Οι εξομολογήσεις, λιτές και διεξοδικές ταυτοχρόνως, καταφέρνουν να διατηρήσουν ανέπαφο κάθε φορά όλο το σθένος, όλη την αλκή των πρώτων εκείνων κρίσιμων εντυπώσεων. Η γραφή έμπειρη, εμπύρετη, εκ προοιμίου αποδεικτική, επαναφέρει το παρελθόν της γονιμοποιού έκπληξης στο εργαστήριο του κειμένου με μιαν άδολη, υποδειγματική παράταξη στοχαστικών αναφορών και αυτοαναφορών. Πεζόμορφα χωρία σε συνδυασμό με βραχύτατες εκφάνσεις παράγουν το εξόφθαλμα πρόσφορο κλίμα των πολυφωνικών τεκμηριώσεων ενός ιδιαζόντως ανιχνευτικού λόγου. Η ποίηση εμπεδώνεται στην προκειμένη περίπτωση ως κατ΄ εξοχήν αποτύπωση των δόκιμων ωσμώσεων ορατών και αοράτων. Η λέξη εμπεριέχει συνεπώς διάρκεια συγκίνησης. Εξ ου και η γοητεία που επικυρώνει την τελική πρόσληψη του διαβήματος του πολυβραβευμένου Philippe Jaccottet (1925, Ελβετία -24 Φεβρουαρίου 2021, Γαλλία).
Η οικολογική επίκληση, έμμεση πλην σαφέστατη, μαρτυρεί πρωτίστως μέριμνα ουσίας. Ανάγεται στα βαθύτερα στρώματα του προσώπου, το οποίο δεν παύει να σέβεται τον εαυτό του. Ως αναπόσπαστο μέρος, οίκοθεν νοείται, του σύμπαντος, κι όχι ως δεσποτική, επικίνδυνη εν τέλει κορωνίδα του. Τα σύνορα του εσωτερικού είναι και του εξωτερικού διάκοσμου δεν εμποδίζουν εν τω μεταξύ τις αναδιατάξεις και εν συνεχεία τις παρατεταμένες επαφές – προσμείξεις τους. Γι΄ αυτό τείνουν να καταργηθούν. Το σχετικό πρόταγμα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε συνιστά εμβληματικό δείκτη. Τον τελευταίο, σημειωτέον, έχει αποδώσει επισταμένως στα γαλλικά, μεταξύ άλλων, ο Philippe Jaccottet, όπως τονίζεται επαρκώς στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του ευθύβολα μεταφρασμένου Τετραδίου της χλόης, το οποίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1990.
Μνημονεύω κατά λέξη, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, τα εξής ενδεικτικά από τις πρώτες κιόλας σελίδες του έργου: «Κάτι άλλο που αντίκρισα επιστρέφοντας από μία μακριά πορεία κάτω από τη βροχή, μέσα από το αχνισμένο τζάμι ενός αυτοκινήτου: αυτόν τον μικρό κήπο με τα κυδώνια που το προστάτευε από τον άνεμο ένα χλοερό ανάχωμα, τον Απρίλιο. Eίπα στον εαυτό μου (και θα το πω ξανά αργότερα αντικρίζοντας τα ίδια δέντρα σε άλλους τόπους) πως δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο απ΄ αυτό το δέντρο όταν ανθίζει. Ίσως να είχα ξεχάσει τις μηλιές, τις αχλαδιές της γενέτειράς μου». Στην εξαιρετικά δίσημη αυτή χρονική συγκυρία, όπου ο κόσμος, ηλεκτρονικά τουλάχιστον συρρικνώνεται και καθίσταται ένα δυναμικό χωριό επικοινωνίας, η δημιουργική γραφή, σαν αυτήν ακριβώς που διαχειρίζεται ο Philippe Jaccottet, αναλαμβάνει, ως εκ των πραγμάτων, το πρόσθετο βάρος να επαυξήσει αντίθετα τον κόσμο, να τον διευρύνει πνευματικά. Να του δώσει δηλαδή την άλλη, την αναβαθμισμένη του διάσταση. Δρώντας έτσι ως το κατ’ εξοχήν αντίβαρο στην οικτρά μονόπλευρη αγωγή των μελών της κοινωνικής κυψέλης.
Οφείλω να παραθέσω εδώ, για μια σφαιρικότερη εκτίμηση της προσφοράς του δημιουργού του Τετραδίου της χλόης τις αποτιμήσεις του Jean Starobinski: «Εδώ βρίσκεται ίσως ό,τι πιο θαυμαστό μας προσφέρει το έργο του Philippe Jaccottet: αν δεν αποποιείται την αδιαχώριστη από τη μεγάλη λυρική παράδοση «εκφραστική λειτουργία», το υποκείμενο στο οποίο παραπέμπει είναι το πιο διακριτικό που υπάρχει, η μόνη του έγνοια είναι να ελαφρύνει την παρουσία του, να την κάνει σχεδόν αθέατη. Το εγώ(moi), το εγώ (Je)της προσωπικής αντωνυμίας, στα οποία παραμένουν τόσο σταθερά υποταγμένα αυτά τα κείμενα, απεκδύονται κάθε εξουσία: δεν συνιστούν παρά ερώτημα, ανήσυχο άνοιγμα, απλότητα. Λίγα έχουν να πουν για τον εαυτό τους: μιλούν γι΄ αυτό που τους λείπει, γι΄ αυτό που επιζητούν, γι΄ αυτό που κάποτε ανακαλύπτουν, και πιο συχνά γι΄ αυτό που δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν».( Βλ. Philippe Jaccottet, Καπνός και Κρύσταλλο, Ποιήματα 1946-1967, εισαγωγή Jean Starobinski, μετάφραση – επίμετρο Θανάση Χατζόπουλου, εκδόσεις Τυπωθήτω, 2006).
