Μεγάλη Άρκτε, κατέβα, δασύτριχη νύχτα,
θυσανωτό αγρίμι, με γερασμένα μάτια,
αστροκέντητα.
Στο ουράνιο ρουμάνι ανοίγουν δρόμο τα ίχνη σου λάμποντας
με νύχια αστέρινα.
Σε επιφυλακή εμείς για τα κοπάδια,
μα απ’ τη θωριά σου τόσο μαγεμένοι,
καχύποπτοι
απέναντι στ’ αποσταμένα σου μεριά
και τα κοφτερά, μισόγυμνα δόντια σου,
γριά αρκούδα.
Κουκουνάρι ο κόσμος σας
κι εσείς, οι φολίδες του.
Το σπρώχνω, το κλωτσώ
απ’ τη μια άκρη του δάσους στην άλλη,
το μυρίζομαι,
το μελετώ γλείφοντας το στο στόμα,
το γραπώνω με τα πόδια μου.
Φοβηθείτε ή μη φοβηθείτε, όμως
μια βοήθεια ρίξτε στο τάσι
και πείτε ένα λόγο καλό στον τυφλό αρκουδιάρη,
να κρατά το ζώο δεμένο απ’ το λουρί.
Και βάλτε μπόλικα μπαχαρικά στο αρνί.
Γιατί ετούτη η αρκούδα κάποτε μπορεί
απ’ το ζυγό ν’ απαλλαγεί, να πάψει πια απλά να απειλεί
και να πάρει στο κυνήγι
όλα τα κουκουνάρια
που έπεσαν από τα δέντρα τα ψηλά,
τα φτερωτά,
που εξέπεσαν απ’ τον Παράδεισο.