Διαστασιολόγησης απόπειρα του αδιάστατου
H Ελένη (Λιντζαροπούλου) διερευνά τη λογοτεχνική διάσταση –από θεολογική κυρίως ματιά αλλά ευτυχώς όχι μόνο– μιας άλλης Ελένης, της συγγραφέως Ελένης Λαδιά, την οποία αποκαλεί “Φέγγουσα κόρη” στο ομότιτλο βιβλίο της.
Φέγγουσα δια των λέξεών της, ναι, πασιφανέστατα, πυγολαμπίδων σμήνη γαρ.
Κόρη, ναι, ως κόρη της Ευδοξίας και του Γεωργίου Λαδιά, ως τιμημένης κόρης των γραμμάτων (δύο Κρατικά βραβεία, βραβείο Ουράνη), ως κόρης των σπουδών της (αρχαιολογία και θεολογία), ως κόρης της Ελευσίνας, της Δήμητρας, των Ορφικών, κόρης των λέξεων μέσα στην Καθαρή Γλώσσα, αλλά και ως Κόρης με το Κ κεφαλαίο για μένα, αντίστοιχης ενός αρχαίου Κούρου, ως άλλης Κόρης του Ευθυδίκου [1], εκείνης, στο Μουσείο της Ακρόπολης, από εκλεκτό Παριανό μάρμαρο, της Λαδιά, στο Διαδραστικό Μουσείο του Γλωσσικού Γίγνεσθαι, από ατόφιο πεζογραφικό ογκόλιθο, σμιλευμένης με το χέρι της φαντασίας τόσο τέλεια, ώστε οι παραπόταμοι στα ακάλυπτα μέρη του σώματός της –όπου είναι ορατοί– να μην είναι ξεκάθαρο αν είναι αρτηρίες μυθοπλαστικού αίματος ή φλέβες πραγματικού.
Όσο για εμένα και την Ε. Λαδιά πού και πώς συναντηθήκαμε; Εκεί που τη συνάντησε και η Λιντζαροπούλου. Μέσα στη ζωντάνια, την παραστατικότητα, τη γλώσσα, την ποιητικότητα, την ενέργεια των βιβλίων της. Διαβάζοντάς τα μεταφέρομαι στον τόπο και στον χρόνο τους, εκεί ακριβώς που βρίσκεται και εκείνη. Διαπίστωσα λοιπόν ότι γνωριζόμαστε από την εποχή της Τροίας, από την Εποχή του Χαλκού, ότε μετά τον βαρύ «Χάλκινον ύπνον» [2] εμφανιστήκαμε πάλι στο προσκήνιο. Ξεκινήσαμε με «Αποσπασματική σχέση» [3], η οποία λάμβανε χώρα με σποραδικές συναντήσεις στο σπίτι που άφησε φεύγοντας ο «Χι ο Λεοντόμορφος» [4]. Εκείνη ερχότανε χωρίς βιασύνη, αφού όπως εξιστορείται(;) στην «Ωρογραφία» [5] συχνά μονολογούσε:
{Γιατί λοιπόν βιάζομαι τόσο για το μέλλον μου, αφού το απώτατο σημείο του μέλλοντός μου θα είναι το παρελθόν μου;}
Εκεί κάναμε τη «θητεία» [6] μας. Την άκουγα να μου διαβάζει αποσπάσματα από το πόνημά της «ο έτυμος λόγος» [7], ύστερα ήρθαν αναπάντεχα «Ποταμίσιοι έρωτες» [8] και όπως συνήθως γίνεται, ακολούθησε η φυγή με τη μακρά απομόνωση της νέας στο σπίτι στο βουνό, κοντά στο νεκροταφείο, με τον Φρειδερίκο στην αρχή και μετά με τον Ιωάννη και την κλίμακά του («Φρειδερίκος και Ιωάννης» [9]). Ακολούθησε