You are currently viewing Γιώργος Ρούσκας: Μικιρδιτσιάν Νίκος-Οχάνες, ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ, εκδόσεις Κοράλλι, 2022

Γιώργος Ρούσκας: Μικιρδιτσιάν Νίκος-Οχάνες, ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ, εκδόσεις Κοράλλι, 2022

Όσο περισσότερο οπισθοχωρώ

τόσο περισσότερο βλέπω. (σ.72)

 

 

 

Εικαστικός πρόλογος: ζωηρόχρωμο έργο του ζωγράφου Νίκου Οικονομίδη, ο οποίος δημιούργησε και τα ένθετα εικαστικά στο βιβλίο. Απεικονίζει πολλούς ανθρώπους διαφόρων ηλικιών με μάσκα στο πρόσωπο (μάσκα: μηχανισμός άμυνας απέναντι στον κοροναϊό) να είναι μαζί αλλά και μόνοι, να είναι καθένας στον κόσμο του. Σημειολογικό: υποτονική έως αφαιρετική η παρουσία των ματιών, σε αντίθεση με την κυριαρχούσα παρουσία των χεριών, κεκαλυμμένη δε με μάσκα η πηγή της φλογέρας των λέξεων, το στόμα. Η όλη αίσθηση ωστόσο δεν είναι απογοητευτική αλλά ελπιδοφόρα, χάρη στο δεσπόζον κόκκινο (πυρ), το μπλε (ουρανός, θάλασσα, χρόνος), το πράσινο (γαλήνη, ίασις) και τις μίξεις τους. 

 

Έπεται ο λεκτικός πρόλογος. Αποσαφηνίζει (και μας καλεί να λάβουμε υπόψη) εξαρχής τρεις παραμέτρους:

(α) το εικαστικό λεκτικό τοπίο που θα αντικρίσουμε στους μηχανισμούς άμυνας:

τους χρησιμοποιούμε καθημερινά για να αμυνθούμε απέναντι σε ότι μας φαίνεται απειλητικό, εχθρικό ή δυσάρεστο. Έτσι χρησιμοποιούμε την άρνηση, την προβολή, την μετάθεση, την απώθηση και άλλες ων ουκ έστι αριθμός.

(β) την επαγγελματική ιδιότητα του δημιουργού (ψυχίατρος)

(γ) τον τρόπο απόδοσης:

φρόντισα πολλά από τα ποιήματά μου να είναι σχεδόν λακωνικά.

 

Ομολογημένη ονομαστική αναφορά στους μηχανισμούς άμυνας γίνεται στο προ-προτελευταίο ποίημα. Ένας από αυτούς είναι η μετάθεση ευθυνών. Σχετιζόμενος μηχανισμός με αυτόν, είναι και η μετάθεση του προσώπου του εχθρού από αυτό που μας τραυμάτισε σε κάποιο άλλο, προσφορότερο σε εμάς για ανταπόδοση του πλήγματος:

 

Μαχαίρωσα άλλον εχθρό / κι αυτό με πόνεσε πολύ. / Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς /…/ Είχα μεταφέρει όλη την ευθύνη στον άλλο / δεν άντεχα να την κουβαλώ εγώ. / Μετάθεση το λένε / κι είναι βράδυ./ Μηχανισμό άμυνας το λένε / και είναι αργά. (Μετάθεση, σ. 87)

 

Η λύτρωση, αλλά και ο μηχανισμός άμυνας σε όσα συμβαίνουν στη ζωή (ή νομίζουμε –πιστεύοντας στις αισθήσεις μας– ότι συμβαίνουν) και περιγράφονται στο βιβλίο, ενσωματώνονται σε μία σπουδαία λέξη, στο δεύτερο κιόλας ποίημα, το οποίο παραθέτω ολόκληρο: 

 

Αποδοχή

 

Ανάμεσα σ’ αυτό που είσαι

και σ’ αυτό που θα ήθελες να είσαι

υπάρχει ο Παγασητικός, το Αιγαίο πέλαγος

η Κασπία θάλασσα, ο αστερισμός του καρκίνου

και 32 παράλληλοι.

Ανάμεσα σ’ αυτό που είσαι και σ’ αυτό που πράγματι είσαι

δεν υπάρχει τίποτα.

