Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Αμερικανοεβραίος πανεπιστημιακός καθηγητής, αμφιλεγόμενος συγγραφέας κοινωνικοπολιτικών δοκιμίων, προερχόμενος από τον Καναδά, γόνος περιστασιακών λαθρεμπόρων, ονόματι Μόουζες Ελκανά Χέρτσογκ, σαράντα επτά ετών, με δύο διαζύγια στον παθητικό τομέα της ζωής του, με δύο ανήλικα παιδιά στον ενεργητικό τομέα του πυρετώδους βίου του, δεν δυσκολεύεται να αναπτύξει μια φιλία, ισχυρή και γόνιμη, με τους αναγνώστες. Πότε δρα ως να ήταν ένας αρχετυπικός κλόουν και πότε ως να ήταν ένας αυθεντικός, πρωτογενής φιλόσοφος.
Προβάλλει διαδοχικά «με τους φίλους του, ένας εγωίσταρος. Στην αγάπη, νωθρός. Στο μυαλό, κουτός. Σε ζητήματα δύναμης, παθητικός. Και όσον αφορά την ψυχή του, μια ζωή υπεκφυγές […] άτομο με ιδιόρρυθμες τάσεις […] ειδικό στο να κλωθογυρίζει τυχαία περιστατικά αντί να εφορμήσει στα ουσιώδη. Συχνά περίμενε να καταλάβει εξαπίνης τα σημαντικά πράγματα, με κάποιο διασκεδαστικό στρατήγημα […]. Έτρεμε την άβυσσο του συναισθήματος που έπρεπε επιτέλους να αντιμετωπίσει, όταν δε θα μπορούσε πια να καταφύγει στις εκκεντρικότητές του για να βρει ανακούφιση […] λίγο χαζούλης, καθόλου πρακτικός, αλλά φιλόδοξος πνευματικά, κάπως αλαζόνας, επίσης, παραχαϊδεμένος, ελαφρόμυαλος τύπος». Μάλιστα κατά τις πλέον κρίσιμες φάσεις της πολιτείας του, όταν οι συνθήκες κρίνονται σταθερά ενάντιες και η ύπαρξη πολιορκείται στενά από το Κακό, «η καρδιά του αλγεί αξιοθρήνητα. Θα ήθελε να δώσει σε αυτή την καρδιά ένα γερό τράνταγμα ή να την ξεριζώσει από τα στήθια του. Να της κάνει έξωση […] απεχθανόταν την εξευτελιστική κωμωδία της θλίψης».
Παρέθεσα κατά λέξη αποσπάσματα από τις σελίδες 12, 20, 46 και 234. Είναι ενδεικτικά της κειμενικής στρατηγικής του νομπελίστα Σωλ Μπέλοου (1915-2005). Ο δεινός αυτός ψυχογράφος, ο οποίος σημειωτέον επέζησε τεσσάρων διαζυγίων, όντας επιτήδειος αναλυτής της κωμικοτραγικής περιπέτειας του ανθρώπου, υποκύπτει ενίοτε στον μέγα πειρασμό της αυτοβιογραφίας. Εξ ου και οι πολλαπλές δήθεν συμπτώσεις της εξ αντικειμένου συμπεριφοράς του στην πάροδο δεκαετιών με ό,τι έχει να μας αφηγηθεί ο ίδιος στο παρόν μυθιστόρημα. Είναι επίσης εμφανές, μεταξύ άλλων, ότι το διηγητικό υποκείμενο συνειδητά αναζητεί τα αίτια και τα αιτιατά της αυτοκαταστροφικής του παρόρμησης. Δεν παύει, συν τοις άλλοις, να εξετάζει το ενδεχόμενο της επείγουσας απεμπλοκής του από τα συσσωρευόμενα δεινά. Προκειμένου μάλιστα να βιώσει την ποθούμενη αυθυπέρβασή του, δεν θα διστάσει να θυσιάσει πλείστες όσες απολαύσεις. Παραμένει βέβαια ηδονιστής, αλλά όχι σεξιστής. Η επαρκέστατη ερωμένη του, η Ραμόνα, του προσφέρει την μάλλον ιδεατή διαφυγή. Ο παράδεισος του αμφίδρομου, του ορθοτομούντος έρωτα, ανοίγει ειδικά γι’ αυτόν τις κεντρικές πύλες του. Οι συνεπακόλουθοι δισταγμοί εκ μέρους του, ο δόκιμος κυρίως εφιάλτης ενός τρίτου γάμου, τον αποθαρρύνει. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν θα ενδώσει ολοκληρωτικά στις ακάματες σειρήνες, οι οποίες ενυπάρχουν στη φύση της Ραμόνας, του σαρωτικού, ασίγαστου αυτού θήλεος.
Οι αλλεπάλληλες υπονομεύσεις του Χέρτσογκ από επιθετικούς τρίτους, οι απειλές, οι απάτες, οι πικρές διαψεύσεις και οι ποικίλες λοιδορίες συνιστούν απλώς επεισόδια της καθημερινής τριβής, χωρίς εν τέλει βαρύνουσα σημασία. Περισσότερη αξία όμως έχουν οι αναμετρήσεις της συγκεκριμένης αυτής περσόνας του Σωλ Μπέλοου με αρκετούς εμβληματικούς φιλοσόφους, όπως είναι φέρ΄ ειπείν ο Νίτσε, ο Μπερξόν, ο Χάιντεγκερ κι ο Σπινόζα (βλ. σελ. 400, 361, 374 και 413, αντιστοίχως). Και δεν απαριθμώ εδώ όσους φιλοσόφους υπονοεί ο συγγραφέας σε διάφορα σημεία της λίαν ασθματικής εξιστόρησής του, όπως συμβαίνει συχνά με τον Σοπενχάουερ λόγου χάριν, ή πόσες φορές μια πρόταση παραπέμπει ευθέως ή εμμέσως πλην σαφώς φέρ΄ ειπείν στην Παλαιά ή στην Καινή Διαθήκη. Αρκεί μόνο να μνημονεύσω την κρίσιμη φράση στη σελίδα 256 «κι όσο για τη σχέση του με τους νεκρούς, αυτή ήταν πραγματικά πολύ κακή. Στην πραγματικότητα πίστευε στο να αφήνεις τους νεκρούς να θάβουν τους νεκρούς τους». Αποτελεί απλή παράθεση του ευαγγελικού χωρίου «άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Εννοώ εδώ: Ματθαίος 8, 22.