η ολιστική της επαφή με το δισυπόστατον του «μαύρου Ερμή» [10] και τα χελιδονόψαρα και κατόπιν αυτού (ή πριν, αφού ο χρόνος έγινε σχετικός για εκείνη) μπορούσε να μετέχει ως κριτής στις τελετές της «φυλής Ωμέγα» [11]. Αγιογράφησε την κατακόμβη της «Αγίας Ευσπλαχνίας» [12] και μετά από πολυετή μοναστική ζωή, αξιώθηκε τον τίτλο «η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι» [13]. Τότε άρχισε μία νέα περίοδος. Αλλαγή σπιτιού για λίγη ηρεμία, αλλά πού! Εμφανίζεται ξαφνικά ο Ευμένης με τις αναζητήσεις και τη λογική του στο πάνω πάτωμα, να σου και «η Ταραντούλα» [14] να αλωνίζει στο κάτω, προσπαθώντας να ψυχολογήσει τη Στρατονίκη, ιδού και η ζωή να τρέχει έξω, στο δρόμο. Φυγή ξανά. Διαμονή στο σπίτι «Η Χάρις» [15], με την Ουρανία και τον Ιεροκλή, όπου όλα μπήκαν για λίγο σε μια φανταστικά ταξινομημένη παράλογη λογική, μέχρι τη δολοφονία της μικρούλας όλο χάρη με το όνομα Χάρις. Από εκεί και μετά οι ανατροπές άρχισαν να έρχονται η μία μετά την άλλη, λες και άνοιξε «ο Ονειρόσακκος» [16]. Ήρθαν και άλλες εμπνεύσεις, άλλες συνειδητοποιήσεις και άλλες επιλογές.
Αποκαμωμένη, η Ελένη επέστρεψε εις τα μήτρια εδάφη, εις «τα άλση της Περσεφόνης» [17], όπου τεκμηρίωσε εντός της την ταύτιση μητέρας και κόρης. Στον γάμο της με τον «εξ’ Αιγύπτου» [18], έλαβε ως προίκα το χάρισμα να διακρίνει τις συναντήσεις Δήμητρας και Περσεφόνης ακόμα και μετά από εκατοντάδες χρόνια, με τις εκάστοτε ενσαρκώσεις τους, όπως τότε, εκεί που κατοικούσαν «οι θεές» [19]. Τα διαδραματισθέντα –ή μήπως προκληθέντα;– ευτυχώς καταγράφονται σε βιβλίο. Με επιρροές από τα ως τώρα δισυπόστατα, αναδύεται από το υποσυνείδητο «η Φερέοικη» [20], όπου μαζί με τη συγγραφέα συνθέτουν ένα ντοστογιεφσκικό ψυχογραφηματικό αριστούργημα. Από τον έσω κόσμο έρχεται και ο Αριστοκλής ο Πνευματοφόρος και βρίσκουν επιτέλους θέση στη ζωή της «το άγιο περιστέρι και ο Κορυδαλλός οδύνης» [21], προκαλώντας ολική επαναφορά στο παρόν. Στη διαμόρφωση τού «τώρα» μετέχουν (ή απλώς το παρακολουθούν) «Θεοφόροι και Δαιμονοφόροι» [22], δηλαδή άνθρωποι, κάθε λογής. Αναμενόμενη η απαραίτητη ανάπαυλα μετά από όλα αυτά για απολογισμό και ξεκούραση. Φευ! Ανάπαυλα; Άγνωστη λέξη για τη Λαδιά. Στρώσιμο ξανά για γραφή και καταχωρίσεις στο εξομολογητάρι «Η εσωγραφία μιας πεζογράφου» [23], δηλαδή στην εσωγραφία της Φέγγουσας Κόρης.
