το πριν είναι επίσης μετά
και το μετά επίσης πριν ήταν
Πρόκληση πρώτη: Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πρόκληση δεύτερη: φλερτ. Της (Ποίησης) με Τον (Δοκιμιακό Λόγο). Τρίτη: Κατηγορίες δημόσια εναντίον του ποιητή για προσωπικές-πολιτικές του επιλογές. Τέταρτη: Μεταφρασμένη Ποίηση.
Δηλαδή; Πέτερ Χάντκε. Έτος γέννησης 1942, Αυστρία. Κάτοικος Γαλλίας από το 1991. Βραβείο Μπύχνερ το 1973, βραβείο Κάφκα το 1979. Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2019 «για το επιδραστικό έργο του που με γλωσσική αυθεντικότητα διερεύνησε τα περιφερειακά ζητήματα και την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης εμπειρίας» (ανακοίνωση Σουηδικής Ακαδημίας, από το πίσω αυτί του βιβλίου). Κατηγορήθηκε και πολεμήθηκε για τη φιλοσερβική του στάση στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας [καλά κρατεί το μέγα ζήτημα των προσωπικών ή πολιτικών επιλογών του καλλιτέχνη (Καβάφης, Λόρκα, Ουάιλντ, Πάουντ, Σελίν, Ουγκαρέτι,…)].
Οφείλω να σημειώσω τη φωτεινή συμβολή ορισμένων εκδοτών στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην κάθε γλώσσα, με κάθε σοβαρή έκδοση μεταφρασμένης λογοτεχνίας, γιατί έτσι ανοίγονται αυλακιές να κυλήσει όχι μόνο περισσότερο αλλά και διαφορετικής “χημικής ανάλυσης” μεταλλικό νερό στα αναγνωστικά μας χωράφια και από εκεί και πέρα, επαφίεται στις ρίζες το αν θα το βρουν, αν θα το αντλήσουν, αν και το πώς θα το στείλουν για καρποφορία, θρέψη ή ανακύκλωση με τη διαπνοή.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση –η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι η γερμανική– την πολύ καλή μετάφραση (αντιληπτέα από την ποιότητα της γλωσσικής κύμανσης) έχει κάνει η Ιωάννα Διαμαντοπούλου. Οι εκδόσεις Βακχικόν ανέλαβαν τα υπόλοιπα, με την υποστήριξη της Ομοσπονδίας της Καγκελαρίας της Αυστρίας. Πρώτη έκδοση: Ιούλιος 2020, εύχομαι πολλές ακόμη, ασταμάτητα (έχοντας μελετήσει το βιβλίο).
Το βιβλίο γράφτηκε το 1986. Τίτλος: «ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ». Απλός, σαφής, ακριβής, δωρικός τίτλος. Ενώ εννοιολογικά, δομικά και θεματικά θα μπορούσε κάλλιστα το περιεχόμενο να είναι δοκίμιο, όταν αποφάσισε να έρθει στο φως, ήταν τέτοια η πύκνωση, η ροή, ο ρυθμός και εν τέλει ο τρόπος της επαφής με τη Μούσα, που ανεδύθη από τα έγκατα του Χάντκε με την υψηλότερη του Λόγου τέχνη, αφού προσωποποιημένη
{η Διάρκεια πιέζει προς το Ποίημα}.
Με τη μορφή Ραψωδίας και με πολλά δομικά στοιχεία της, σχήμα δε κυκλικό, ο ποιητής-αφηγητής ξεκινά από την Ιθάκη της βούλησής του:
«να ορίσω και να διαφυλάξω με ένα ποίημα, / αυτό που είναι Διάρκεια», διαγράφει (χωρίς καμία διαγραφή) την Οδύσσεια του ποιητικού του κύκλου και τον τελειώνει πάλι στην Ιθάκη, στις ακτές όμως της πραγμάτωσης, με την ικανοποίηση: «τραντάγματα της Διάρκειας / τώρα γίνατε ποίημα».
