«…μια γλυκειά θουριγγική ημέρα…»
(Από το βιβλίο, σελ. 369)
Οι δυσκολίες προσαρμογής των επήλυδων, οι παραγωγικές ή απέλπιδες περιηγήσεις τους ανά τον κόσμο, οι αναπόφευκτες μακροχρόνιες ή περιορισμένης διάρκειας εγκαταστάσεις τους σε καταναγκαστικά πάντως τοπία, τα σύνδρομα της προσωρινής ή τελεσίδικης απόρριψης και οι μικρές ή μεγάλες νίκες στο κύριο σώμα ή στο περιθώριο της επιθετικής συνήθως καθημερινότητας, τις οποίες βιώνουν οι φερτοί σε διαχρονική κλίμακα, συγκαταλέγονται, ως γνωστόν, στα πρωτογενή υλικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σε τέσσερις λέξεις φρονώ ότι αποτυπώνεται θαυμάσια το συναφές άγος: «Denn Bleiden ist nirgends». Ο εν λόγω αφορισμός απαντά στην «Πρώτη Ελεγεία του Ντουίνο» του γεννημένου στην Πράγα, ακαταπόνητου νομάδα Rainer Maria Rilke (1875 – 1926) και πρόχειρα πάει να πει «δεν υπάρχει τόπος για να ζεις». Αφορά, μεταξύ άλλων, τους επώνυμους ή μη συμπατριώτες του ποιητή, οι οποίοι γεννήθηκαν εκτός των σημερινών ορίων του γερμανικού κράτους, διέβλεψαν εν καιρώ τις αδυναμίες του, το κατέκριναν, το εξήραν, το αμφισβήτησαν, το κατήγγειλαν και ορισμένοι από αυτούς, με τις διακεκριμένες εμπεδώσεις στο χώρο τους, το δόξασαν εκόντες άκοντες.
Άλλοι πάλι επεχείρησαν μιαν ολόκληρη ζωή να συμφιλιωθούν με τον εθνικό μητρικό κορμό και βίωσαν παρατεταμένους εσωτερικούς διχασμούς. Ακυρώνοντας ή επιβεβαιώνοντας συμπλέγματα ανωτερότητας ή αντιθέτως κατωτερότητας, επικροτώντας ή απορρίπτοντας τις δομές της χώρας τους, ορισμένοι δημιούργησαν σημαντικές σχολές σκέψης και γραφής. Ας αναφέρω ενδεικτικά μόνον τρεις, δηλαδή τον Αρθούρο Σοπενχάουερ (1788 – 1860), τον Γκύντερ Γκρας (1927 – 2015), στον οποίο απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ το 1999, και τον λιγότερο δημοφιλή στο ελληνικό κοινό, τον πολύπλαγκτο φυγάδα – νομάδα Ούβε Γιόνζον (1934 – 1984), ο οποίος τιμήθηκε με την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση της Δυτικής Γερμανίας, «Γκέοργκ Μπύχνερ», το 1970, και το βραβείο «Τόμας Μαν», του Δήμου Λύμπεκ, το 1979. Οι δύο πρώτοι γεννήθηκαν στο χανσεατικό Ντάντσιχ, δηλαδή το σημερινό Γκντανσκ, ενώ ο τρίτος στο Κάμμιν της Πομμερανίας, το σημερινό Καμιέν. Και οι δύο πόλεις ανήκουν πλέον στην Πολωνία.
Ο Ούβε Γιόνζον προώθησε σημαντικές αλλαγές στην αφηγηματική στρατηγική, αναγόμενος διαρκώς στο διευρυμένο διάστημα, στο μείζον πεδίο των φαινομένων και των συστατικών τους, εκεί όπου ο ανθρώπινος βίος, αναλυόμενος ή αυτοαναλυόμενος, αποκαλύπτει «απρόσιτα» μυστικά, καταλυτικές εμμονές και απώτερους εφιάλτες. Μάλιστα στο Τρίτο βιβλίο για τον Άχιμ (1961) προβάλλεται κατά τρόπο συνοπτικό και ιδιαζόντως μεθοδικό η φυλετική αγωνία των ομαίμων του συγγραφέα, όπως βιώθηκε δυο-τρεις δεκαετίες πριν από την κατεδάφιση του «Τείχους του αίσχους», το οποίο έτεμνε το Βερολίνο και κατ’ επέκτασιν ολόκληρη τη χώρα Καντ σε δύο απολύτως διακριτά στρατόπεδα ηθικής. Εκείνης που υποστήριζε αναφανδόν στο ανατολικό τμήμα τη σταδιακή μετάλλαξη του ανθρώπου σε μια καλογυαλισμένη μηχανή ενός ουτοπικού, όπως πανηγυρικά αποδείχτηκε, «σκληρού σοσιαλισμού» και της άλλης, στον δυτικό τομέα, η οποία υπερθεμάτιζε τα οφέλη και τα πλεονεκτήματα, στα οποία πρόσβλεπε η ταχύτατη δημοκρατική ολοκλήρωση.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο πολυνίκης ποδηλάτης Άχιμ Τ, συνιστά την μυθιστορηματική εκδοχή του Γκούσταβ Άντολφ Σουρ, γνωστού επίσης και ως «Ταίβε», που συγκαταλέγεται στους αστέρες του αθλητισμού, τον οποίο σχεδόν υστερικά προώθησε η Ανατολική Γερμανία. Πλαισιωμένος από τον δυτικογερμανό δημοσιογράφο Καρς και την δημοφιλή ηθοποιό Κάριν, πρώην σύντροφο του τελευταίου, ο Άχιμ Τ. οδηγεί μια κούρσα εξομολογήσεων, ανακρίσεων, συνεντεύξεων και «αυθόρμητων» καταθέσεων, οι οποίες ενίοτε υπονομεύουν την αντικειμενική πλευρά της πραγματικότητας. Η άλλη, η επινοημένη δηλαδή πραγματικότητα συνιστά τον δεύτερο πόλο των αφηγηματικών αναδιπλώσεων. Το πρόσωπο υποδύεται δυνητικές υπάρξεις, οι ηθελημένες διαστρεβλώσεις των δεδομένων ποικίλλουν. Το παιχνίδι της αλήθειας και του καλοστημένου ψεύδους παίζεται έως το τέλος του βιβλίου. Η νιτσεϊκή αρχή «δεν υπάρχουν γεγονότα παρά μόνον ερμηνείες» υπαγορεύει εν ολίγοις την διηγητική αποτύπωση. Αποτέλεσμα: ο Καρς δεν θα μπορέσει να βιογραφήσει το ίνδαλμα των ποδηλατιστών, η Κάριν δεν θα ολοκληρώσει την περί αυτού «αδιαμφισβήτητη άποψη».