Θα διηγηθώ ένα περιστατικό που ενισχύει το φέγγος, τη φεγγοβολιά της. Θυμάμαι –ή μπορεί και να το ονειρεύτηκα– ότι λίγες δεκαετίες μετά το 600 π.Χ., συναντήσαμε επί τούτου τον Σχιζοφρενικό Θεό [22] στο εργαστήρι του κεραμέα Εργοτίμου. Από τις φέγγουσες συζητήσεις μεταξύ Εκείνου και της Ελένης, ο συνεργάτης του Εργοτίμου αγγειογράφος Κλειτίας εμπνεύστηκε τις αθάνατες παραστάσεις που σχεδίασε σε κείνον τον ελικοειδή μελανόμορφο κρατήρα, ο οποίος ταξίδεψε αρτιμελής από την Αττική στην Ιταλία και βρέθηκε –καθόλου τυχαία– αιώνες αργότερα από τον Αλεσάντρο Φρανσουά. Χώμα και νερό. Χέρια τεχνίτη; Αγγείο. Λέξεις και χαρτί. Χέρια τεχνίτη; Λογοτεχνία. Ενώ εγώ μάθαινα και ερωτευόμουν την Αγγειοπλαστική και την Αγγειογραφία, η Ελένη πετούσε στις ζωφόρους του και ερωτευόταν την Πεζογραφία. Αργότερα φανέρωσε (λέξη με ρίζα το φως) εμμέσως την εμπειρία της αυτή, με τις «παραστάσεις κρατήρος» [23].
Φέγγουσα. Μόνο από την όψη; Σαφώς όχι. Γιατί και το Φάος-φως σχετίζεται με το φημί. Φωτίζουσας άρα και κατά την ομιλία, όπως η κόρη του Ευθυδίκου. Αν είσαι ανοιχτός σου μιλάει, είναι ομιλούσα η Κόρη, όπως η συγγραφέας, λαλίστατη, φθέγγουσα. Έτσι εξηγείται το πόσο επιτυχημένος είναι ο χαρακτηρισμός φέγγουσα, αφού παραπέμπει και στο φθέγγουσα. Διαβάζοντάς την, εξελίχτηκε εντός μου ως Λάμπουσα Κόρη και στη συνέχεια μέσω του γλωσσικού της φωτός εδραιώθηκε στο είναι μου ως Κόρη Υπέρλαμπρη.
Το βιβλίο της Ελένης Λιντζαροπούλου (Ε.Λ. τα αρχικά, όπως και Ε.Λ. τα αρχικά της συγγραφέως) «Η Φέγγουσα κόρη», περιλαμβάνει υπέροχα κείμενα που έγραψε για το έργο της Ελ. Λαδιά από το 2005 ως το 2020, όπου φιλοξενούνται ακόμη η εργογραφία και μία μικρή συνέντευξή της, απαραίτητα για να σχηματιστεί με αρτιότητα μία πρώτη εικόνα.
Λόγω της αγάπης της Λιντζαροπούλου για την πεζογράφο και του έκδηλου θαυμασμού προς τα έργα της, διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι μεροληπτικό και εγκωμιαστικό προς την Ελένη Λαδιά.
Αν όμως το διαβάσει κάποιος που έχει έλθει σε επαφή με το έργο της, πιθανότατα θα πει: «και λίγα λέει».