Ομολογώ ότι αναγνωρίζω εύκολα τους εμφανέστερους φιλολογικούς προγόνους του Μόουζες Ελκανά Χέρτσογκ. Αναφέρομαι τόσο στον Δον Κιχώτη, όσο και στον Άμλετ. Το είδωλο του εαυτού στην επιφάνεια των ρευστών πραγμάτων δεν φαίνεται να τον πανικοβάλει. Γνωρίζει άλλωστε τα όρια των όποιων δυνατοτήτων του είναι του. Η δε περιρρέουσα ατμόσφαιρα τον προκαλεί να διερμηνεύσει την εγγενή του, την οριακή και εν πολλοίς μοιραία ιδιομορφία του. Εκείνη δηλαδή, την οποία ο βιαστικός παρατηρητής θα χαρακτήριζε αμέσως τρέλα. Συγκρατώ, επίσης, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής έναν αφορισμό του άλλου νομπελίστα, του Σάμουελ Μπέκετ, όπως απαντά στο έργο του με τίτλο Ολοταχώς προς το χειρότερο, δημοσιευμένο το 1991, τριάντα δηλαδή χρόνια ακριβώς μετά την κυκλοφορία του Χέρτσογκ. Τον παραθέτω στη λειτουργική μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη στις εκδόσεις του Σάμη Γαβριηλίδη, 2016: «Όλα περασμένα. Ποτέ τίποτε άλλο. Όλα δοκιμασμένα. Όλα αποτυχημένα. Χωρίς σημασία. Να προσπαθήσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα». Στο σημείο αυτό ο Μόουζες Ελκανά Χέρτσογκ συναντά τους αδιέξοδους τύπους, τα ανδρείκελα της σκοτεινής μπεκετικής σκηνής.
.
Ο επίσης νομπελίστας Γουίλιαμ Φώκνερ (1897-1962), ο σπουδαιότερος συγγραφέας των Η.Π.Α. σύμφωνα με την πλειονότητα των κριτικών, δημιούργησε, ως γνωστόν, μιαν ολόκληρη Κομητεία για να στεγάσει τα πλάσματα της αξεπέραστης μυθοπλασίας του. Εννοώ την περιώνυμη Yoknapatawpha. Πρόκειται για έναν σύνθετο όρο. Σημαίνει τεμαχισμένη, διαμελισμένη γη. Τις επιμέρους λέξεις τις δανείστηκε από το ιδίωμα της φυλής των Ινδιάνων Τσίκασοου, ήτοι Yokana και Petopha. Την αποτελούν 2.400 τετραγωνικά εκτάρια. Οι κάτοικοι ανέρχονται σε 6.298 λευκούς και 9.313 μαύρους. Εξακόσιους περίπου απ’ αυτούς τους συναντάμε στα έργα του. Ο Σωλ Μπέλοου αρκέστηκε στη χαρτογράφηση μιας εξόφθαλμα χαοτικής ενδοχώρας, αυτής του Μόουζες Ελκανά Χέρτσογκ. Η μαύρη τρύπα του εγώ έλκει εν προκειμένω το παν. Θέλει απλώς να το κατανοήσει προτού το εξαλείψει παντελώς. Το εγώ είναι ο αγωγός της Δύναμης. Της τυφλής, της κατά καιρούς ανερμάτιστης. Της ρηξικέλευθης και αναγεννησιακής ταυτοχρόνως. Γι’ αυτό και ο φορέας της παραπαίει συνεχώς, ουδέποτε όμως σωριάζεται στο έδαφος του δράματος. Εξ ου και ο θαυμασμός που του οφείλουμε. Από μια άποψη είναι ο θαυμασμός γι΄ αυτό που είμαστε εμείς, οι άλλοι του διπλανού αφηγήματος, εφ΄ όσον ο Χέρτσογκ δεν είναι τίποτε άλλο παρά κάτι τι από εμάς τους ίδιους. Σε μας άλλωστε απευθύνει κατεξοχήν τις δεκάδες των μανικών επιστολών του κι όχι στους επώνυμους παραλήπτες τους, μεταξύ των οποίων είναι ο Θεός. Οι εν λόγω επιστολές είναι σινιάλα διάσωσης. Ένας ακόμη άτυχος συμπάσχων στη μαρξιστική κοιλάδα των δακρύων επιδιώκει τη βοήθεια μας. Η αριστουργηματική σύνθεση οδηγείται σε πιθανώς αίσιο πέρας: ο Χέρτσογκ θα βρίσκει πάντα σωτήρια, ήτοι ευήκοα ώτα. Αυτά των εκατοντάδων χιλιάδων αναγνωστών του. Η μετάφραση αντιμετώπισε με θάρρος και γνώση τις αμέτρητες δυσκολίες του πρωτοτύπου. Άξιος ο μισθός της.