Μόνο η αποδοχή. (Αποδοχή, σ. 10)

 

Η αποδοχή, εστιασμένη στην αυτο-αποδοχή, την αγκαλιά του εαυτού, προϋπόθεση για την ανυπόκριτη αποδοχή των άλλων και για τη φιλική, ερωτική, κοινωνική, επαγγελματική, κοκ σύνδεση μαζί τους. Από (+) δοχείο.

Πρόθεμα «από»: απομάκρυση (έφυγε από…), προέλευση (έρχεται από…),  διέλευση (πέρασε από …), μετάπτωση (από α έγινε β), κίνηση γενικότερα.

«Δοχείο»: δοχείο της ύπαρξης μέσα στο δοχείο της ιστορικο-γεωγραφικο-πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικής συγκυρίας, βαλμένο μέσα στο μεγαλύτερο δοχείο της γης και αυτό μέσα στο υπερ-δοχείο του χρόνου, όπως οι ρωσικές κούκλες «ματριόσκα».

Από-δέχομαι: κινούμαι στο και από το και με το και προς το δοχείο της ύπαρξής μου. Το εξερευνώ (αυτογνωσία), συμφιλιώνομαι μαζί του, συνειδητοποιώ την αξία του, πλέω άφοβα εντός του, το αναγνωρίζω ως αναπόσπαστο ενεργειακό δοχείο της ολότητάς μου, λαμβάνω αποφάσεις για την πορεία του, επιλέγω όσο μπορώ την ελαστικότητα των ορίων του, ανοίγω ή κλείνω κατά βούληση τις θύρες του, το αποδέχομαι, με αποδέχομαι, το αφήνω να επιδράσει μοναδικά με άλλα υπαρξιακά δοχεία, από το χείλος του ορώ το μέγα κοινωνικό δοχείο γεμάτο από αμέτρητα δοχεία σαν το δικό μου, τα μάτια μου τα αποδέχονται ως πραγματικότητα, αρχίζω κι εγώ σιγά σιγά να την αποδέχομαι, κινούμαι, μετακινούμαι, από…

 

Το δοχείο του βιβλίου, είναι ξέχειλο από αυτογνωσιακές διαπιστώσεις, από κοινωνικές όσο και ατομικές παθογένειες, από μη ισορροπημένες καταστάσεις που ποθούν να καταλαγιάσουν σε μία έστω προσωρινή ισορροπία. Όλα αυτά δίδονται με διαπιστωτικό, απολογιστικό τρόπο και εκ-δίδονται (και με τις δύο σημασίες της λέξης) ποιητικά, άλλοτε εν είδει ταφικών επιγραμμάτων, άλλοτε εν είδει μονολόγου ή πρόζας και άλλοτε εν είδει καθαρά πεζού, στοχαστικού δοκιμίου, πάντοτε με τη μέγιστη δυνατή οικονομία λόγου.

 

Ακολουθείται η σχολή του ρεαλισμού και μάλιστα αυτή του κοινωνικού ρεαλισμού, με τον οποίο προσπαθεί να έρθει σε διάλογο ο ατομικός ρεαλισμός, ο οποίος ως μέρος του αναλογίζεται το μέρος της ευθύνης που του αναλογεί στη διαμόρφωση του συνολικού.

 

Η σκληρότητα και η ωμή παράθεση αληθειών διακόπτονται με τη φιλοξενία μεμονωμένων αλλά σημαντικών επισκεπτών, όπως αυτών του σουρεαλισμού: βλ. ποίημα Η ερωτευμένη μέλισσα (σ. 31), του λυρισμού: βλ. ποίημα Ήλιος του Απρίλη (σ. 35), του μαγικού ρεαλισμού: βλ. ποίημα Αντρέι (Ταρκόφσκι) (σ. 40). Σε μία τετρασέλιδη φιλοξενία των ιερών βιβλίων και των μύθων (βλ. ποίημα Πηγαίνω,σ. 68), κοινωνικός ρεαλισμός συνδυασμένος με υπερρεαλιστικά στοιχεία και στοιχεία ρομαντισμού αλλά και μαγικού ρεαλισμού, συνδιαλέγονται, ποτισμένα με διακειμενικότητας ύδωρ, και μας ταξιδεύουν από την Τροία ως τον Πόντο, την Εύβοια και το Παγκράτι, από τον Πολυνίκη και τον Ετεοκλή ως το σήμερα.