Η Λιντζαροπούλου επέλεξε να αφήσει αυτούσια τα δημοσιευμένα, φέροντα την υπογραφή της, κείμενα. Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί η εντιμότητα μεροληψία; Μετά από τόσο σκάψιμο στα έγκατα του γλωσσικού όρους της Λαδιά, μετά από τόση επιμονή και υπομονή για ανακάλυψη του κρυμμένου σπανίου “γλωσσικονοηματικού” μεταλλεύματος, πώς να μην επικροτήσεις την εργατικότητα, τη διαίσθηση και την προσήλωση, πέρα από την επιστημονική μεθοδολογία;
Και τούτο το βιβλίο, είναι μόνο η αρχή. Γιατί ή Λαδιά λέει πολλά και σημαίνει περισσότερα, σε κάθε χρονική στιγμή. Ως και οι χρόνοι ενοποιούνται, συμπλέκονται μέσω της γλώσσας και ο ένας περιχωρείται εντός του άλλου, όπως ο Ομηρικός παρακείμενος (του ρήματος γίγνομαι) που φλερτάρει με τον ενεστώτα:
{… παρακείμενος με την σημασία ενεστώτος. Γέγωνα, φωνάζω μέχρι να ακουσθώ… γέγωνα, γέγωνα…} [24]
«Γέγωνα» φωνάζει η συγγραφέας, αλλά «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» [25]. Γιατί; Από το 1994 (εκδόθηκε το 1998) εξομολογείται:
{Να χαθώ, να εξαφανισθώ στην λέξη, στην ετυμολογία και στην μεταμόρφωσή της. Δεν αντέχω πλέον την σύγχρονη ανοησία, τους ατελέσφορους διαλόγους, την εκμυστήρευση και τη θλίψη.} [26]
Είναι τέτοιας ποιότητας η καρποφορία της επανόδου της στην πραγματικότητα μετά από την εξαφάνισή της στη λέξη, που μαγεύει, όπως λ.χ. όταν ενθέτει σε διάφορα σημεία του λόγου της γλωσσικά-ετυμολογικά, ιστορικά, μυθολογικά, αρχαιολογικά, θεολογικά, κοινωνιολογικά στοιχεία, που συχνά στέκεσαι να πάρεις ανάσα αναλογιζόμενος το τι μόλις διάβασες. Ιδού ένα παράδειγμα ετυμολογίας για μια λέξη τόσο γνωστή αλλά με τόσο άγνωστη προέλευση: η λέξη πατέρας.
Πώς το λογοτεχνικό της ένστικτο εντόπισε την αφετηρία της στον ανθό και στον καρπό;
{Άνθινον είδαρ ονομάζει ο Όμηρος τον καρπό του λωτού. Είδαρ εκ του έδω που σημαίνει τρώγω, εξ ου και το έδεσμα σκέφτηκα… Έδω, πατέομαι, αιρέω δείπνον, όλα σήμαιναν τρώγω. Και ιδού η θαυμάσια ρίζα πα-, εξ ου και πατέρας, ο τροφεύς.} [27]
Έτσι είναι οι σπουδαίοι συγγραφείς. Δεν λέω οι «μεγάλοι», η λέξη λόγω της φθοράς της είναι ασήμαντη μπροστά της. Ζουν ταυτόχρονα σε διάφορα σύμπαντα (δεν ξέρω αν είναι Ευκλειδείως παράλληλα). Δια στόματος Λαδιά:
{Κάποτε, στα φοιτητικά μου χρόνια, κάποια πλανόδια γύφτισσα μου είπε: «Έχεις στο χέρι σου το σημάδι της διπλής ζωής».} [28]
Προϋπόθεση για συγγραφή ουσίας η παρουσία εδώ, ταυτόχρονα με την παρουσία εκεί. Αλλιώς: Η διαρκής αναζήτηση του Όντος από το Μη Ον, και ταυτόχρονα η ακούσια –έστω και περιστασιακή– μετάβαση του Όντος στο Μη Ον, σε ένα Παρμενίδειο –όχι status αλλά– διαρκές κυνηγητό στην αλάνα του Χρόνου. Μελετώντας σοβαρά το πλουσιότατο έργο της Λαδιά, διαισθάνεσαι με το πλήρωμα του αναγνωστικού χρόνου πως εκείνη έχει πρόσβαση σε πολλές διαστάσεις, δεν κινείται μόνο σε τέσσερις. Αν αντέξεις το βάρος του βλέμματος της Φέγγουσας Κόρης, θα τη δεις να αναδύεται στο υπερπέραν. Αν θελήσεις να βρεις σε ποιες διαστάσεις αναλύονται οι γήινές της συντεταγμένες, θα συναισθανθείς εν τέλει το μυστικό: Η Λαδιά διαστασιολογείται στο αδιάστατο.
