Με άξονα την ατομική του συγγραφική βούληση, ο W. G. Sebald επιλέγει επιμελώς, όπως άλλωστε συμβαίνει κατά κανόνα με τους λογοτέχνες – ταξιδιώτες, τους χώρους εκείνους, οι οποίοι φαίνεται ότι αρμόζουν απολύτως ή σχεδόν απολύτως στην ιδιοσυγκρασία του. Εμμέσως πλην σαφώς ο εν λόγω συγγραφέας-αναχωρητής παραδέχεται ότι το ταξίδι παραμένει το μέγα πρόσχημα. Γι’ αυτό και διακρίνει, υπομνηματίζει και αναδιατυπώνει τα τοπία της αραιοκατοικημένης κομητείας του Νόρφολκ και του Σάφφολκ, στην ανατολική ακτή της Αγγλίας, ως παραγράφους, ως κεφάλαια ενός αναστοχαστικού, ευρύτερου κειμένου, το οποίο ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί από ορισμένους ειδικούς ακόμη και νεωτερικό «μυθιστόρημα». Ο αφηγητής, ο ταξινόμος της ειδοποιού θέας εισπράττει αβίαστα τον λεγόμενο αλλότριο χώρο ως να ήταν φυσιολογική, δηλαδή ψυχοσωματική προέκτασή του. Με άλλα λόγια σαν να ήταν ολόκληρη η παραπάνω κομητεία παλαιό κτήμα, το οποίο του είχε παλαιότερα αφαιρεθεί, και τώρα έρχεται από μόνο του να υπαχθεί και πάλι στην διακριτική δικαιοδοσία του. Τα πορίσματα αυτής της στοχαστικής επεξεργασίας του δεδομένου χωρόχρονου διακρίνονται αμέσως από τη διδακτική τους προοπτική. Έτσι το κειμενοτοπίο των Δακτυλίων του Κρόνου προβάλλει κυρίως ως κώδικας της διαχρονικής ιλαροτραγωδίας του ανθρώπου. Εξ ου και οι καθηλωτικοί, ρηξικέλευθοι ορισμοί σαν αυτόν που βάζει στα χείλη μιας ετοιμοθάνατης αυτοκράτειρας της μακρινής-κοντινής Κίνας: «Αναψηλαφώντας το παρελθόν, είπε, συνειδητοποιώ τώρα ότι η Ιστορία δεν αποτελείται παρά μόνο από συμφορές και τους πειρασμούς που σαρώνουν τη ζωή μας σαν τα κύματα, όταν σκάζουν πάνω στην ακτή της θάλασσας, έτσι ώστε όσο διαρκούν οι ημέρες μας πάνω στη Γη να μην υπάρχει ούτε μία στιγμή που να είναι πράγματι απαλλαγμένη από τον φόβο.» (Ιδέτε σελ. 174)
Η αναψηλάφηση του παρελθόντος και η απαρίθμηση των δεικτών του παρόντος οδηγεί ενίοτε σε κατάσταση μέθεξης. Το έξω εισβάλλει ως αναμφισβήτητος κυρίαρχος στο ένδον. Αναφέρομαι στο «Σύνδρομο Σταντάλ». Παραθέτω ενδεικτικά: «…λες και ταξιδεύαμε πάνω σε ήρεμα, κελαρυστά νερά[…] Ένιωθα σαν να μην πατούσα καν στη γη – ένα συναίσθημα που έχω να το νιώσω από τα παιδικά μου χρόνια, όταν είχα την ικανότητα να αιωρούμαι μια σπιθαμή πάνω από το έδαφος[…] μα ξάφνου ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά σύγκορμο[…] Η αίσθηση ότι βρισκόμουν σε έναν τόπο που ο λόγος της ύπαρξής του εκτεινόταν πέρα από τα όρια του αισθητού κόσμου ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο όταν μπροστά μου είδα να ορθώνονται κάθε λογής κατασκευές που έμοιαζαν με ναούς και παγόδες – αδύ6νατον να τις συνδέσω με στρατιωτικές εγκαταστάσεις.» ( Ιδέτε σελ. 212 επ.). Παραβάλλω τη συναφή εξομολόγηση του Σταντάλ: «Είχα ήδη περιέλθει σε ένα είδος έκστασης από τη σκέψη και μόνο ότι βρισκόμουν στη Φλωρεντία, και από το γεγονός ότι βρέθηκα τόσο κοντά σε σπουδαίους άνδρες των οποίων τους τάφους μόλις είχα αντικρίσει. Απορροφημένος όπως ήμουν από τη θέαση της ανυπέρβλητης ομορφιάς, την παρατηρούσα από κοντά, την άγγιζα κατά κάποιον τρόπο. Είχα φτάσει σε εκείνο το συναισθηματικό σημείο όπου οι ουράνιες συγκινήσεις που χαρίζουν οι Καλές Τέχνες ανταμώνουν με τα αισθήματα του πάθους. Βγαίνοντας από την Σάντα Κρότσε, μ΄ έπιασε ταχυπαλμία…· η ζωή είχε χαθεί από μέσα μου, προχωρούσα με το φόβο ότι θα σωριαστώ.» (Ιδέτε Ντέιβιντ Λίβιτ, Φλωρεντία, «Μεταίχμιο», σελ. 36 επ.).
Αποτίοντας φόρο τιμής, μεταξύ άλλων, στη μυθοπλαστική συνεισφορά του Μπόρχες και του Κόνραντ, ο W. G. Sebald συνδέει συνειδητά τη λογοτεχνία της περιπλάνησης με την ολιστική ή ενιαία δημιουργική γραφή.