 

Υπάρχουν αρκετά φιλοσοφικά ή και γλωσσολογικά αναπάντητα, μεταξύ των οποίων και το γιατί η λέξη Θεός γράφεται με όμικρον και όχι με ω-μέγα, αφού το ωμέγα είναι συστατικό του απείρου και όχι μόνο (Ποιος ξέρει, σ. 36).

 

Η θεώρηση της Τέχνης με ανοιχτό πνεύμα, οδηγεί σε ξαφνιάσματα από την ανακάλυψή της εκτός από τα Μουσεία και στους δρόμους αλλά και παντού όπου άνθρωπος και ζωή, αφού η Τέχνη είναι όχι μόνο αναπόσπαστο κομμάτι της Ζωής, αλλά και Ζωή η ίδια: 

 

Έργα τέχνης

 

Υπάρχουν έργα τέχνης έξω από τις κορνίζες

των μουσείων και των γκαλερί.

Οι τέχνες της επιβίωσης.

Στις φυλακές, στα ψυχιατρεία

εικόνες σουρεαλισμού στις λαϊκές αγορές,

στα κουρεία, στα περίπτερα.

Τέχνες αβάντ-γκαρντ στα γκράφιτι, στα πλακάτ

εικόνες μεταμοντέρνες στα σκυλάδικα,

στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων

εξπρεσιονισμός στα αστυνομικά τμήματα

ιμπρεσιονισμός στα πλοία και στα τρένα

φουτουρισμός στα γραφεία, στις εταιρείες.

Λαϊκή τέχνη άφθονη και αυθεντική. (Έργα τέχνης, σ. 24)

 

Λαϊκή τέχνη άφθονη και αυθεντική μας βοηθά να αντέξουμε το σήμερα, να το κάνουμε ομορφότερο, να βάλουμε έντονα χρώματα στα όνειρά μας και να τη χρησιμοποιήσουμε ως ασπίδα στις μύριες επιθέσεις που καθημερινά στα κρυφά ή στα φανερά δεχόμαστε. Βασικός μηχανισμός άμυνας στο πεδίο μάχης του βιβλίου είναι η ανίχνευση (διάκριση είναι ο ακριβέστερος όρος, καλογερικός) των παραστρατημάτων της κατάστασης του ζην όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα. Το σχήμα — >ανίχνευση – αναφορά – στοχασμός – στρατηγική – αποφάσεις – αντεπίθεση — > είναι από την ιστορία επιβεβαιωμένο ως αποτελεσματικό. Στα ποιήματα, συχνά οι αποφάσεις πάνε χέρι χέρι με την αντεπίθεση και αφορούν στη –δημόσια όσο και σε ατομικό επίπεδο– καταγγελία της φαυλότητας και στις επισημάνσεις των κινδύνων της. Στηλιτεύονται αμείλικτα οι παθογένειες της σύγχρονης, ζοφερής πραγματικότητας και οι λέξεις πυρπολούν τις ναρκωμένες συνειδήσεις. Η Τέχνη χρησιμοποιείται ως εργαλείο ξεσηκωμού ή τουλάχιστον αποκάλυψης και υπό την έννοια αυτή θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη συγκεκριμένη ποίηση και ως στρατευμένη.

 

Κάποιες φορές όμως η αντίδραση περνάει από την τέχνη (γκράφιτι) μέσω του θυμού στον αντίποδα, βγάζοντας από μέσα μας ένστικτα τα οποία νομίζαμε ότι είχαμε εκπολιτίσει-διαχειριστεί-ημερώσει, οδηγώντας μας να είμαστε εν δυνάμει ίδιοι με αυτούς στους οποίους απευθύνουμε τη μομφή:

 

Σπασμένα γκράφιτι στους δρόμους, στους τοίχους

στις πόρτες, στις βιτρίνες

σαν κραυγές απόγνωσης

σαν να λένε:

Έι! Είμαστε κι εμείς εδώ

χορτασμένα γουρούνια. (Γκράφιτι, σ. 11)

 