Η γραφή είναι αξεχώριστη από αυτήν, αλλά όχι έτσι, γενικά. Ομολογείται από την ίδια αυτό που από την πρώτη επαφή με τις λέξεις της υποψιάζεται και αργότερα επιβεβαιώνει ο αναγνώστης. Η γραφή, είναι για την Ε.Λ. αίσθηση, κανονική, όπως οι άλλες πέντε:
{Επειδή γράφω από πολύ μικρή, …, θεωρώ την γραφή αυτονόητη, σαν τα μάτια και τα αυτιά μου. Με την όραση και την ακοή είχα και καλά και άσχημα. Έτσι φαντάζομαι θα συμβαίνει και με τη γραφή}. [29]
Πώς μπορεί η γραφή να βρει και να «άρει» τον σταυρόν αυτής, πώς δηλαδή μπορεί να ανυψωθεί σε «+γραφή», συγγραφή; Και αν συμβεί, είναι κάτι τόσο σπουδαίο ώστε να θεωρείται ο συγγραφέας συνομιλητής των Θεών ή απλώς είναι ένα από τα τάλαντα που μοιράζονται στους ανθρώπους; Στη διάρκεια των μαθημάτων που παρείχε η συγγραφέας με την ψυχή της στο Σχολείο των φυλακών Κορυδαλλού, βρήκε την ευκαιρία και άνοιξε την καρδιά της στα φυλακισμένα «παιδιά», αφήνοντας να ξεχυθεί φως προς εκείνα, καθότι τη φαντάζομαι Φέγγουσα να περνά την πύλη και Λάμπουσα να ομιλεί:
{«κοιτάξτε, θα σας πω κάτι θεολογικό», είπες. «Μία η Χάρις, πολλά τα χαρίσματα. Και η συγγραφή είναι ένα από τα πολλά χαρίσματα».
Κι ένιωσαν ξαφνικά όλα εκείνα τα παιδιά με τα μελένια μάτια να ’χουν ισάξια χαρίσματα. Άλλος έπαιζε άξια μπάλα, άλλος ήταν σπουδαίος μάγειρας, άλλος κατείχε την τέχνη του μαραγκού. Κι ομόρφαιναν ετούτες όλες οι χάρες από τον λόγο σου, πλάταιναν, ψήλωναν και ψήλωναν μαζί εκείνοι που τις κατείχαν}. [30]
Μαθήματα ζωής που στηρίχτηκαν στη γλώσσα, στο μέσον της κοινωνίας των ιδεών μεταξύ των ανθρώπων αλλά και μέσον κοινωνίας με τον Θεό. Προσυπογράφω ανενδοίαστα τη σκέψη της κ. Αθανασοπούλου-Κυπρίου, ότι δηλαδή
{κάθε γλώσσα, επομένως και η γλώσσα ενός λογοτεχνικού κειμένου, μπορεί να αποτελεί μυστήριο κοινωνίας με τον Θεό} [31] και δεν θα επιχειρηματολογήσω πέραν της μνείας των αριστουργηματικών εκκλησιαστικών ύμνων και ψαλμών, πανάξιων αντιπροσώπων Ποιήσεως Κορυφαίας.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι η συγγραφέας στερείται ελευθερίας λόγω της “υπερπλασίας” του θρησκευτικού της ενστίκτου. Κάθε άλλο. Δια στόματος ιδίας:
{Στην προσωπική μου ζωή μπορεί να πιστεύω ό,τι θέλω. Η τέχνη όμως είναι ελεύθερη. Η τέχνη δεν αποκλείει τον Θεό, το δόγμα αποκλείει την τέχνη}. [32]
