική (σχεδόν) ψύχωση τόσο στη Γερμανία, όσο και στην Αυστρία. Η επίδειξη της δύναμης ενός «υπερούσιου» λαού, των Αρίων δηλαδή αυτή τη φορά, τους οποίους αγιοποίησε ασμένως το Γ! Ράιχ, απέβλεπε στην καθυπόταξη ομόρων και μη κρατών, προκειμένου να επιβεβαιωθεί και στη συνέχεια μεταλαμπαδευτεί «το δίκαιο του φυλετικά ισχυροτέρου- καθαροτέρου μεγάλου έθνους» των απογόνων του Αρμίνιου, γερμανιστί Hermann, o οποίος, ως δυναμικός αρχηγός γερμανικών φύλων, δεν δίσταζε τον 1ο αιώνα π. Χ. να αντιπαραθέτει τις δυνάμεις του κατά των καλύτερα εξοπλισμένων, πολυάριθμων Ρωμαίων. Ο «μιλιταρισμός του φρονήματος», όπως θα υπογράμμιζε εν προκειμένω ο Μαξ Σέλερ, δεν ήταν κάτι που δημιούργησε εκ του μη όντος ο ερασιτέχνης θεωρητικός της παγκόσμιας σύρραξης, ο περιώνυμος Αδόλφος Χίτλερ. Παραπέμπω πρόχειρα σε μερικά από όσα προηγήθηκαν και τα οποία γαλούχησαν επί έτη ένα ικανό μέρος του λαού του, ο οποίος δεν δίστασε τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή να δικαιολογήσει πλήρως την υποτέλεια του άλλου και μάλιστα δια πυρός και σιδήρου: «Όταν οι Γερμανοί κυριεύονται πραγματικά από ένα πάθος (και όχι μόνον, όπως συνήθως, από την καλή θέληση για πάθος!),συμπεριφέρονται τότε όπως ακριβώς πρέπει να κάνουν, και δεν σκέφτονται περαιτέρω τη συμπεριφορά τους. Η αλήθεια πάντως είναι ότι συμπεριφέρονται τότε πολύ αδέξια και άσχημα, σαν να μην έχουν καθόλου ρυθμό και μελωδία.» (Ιδέτε Φρίντριχ Νίτσε, Η χαρούμενη επιστήμη, 1882, εκδόσεις Βάνιας, 2008, σε συνδυασμό με όσα καταγράφει λίγες δεκαετίες μετά ο διορατικός Τόμας Μανν: «ήδη το 1844, [ο μεγαλόσχημος κι άλλο τόσο εμπνευσμένος μουσικοσυνθέτης Βάγκνερ] σ΄ εκείνο τον ιδιαιτέρως ασυνήθιστο λόγο του τον οποίο εκφώνησε στον δημοκρατικό «Πατριωτικό Όμιλο» στη Δρέσδη, απαίτησε την ίδρυση γερμανικών αποικιών. «Θα το κάνουμε καλύτερα», είπε, «από τους Ισπανούς, για τους οποίους ο νέος κόσμος έγινε ένα σφαγείο με την ευλογία των παπάδων • διαφορετικά από τους Άγγλους, για τους οποίους έγινε μικρομάγαζο. Θα το πραγματοποιήσουμε γερμανικά και μεγαλόπρεπα!» […]Επεσήμανα την εσωτερική αντίφαση του «Κόμματος της Πατρίδας» και εκείνης του εθνικοδημοκρατικού ανθρώπου. Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποσιωπώ τη δική μου εσωτερική αντίφαση και εκείνη των ομοίων μου. Είναι μια γερμανική εσωτερική αντίφαση: ξεπηδά από την αντίθεση γερμανικού κόσμου και πολιτικού στοιχείου, απ’ αυτή την εθνική αντίθεση την οποία έμελλε να υπερασπιστούν ο Γκαίτε το 1813, ο Σοπενάουερ το 1848, ο Νίτσε έπειτα από το 1871, εναντίον της παραφοράς των πολιτικών μαζών, και η οποία εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, όπως ίσως δεν μπορούν ν ΄ αρνηθούν και οι συνήγοροι της πολιτικοποίησης, δηλαδή του εκδημοκρατισμού της Γερμανίας. Έτσι είναι και όχι αλλιώς, στη Γερμανία η κατάφαση στα εθνικά ιδεώδη εμπεριέχει την άρνηση της πολιτικής και της δημοκρατίας και αντιστρόφως». (Ιδέτε Στοχασμοί ενός απολιτικού, (1918), μετάφραση: Μαντώ Πούλη, εκδόσεις Ίνδικτος, 2001, σ σ. 146 και 319). Στο βαθμό μάλιστα που «η άρνηση της ΕΣΣΔ να λυγίσει μετέτρεψε τον ευρωπαϊκό πόλεμο σε παγκόσμιο», όπως μας δείχνει ο Μαζάουερ, τότε επαληθεύονται στην πράξη του αίματος και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα μερικά από εκείνα, τα οποία έναν αιώνα σχεδόν πριν αποτύπωσε στο εμβληματικό του έργο Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση ο προαναφερόμενος Άρτουρ Σοπενχάουερ. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «Έτσι, παντού στη φύση βλέπουμε αγώνα, πάλη και διακύμανση της νίκης, [και αυτό είναι το αποτέλεσμα] εκείνης της εσωτερικής διάστασης που είναι ουσιώδης για τη βούληση. […] Επομένως η βούληση για ζωή γενικά τρέφεται από τον εαυτό της, και είναι σε διαφορετικές μορφές η τροφή του εαυτού της, μέχρις ότου το ανθρώπινο είδος, επειδή καθυποτάσσει όλα τα άλλα, θέτει κατά νου πως η φύση κατασκευάστηκε για δική του χρήση. Παρά ταύτα […] το ίδιο το ανθρώπινο είδος αποκαλύπτει με τρομακτική σαφήνεια αυτή τη σύγκρουση, αυτή τη διάσταση της βούλησης με τον εαυτό της, και καταλαβαίνουμε ότι homo homini lupus [ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο». (Ιδέτε Michael Allen Gillespie Ο μηδενισμός πριν από τον Νίτσε, μετάφραση: Γεώργιος Ν. Μερτίκας, εκδόσεις Πατάκης, 2004). Η σημερινή Ευρώπη, διατείνεται εν ολίγοις ο Μαζάουερ είναι η σκιά εκείνης, η οποία θα υπήρχε και θα δρούσε ευεργετικά, αν εξέλιπε εκ προοιμίου η βαρβαρότητα των ναζιστικών οραμάτων. Το ερώτημα όμως παραμένει και είναι βεβαίως βασανιστικό: μήπως το ανθρώπινο είδος είναι εν τέλει ανεπίδεκτο πλανητικού πολιτισμού; Μήπως η διαρκής ειρήνη είναι υπόθεση αιθεροβαμόνων; Η κατακλείδα της Αυτοκρατορίας του Χίτλερ, η οποία σημειωτέον ευτύχησε στη γλώσσα μας, προοιωνίζεται πάντως νέα δεινά. Κι αυτό δεν θα είναι ακριβώς το ρητορικώς προαναγγελθέν τέλος της Ιστορίας, αλλά η επισπευδόμενη επανεγγραφή της. Σε άλλη κλίμακα παθών, οίκοθεν νοείται. Η διεθνής αρένα άλλωστε ήδη προαναγγέλλει, για όσους βέβαια διέπονται από τις ποιότητες του πνεύματος του Μαζάουερ, θουκιδίδεια δεινά.