Εκτός από την απόγνωση και τη λεκτική –άρα και τετελεσμένη– ύβρη, πολλά ακόμη ζητήματα θίγονται στη συλλογή, όπως

 

  • η ύβρις της υποκρισίας:

 

Το να ξέρεις και να παριστάνεις πως δεν ξέρεις / είναι ύβρις. (Αναπόδραστοι, σ. 12)

 

  • ο χωρισμός, με βαρύτερο αυτόν του θανάτου:

 

Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο / Παρά εκπαίδευση στους αποχαιρετισμούς (Φωτογραφίες, σ. 38)

 

  • το βάρος όσων δεν έγιναν, και το σαράκι της διερώτησης «τι θα γινόταν αν»:

 

Οι πιο πολλές ρυτίδες στα βλέφαρα και το μέτωπο

είναι από τις ματαιώσεις. (Βλέφαρα, σ. 60)

 

  • το γήρας

 

Από όλες τις μάχες αυτή της 3ης ηλικίας

είναι η πιο εκκωφαντική. (70ός όροφος, σ. 48)

 

  • η ανάγκη των ανθρώπων για «από μηχανής θεό» και για υποταγή σε κάτι «ανώτερο»:

 

Δεν υπάρχουν και δεν υπήρξαν ποτέ / εμείς τους επινοήσαμε / τους σωτήρες. (Μνήμες, σ. 76)

 

  • οι κάθε λογής καταναγκασμοί, πεποιθήσεις, στρεβλώσεις που φυτεύονται από γονείς-σχολείο-σύστημα-κοινωνία στα παιδικά μας περιβόλια και ριζώνουν εκεί, παράγοντας επικίνδυνες σκεπτομορφές, όπως αυτή της υπεραξίας του άλλου και της χαμηλής αυτοεκτίμησης ή της υποτίμησης εαυτού:

 

Πάρε πάρε ότι επιθυμεί ο Άλλος. /  Ό,τι επιθυμείς εσύ, λυπάμαι, κλείσαμε.

(Ναός τού τίποτα, σ. 82)

 

  • η βασιλεία του ελέγχου, της κριτικής, του άγρυπνου «Μεγάλου Αδελφού»:

 

Όπου κι αν πας δύο μάτια σε κοιτάζουν, /…/ Μάτια αποδοκιμασίας, κριτικά, επικριτικά / μάτια του άλλου, / που τους έδωσες βλέμμα και στασίδι να σε κρίνουν. (Προβολή, σ. 85)

 

  • η προσκόλληση στη μνήμη και η καταφυγή σε μία εικονική αλλά πιστευτή από εσένα «πραγματικότητα»:

 

Με μάτια πρησμένα /…/ κάθεται στο παγκάκι η Φρόσω. /…/ κρατά άδεια την διπλανή της θέση. / «Είναι πιασμένη» αναφέρει στους όρθιους / τόσα χρόνια τον περιμένω / στο τρένο, στο αεροπλάνο / στο θέατρο, στο πάρκο. (Η θέση, σ.21)

 

  • η ψευδαίσθηση του να νομίζεις ότι ζεις:

 

Είναι πολλοί άνθρωποι / που ζουν από την κάτω μεριά του κόσμου / ζωντανοί κι ωστόσο νεκροί. (Είναι πολλοί, σ. 86)

 

Η διαφορά σε σχέση με μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής είναι ότι η γραφή του Μικιρδιτσιάν δεν μένει μόνο στην όχθη του παρατηρητή, ούτε κάθεται μόνη στο βράχο της αυτολύπησης ή της θλίψης, όπως η Μικρή Γοργόνα της Κοπεγχάγης, ούτε στη σπηλιά της κατάθλιψης, της παραίτησης, της χειριστικής του θυμικού γραφής ώστε μέσα από τον οίκτο να επέλθει συ(ν)μπάθεια για το ποιητικό υποκείμενο, αλλά τολμώντας βουτιά στα ορμητικά των παγιωμένων αντιλήψεων νερά, αγωνίζεται να βγει στην αντίπερα όχθη, παίρνοντας δύναμη από διάφορους μηχανισμούς άμυνας που έχουν συνειδητά ή ασυνείδητα διαμορφωθεί εντός του συν τω χρόνω, όπως αυτούς: 

 