Πέρα από δόγματα, η Ελένη Λαδιά δεν μένει μόνο στην ορθοδοξία, αλλά ερευνά με το ίδιο πάθος και τις αιρέσεις, ανιχνεύει τα μυστήρια εις «το Ιερόν» [33] του Ρούντολφ Όττο με την ίδια ζέση με την οποία μεταφράζει Ομηρικούς και Ορφικούς ύμνους μαζί με τον εκλιπόντα σπουδαίο μας ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα. Μυημένη και η ίδια στα Ορφικά, δεν στέκεται καθησυχασμένη αλλά αναζητεί «Θείον Λόγον» και δεν διστάζει να γραφτεί όψιμα και να πάρει και πτυχίο Θεολογίας από το ΕΚΠΑ. Ακόρεστος η δίψα της γαρ. Πώς συμβιβάζονται όλα τούτα μεταξύ τους; Το αποκαλύπτει εύστοχα η Ελ. Λιντζαροπούλου:
{Από την Ορφική θρησκεία ως τον Χριστιανισμό, η Ελένη Λαδιά μεταβαίνει με την απόλυτη ευκολία της οικειότητας που γεννά η γνώση}. [34]
Γεννά οικειότητα η γνώση και πώς; Με την επικοινωνία. Κάτι που το επικοινωνείς το νιώθεις οικείο. Κάτι με το οποίο επικοινωνείς, πάλι καταγράφεται ως οικείο. Η σπουδαιότητα της γλώσσας. Αυτή την οδήγησε στην ποιητική δημιουργία, στη συγγραφή δοκιμίων, διηγημάτων, μυθιστορημάτων, μελετών, αρχαιογνωστικών και ταξιδιωτικών κειμένων, μεταφράσεων, αυτή οδηγεί το ένστικτό της από την ανάγνωση και την έρευνα ως τη λογοτεχνική συγγραφή, η οποία είναι όλη της η ζωή. Ακάματη, παραγωγικότατη, έχει πολλά παιδιά ως Μάνα-Κόρη. Στην πεζογραφία: δεκαεννέα βιβλία, στην ποίηση-δοκίμια-μελέτες-κ.α. κείμενα: δεκαέξι και στις μεταφράσεις-επιμέλειες: οκτώ, ήτοι σύνολον σαράντα τρία βιβλία και ένα μόλις εκδοθέν, “ασαράντιστο” ακόμη, σαράντα τέσσερα.
Η μυθοπλασία δεν μπερδεύεται με την πραγματικότητα, δεν εισχωρεί σε αυτήν, ούτε γίνεται ομίχλη που ξεγλιστρά αφήνοντας αμφιβολίες για την ύπαρξή της.
Η τεράστια διαφορά της Λαδιά με την πλειονότητα των συγχρόνων της λογοτεχνών (η ηλικιακή γενιά της έδωσε σπουδαίους λογοτέχνες) είναι ότι η μυθοπλασία δεν γίνεται απλώς αλλά είναι η πραγματικότητα για τη συγγραφέα, η οποία όταν συγγράφει, υπάρχει –άλλοτε ενσωματωμένη άλλοτε παρατηρητής– παντού όπου Θεός, Λέξεις, Μύθος, Ιστορία, Αρχαιολογία, Μνήμη, έχοντας προικιστεί με το τάλαντο της προσπέλασης του χρόνου, με την ευλογία της βαθιάς ενσυναίσθησης και την κατάρα(;) της απερίφραχτης φαντασίας, κρατώντας πάντα στο δισάκι της αποκτηθείσα με πολύ κόπο γνώση, χωρίς να παύει να έχει τις κεραίες της υψωμένες προς αναζήτηση περισσότερης, ως γνησία της Αληθείας σκαπανεύς.
Φτάνουν όλα τούτα για να γράψεις σπουδαία λογοτεχνία; Όχι αν δεν έχεις το συγκεκριμένο χάρισμα.
Εκείνη γεννήθηκε με αυτό. Γεννήθηκε Λογοτέχνις.
Και η Ελένη Λιντζαροπούλου με το βιβλίο της, δίδει με αγάπη μια πρώτη, περιεκτική εποπτεία.