Εξ ου και τα διερωτήματα που θέτει η σημερινή συλλογή. Η αγωνία που μεταφέρουν είναι η ίδια η αγωνία του κόσμου να υπάρξει αποτελεσματικά μέσα κυρίως από τη γλώσσα του. Λέξεις και έννοιες οφείλουν να εγκατασταθούν σ΄ ένα πλαίσιο ισοτιμίας, όπου η κυριαρχία του εγώ θα δεχθεί να αφήσει ικανά και αναγκαία περιθώρια επανεκτίμησης της σημασίας του. Η Φύση ενδέχεται τότε να το συνδράμει, προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τα όποια αξιακά δεδομένα του χωροχρόνου. Πρόκειται εν ολίγοις για παραλλαγές των οριακών προβληματισμών, οι οποίοι τέθηκαν προ πολλού στον διάλογο Κρατύλος του Πλάτωνα. Το όνομα προβάλλει δυναμικά μέσα από μιαν άλλη διάσταση, ακυρώνοντας ό, τι το έχει προηγουμένως αποδυναμώσει, ό,τι το έχει σκουριάσει. Όσο τα πλήθη θα δείχνουν απερίφραστα ότι διακατέχονται από τάσεις αυτοκαταστροφής, τόσο ανάστροφα θα δρα η συνετή λέξη της ποίησης, φρονεί μέσα από τις δηλώσεις και τις συνδηλώσεις το σύνολο του Τετραδίου της χλόης. Θα ενεργεί δηλαδή ως στρατηγική αυτοσυντήρησης, ως πολιτική αφαλκίδευτης αυτοεπιβεβαίωσης της ύπαρξης εκείνης, η οποία επιμένει να αντιστρατεύεται τον τελεσίδικο εξανδραποδισμό της.
Ο καλώς συγκερασμένος στίχος ανασκευάζει εξ ορισμού τα περί ειδώλων, τα οποία έχουν επιβληθεί στη σκηνή του φαίνεσθαι. Το κύμα των μεταφορών και των συνειρμών τίθεται σταθερά στην υπηρεσία της ανάδειξης της απόκρυφης, αλλά σωτήριας είδησης, η οποία ξέρει να μας περιμένει στην άκρη ενός κήπου, στα μονοπάτια ενός συνοικιακού άλσους, στα μνήματα, στις βαθμίδες σοφίας δηλαδή ενός παραθαλάσσιου στρατιωτικού κοιμητηρίου. Απομονώνω τα εξής, για την περαιτέρω εμβάθυνση στο συγκεκριμένο πόρισμα. Η γνωστή λακανική επισήμανση για το διχασμό πραγμοποιημένου λόγου και δυνητικής σκέψης ακούγεται, φρονώ, κι εδώ πολύ καθαρά: «Φαίνεται πως δεν έχουμε πια το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε τη λέξη ομορφιά. Είναι αλήθεια πως έχει τρομερά φθαρεί. Κι όμως, γνωρίζω καλά το θέμα. Τέτοια σκέψη είναι παράξενη, όταν πρόκειται για τα δέντρα, αν το καλοσκεφτούμε. Όσο για μένα, που τελικά δεν καταλαβαίνω και πολλά πράγματα ως προς τον κόσμο, καταλήγω ν΄ αναρωτηθώ αν το «πιο ωραίο» πράγμα, που ενστικτωδώς αισθάνεσαι ως τέτοιο, δεν είναι αυτό που πλησιάζει περισσότερο στο μυστικό αυτού του κόσμου, η πιστότερη μετάφραση του μηνύματος που θαρρείς καμιά φορά πως έχει σταλεί μες στον αέρα για να φτάσει ως εμάς. Ή, αν θες, ένα πιο σωστό άνοιγμα προς κάτι που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε διαφορετικά, σ΄ αυτό το είδος χώρου όπου δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε αλλά που μας φανερώνεται για μία στιγμή. Αν δεν ήταν κάπως έτσι, θα ΄ μασταν τρελοί για να παρασυρθούμε». Πάνω από τις γραφικά φαινόμενα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, θα παρέχεται πάντοτε μέσω της αναγεννησιακής γραφής αυτού του είδους η μεγάλη δυνατότητα της διαστολής της ίδιας της συνείδησης. Της ιαματικής ευχέρειας δηλαδή να καταστούμε πρόσφοροι σε δεύτερο βαθμό θέασης.