  • της συγχώρεσης και της επίτευξης ορθής κρίσης και σοφίας μέσα από την τόλμη του να επιχειρείς και την αποδοχή της όποιας έκβασης, την αποδοχή του δικαιώματός σου να έχεις κάνει λάθος:

 

Αν δεν έκαναν αυτά τα λάθη /…/ ακίνητοι κι αλάνθαστοι / θα ήταν. / Αλάνθαστοι και αταξίδευτοι. (Τετελεσμένα, σ.16)

 

  • της αναγνώρισης της ειρήνης ως βασικής αξίας πολιτισμού και της αναγνώρισης του δικαιώματος της ζωής, ως την υπέρτατη αξία:

 

Είναι κάποιοι άνθρωποι / που όταν πλησιάζουν κοιμητήρια νεκρών πολέμου /

ακούνε τις φωνές των μανάδων / που θρηνούν για τα παιδιά τους / που τα θέλουν πίσω / ούτε στεφανωμένα, ούτε ηρωικά. (Κοιμητήρια, σ. 22)

 

  • του πλούτου που παράγεται από την ουσιαστική επαφή με τον άλλο, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι απλός, άρα απαλλαγμένος από ναρκισσισμό, ματαιοδοξία, άρρωστη φιλοδοξία, εγωπάθεια, κλπ, ήτοι ανοιχτός στη σοφία:

 

Ένας απλός άνθρωπος / δεν έχει μεταπτυχιακό, / έχει όμως απλότητα. (Απλότητα, σ. 27)

 

  • της συναίσθησης του πεπερασμένου της γήινης ζωής και τη σημασία της αξιοποίησης του δώρου του χρόνου, κατά ενός εκάστου το δοκούν από εδώ και πέρα:

 

Μεγαλώνω /…/ Πού χρόνος για χάσιμο. (Μεγαλώνω, σ. 28)

 

  • της πρόθεσης να μείνει ενεργή η επικοινωνία με το Φως, το Κάλλος, τη Φύση, τον άνθρωπο, την Τέχνη:

 

Κι αφού ο πόνος είναι / όχι σωματικός, όχι ψυχικός, / αλλά υπαρξιακός / για την μέλλουσα ανυπαρξία /…/ Α, δεν θα επιτρέψω στην μέλλουσα ανυπαρξία

να ναρκοθετήσει την λιακάδα του απογεύματος. (Πόνος υπαρξιακός, σ. 29)

 

  • της απαλλαγής από την ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου και την αμερόληπτη κρίση σε σχέση με την επίδραση του ανθρώπινου είδους στο κορμί της αθάνατης στον ανθρώπινο χρόνο Γαίας:

 

Με τρελαίνει / που στην βιοποικιλότητα του πλανήτη / δεν υπάρχει καμία θέση για τον άνθρωπο, / πως όλα μπορούν να υπάρχουν χωρίς αυτόν / και καλύτερα ίσως. (Με τρελαίνει, σ. 43)

 

  • τη αξίας που έχει η επαφή με άλλους ανθρώπους σαν κι αυτόν, ευαισθητοποιημένους, απλούς, με συναισθήματα, γιατί:

 

Αν έχουν συναισθήματα είναι ποιητές. (Συναισθήματα, σ. 65)

 

Ο αναγνώστης συμμετέχει στον αγώνα του ποιητή για ένα ανθρωπινότερο σήμερα, αρρήκτως συνδεδεμένο με τον πόθο για ένα βασισμένο εν τη πράξη στις ανθρώπινες αξίες αύριο. Συντάσσεται μαζί του αισθανόμενος ότι ακόμα και τα αυτονόητα αποκτούν άλλη δυναμική όταν τα παίρνει στην αγκαλιά της η Τέχνη, και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ποίηση. Νιώθει ότι τούτο το βιβλίο είναι ένα ποιητικό κοινωνικό μανιφέστο, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ως μότο το παρακάτω τετράστιχο ποίημα που βρίσκεται ακριβώς στο μέσο του δεύτερου μισού του βιβλίου:   

 

Όσο

 

Όσο περισσότερο κραυγάζω

τόσο λιγότερο ακούω.

Όσο περισσότερο οπισθοχωρώ

τόσο περισσότερο βλέπω. (Όσο, σ.72)

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.