Αναφορές
[1] Μουσείο της Ακρόπολης , Κόρη του Ευθυδίκου, μάρμαρο Πάρου, 480 π.Χ. περίπου
[2] Λαδιά Ελένη, Χάλκινος ύπνος, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1980
[3] Λαδιά Ελένη, Αποσπασματική σχέση, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1983
[4] Λαδιά Ελένη, Χι ο Λεοντόμορφος, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986
[5] Λαδιά Ελένη, Ωρογραφία, εκδόσεις Αρμός, 1995, σελ. 14 & Φέγγουσα κόρη, εκδ. Αρμός, 2020, σελ. 145
[6] Λαδιά Ελένη, Η θητεία, οταμίσιοι έρωτες, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996
[7] Λαδιά Ελένη, Ο έτυμος λόγος, εκδ. Αρμός, 1998
[8] Λαδιά Ελένη, Ποταμίσιοι έρωτες, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2002
[9] Λαδιά Ελένη, Φρειδερίκος και Ιωάννης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003
[10] Λαδιά Ελένη, Ο μαύρος Ερμής, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005
[11] Λαδιά Ελένη, Μια τελετή στην φυλή Ωμέγα, βιβλίο Ο μαύρος Ερμής, ό. π., σελ. 97-112
[12] Λαδιά Ελένη, Η κατακόμβη της αγίας Ευσπλαχνίας SANTA CLEMENTIA, βιβλίο Ο μαύρος Ερμής, ό. π., σελ. 31-42
[13] Λαδιά Ελένη, Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006
[14] Λαδιά Ελένη, Η Ταραντούλα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2008
[15] Λαδιά Ελένη, Η Χάρις, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009
[16] Λαδιά Ελένη, Ο ονειρόσακκος, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012
[17] Λαδιά Ελένη, Τα άλση της Περσεφόνης, εκδ. Αρμός, 2014
[18] Λαδιά Ελένη, Εξ’ Αιγύπτου, εκδ. Αρμός, 1995
[19] Λαδιά Ελένη, Οι θεές, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015
[20] Λαδιά Ελένη, η Φερέοικη, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016
[21] Λαδιά Ελένη, Το άγιο περιστέρι και ο Κορυδαλλός οδύνης, εκδ. Αρμός, 2017
[22] Λαδιά Ελένη, Θεοφόροι και Δαιμονοφόροι, εκδ. Αρμός, 2018
[23] Λαδιά Ελένη, Η εσωγραφία μιας πεζογράφου, εκδ. Αρμός, 2019
[24] Λαδιά Ελένη Σχιζοφρενικό Θεό
[25] Λαδιά Ελένη παραστάσεις κρατήρος
[26] Λαδιά Ελένη, Ο έτυμος λόγος, ό. π., σελ. 66
[27] (Ησ. 40,1)
[28] Λαδιά Ελένη, Ο έτυμος λόγος, ό. π., σελ. 63
[29] Λαδιά Ελένη, Ο έτυμος λόγος, ό. π., σελ. 64, 65
[30] Λαδιά Ελένη, Φρειδερίκος και Ιωάννης, ό. π., σελ. 11
[31] Λιντζαροπούλου Ελένη, Η Φέγγουσα κόρη, εκδόσεις Αρμός, 2020, σελ. 255
[32] Λιντζαροπούλου Ελένη, Η Φέγγουσα κόρη, ό. π., 2020, σελ. 90
[33] Αθανασοπούλου-Κυπρίου Σπυριδούλα, Κείμενα για το Τίποτα – Μια συνάντηση θεολογίας και λογοτεχνίας με αφορμή τα κείμενα του Σάμουελ Μπέκετ, εκδ. Αρμός, 2009, σελ 36, μνημονευόμενη δις στη Φέγγουσα κόρη, ό. π., σελ. 67 & 234
[34] Λαδιά Ελένη, Ταραντούλα, ό. π., σελ. 233, & Φέγγουσα κόρη, ό. π., σελ. 143
[35] Ρούντολφ Όττο, Το Ιερόν, πρόλογος και σχόλια Ελένη Λαδιά με τη συνεργασία της Ιωάννας Παπαϊωάννου, εκδ. Αρμός, 2019
[36] Λιντζαροπούλου Ελένη, Η Φέγγουσα κόρη, ό. π., εκδόσεις Αρμός, 2020, σελ. 71
356