Δευτερολογία
Έπιασε το πόμολο της εξώπορτας, το ζύγισε στην παλάμη του. Με το που άρχισε τη δευτερολογία του η πόρτα έκλεισε. Η αίθουσα ήταν άδεια. Δεν υπήρχε δικαιολογία ούτε για το ταξίδι, ούτε για την επιστροφή. Κλειδωμένος στην έσχατη λογική συνέπεια της φωνής του που δεν έβγαινε, κούνησε απειλητικά τα χέρια του σε ό,τι τον είχε φέρει εδώ για να τον εγκαταλείψει, σε ό,τι θα μπορούσε να λεχθεί και δεν υπήρχε κανείς, ούτε να το πεί, ούτε να τ΄ακούσει. Μόνο εικόνες κρεμασμένες στους τοίχους να μην φαίνονται. Ξαφνικά σταμάτησε. Έπιασε με τα χέρια του το στόμα του εφιάλτη, το τέντωσε μέχρι που άκουσε τις δέσμες των μυών να σπάνε, τις χρονικές αρτηρίες να εκτινάσσονται. Από το σκοτωμένο αίμα σχηματίσθηκε μια πεταλόμορφη καμάρα. Χωρούσε ολόκληρος. Ήταν ξανά αγέννητος. Δεν υπήρχαν ούτε ταξίδια, ούτε επιστροφές, ούτε φωνή. Η μάνα ζούσε.
Εις άτοπον απαγωγή
Είχε κάνει μεγάλη πληγή. Είχε πέσει σε ατόπημα. Σίγουρα έτρεχε. Έφταιγε ο χρόνος που είχε στη διάθεσή του να πάρει τις αποστάσεις του, πριν τον αγγίξουν τ’ όνειρά του ή απορροφήθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη και τόπος δεν υπήρχε ;Πολλοί καιροί μαζεύτηκαν. Καθένας με την κρίση του. Ακέραιος κανείς. Δεν ήταν μόνος. Ο καθένας στον καιρό του, πηγαίνει γυρεύοντας τον κόσμο τον δικό του. Όσοι τον βρίσκουν τον μισούν, όσοι ξεφεύγουν πέφτουν.
Πολλά τα ατοπήματα, ένα για τον καθένα, και δεν υπάρχει τόπος για κανέναν.