Με δεδηλωμένη την επιδίωξη του Βάλτερ Ούλμπριχτ (1893-1973), του πρώτου δηλαδή γραμματέα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, να πάρει «άριστα» στις εξετάσεις του αμείλικτου σοβιετικού φροντιστηρίου, ο ποδηλάτης – θαύμα απορροφά, ως στρατευμένο πειραματόζωο, όλη την κομματική πίεση, προκειμένου να αναδειχθεί σε ήρωα, σε φάρο του καταπιεστικού, αλλά συνεπούς στις αρχές του καθεστώτος. Το αντίπαλον δέος στο δυτικό μέρος, συνασπισμένο με τους Ευρωπαίους εταίρους του, προχωρώντας στην αναδιάταξη της γηραιάς ηπείρου, χρειάζεται τον Άχιμ Τ. και τους ομοίους του, όχι ασφαλώς σαν παράδειγμα προς μίμηση, αλλά σαν αντικείμενο εργαστηριακής μελέτης. Η υπέρτατη αθλητική επίδοση τίθεται στην υπηρεσία του κοινωνιολογικού ειδέναι. Μεταπολεμική, διχοτομημένη Γερμανία, ενοχές και μετεμφυλιακά άγχη, αταβισμός, ψυχροπολεμικές τεχνικές και λαμπρά φυλετικά κεκτημένα: ο ποδηλατιστής παραδόξως επιζεί, θριαμβεύει και αμείβεται ανάλογα. Η περιώνυμη νιτσεϊκή κριτική, «έχουμε και πάλι να κάνουμε με την υπερβολική αφέλεια του ανθρώπου, που συνίσταται στο να θέτει τον εαυτό του σαν νόημα και μέτρο της αξίας των πραγμάτων» (βλ. Η θέληση για δύναμη, μετάφραση – επιμέλεια Ζήση Σαρίκα, εκδόσεις Νησίδες 2001), που τάραξε λίγες δεκαετίες πριν τους συμπατριώτες του και όχι μόνον, τον αφήνει παντελώς αδιάφορο.
Άλλωστε, για να χρησιμοποιήσουμε την καφκική ορολογία, ο συγκεκριμένος υπέρ αθλητής έχει το προνόμιο (ή δικαίωμα ) όχι μόνον να εισέρχεται στον Πύργο του Κόμητος – γραμματέως Βάλτερ Ούλμπριχτ, ως ένας άλλος αγγελιαφόρος – φτερωτός δρομέας Βαρνάβας, αλλά και να εκφράζει στην πράξη την επιτυχή υλοποίηση του προγραμματισμού δράσης όλων αυτών των απογόνων των Κλαμμ, Ερλάνγκερ και Μπύργκελ, δηλαδή των Διευθυντών και Αρχιγραμματέων του Πύργου του ανατολικού «παραδείσου». Από την άποψη αυτή ο Άχιμ Τ. είναι η απόλυτη αλήθεια. Η θεμελιώδης ενότητα «denken» και «dichten», δηλαδή σκέπτεσθαι και ποιείν, την οποία ο Μάρτιν Χάιντεγκερ θέσπισε ως ύπατη αρχή του βίου, αντανακλάται επιτέλους άμεσα στο παράδειγμα της αυταπάρνησης του Άχιμ Τ.
Η αποκάλυψη όμως της ένταξης του στην χιτλερική νεολαία, που ανακαλεί ευθέως την ανάλογη στάση του προαναφερομένου Γκύντερ Γκρας (βλ. ειδικότερα το έργο του Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι, από την ίδια μεταφράστρια, στις εκδόσεις Οδυσσέας, 2007), η επαφή του με τις δυνάμεις κατοχής, αλλά και η αναπόφευκτη συμμετοχή του σε εξεγέρσεις κατά του Πύργου και των συμφραζομένων του πανίσχυρου status quo δυναμιτίζουν τελικά την ειδυλλιακή εικόνα. Τα υλικά της συναισθηματικής κατεδάφισης αποδεικνύονται όμως πρώτης τάξεως μέσα για το χτίσιμο του άριστα οργανωμένου αυτού μυθιστορήματος.
Η μετάφραση λογίζεται εύστοχη, οι δε λειτουργικές υποσημειώσεις της, σε συνδυασμό με το διεξοδικό επίμετρο, συνδράμουν πολλαπλώς στην κειμενική απόλαυση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