Η Ραψωδία, ως Ωδή στη Διάρκεια, ξεκινά λεκτικά από τη στάση με την πλάτη στραμμένη στην ακτή (και τα πριν από αυτή) και το βλέμμα προς τη θάλασσα, τελειώνει δε έχοντας την πλάτη στραμμένη στο πέλαγος και το βλέμμα προς την ακτή (και τα μετά από αυτή). Από το παρόν, με το παρελθόν φορτωμένο στην πλάτη, στο μέλλον, και από το επόμενο παρόν που πριν από λίγο ήταν μέλλον (με το ως τότε μέλλον ήδη παρελθόν), σε ένα καινούργιο μέλλον, το οποίο με τη σειρά του γίνεται παρόν και ύστερα παρελθόν, κ.ο.κ. Από το πριν ως το μετά, το οποίο «επίσης πριν ήταν» κατά τον ποιητή-στοχαστή (όπως θα δειχθεί και «μετά»).
Μία ποιητική (άρα και συμπυκνωμένη) εκδοχή των βιβλίων του Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», με την υπόγεια θεώρηση του Χάντκε πως δεν υπάρχει χαμένος χρόνος, αφού (α) είναι μέρος της Διάρκειας και (β) τίποτε δεν χάνεται.
Στη συνέχεια (στη «Διάρκεια» της προσέγγισης αυτής) θα δοθεί προτεραιότητα σε στίχους από το ποίημα με ποσοτική μείωση των δικών μου σχολίων, γιατί “μιλάνε” από μόνοι τους και δεν χρειάζονται ερμηνείες τρίτων. Άλλο η πρωτογενής επαφή, το απευθείας άγγιγμα και άλλο η περιγραφή ή η εξιστόρησή τους.
Αφοπλιστική η αμεσότητα, η ειλικρίνεια, η διαύγεια. Από την πρώτη στιγμή, από τότε που
{… ήρθε από κει πάνω να με συναντήσει //
το αίσθημα της διάρκειας σαν
ένα γεγονός εγρήγορσης,
μια πράξη συνειδητοποίησης ενδότερου γίγνεσθαι,
μια αίσθηση του περιβάλλεσθαι, του συλλαμβάνεσθαι,
από ποιον; Από έναν συμπληρωματικό ήλιο,
από έναν φρέσκο αέρα,
από μιαν άηχη, λεπτή χορδή,
που όλες τις αδεξιότητες δικαιολογεί και συμβιβάζει.}
Αριστοτελική η έναρξη (βλ. περί ψυχής), αφού ξεκινά από ερεθίσματα τόσο εξωτερικά (είναι μόνον εξωτερικά;) όσο και εσωτερικά, τα οποία προκαλούν αλυσιδωτές σκέψεις – νοήσεις – συνειδητοποιήσεις, αναζητώντας την ισορροπία της χορδής εν ακινησία είτε εν ταλαντώσει. Αποτιμώντας εμπειρίες, μπορείς να εντοπίσεις την παρουσία της Διάρκειας, παντού, από τις χωρικές μεταβολές συναρτήσει του χρόνου, ως εξωτερικός παρατηρητής, όπως,
{Τη νύχτα, την ώρα που το νερό της βροχής
τρέχει στην υδρορροή,
ταλαντεύονται τα πλατανόμηλα,
κυματίζουν οι λιγουριές,…}
ώς τις χωρικές πάλι μεταβολές συναρτήσει όμως του μνημονικού χρόνου, ή αντίστροφα ώς την κίνηση του χρόνου στο μνημονικό τοπίο, όπως και εδώ με λεπτότατο λυρισμό, στον κήπο,
{αυτόν που, με τα ξεπεταγμένα γκρίζα αγριόχορτα,
με τους σπόρους ραδικιού (στην κορφή ακόμη το συρρικνωμένο υπόλοιπο ανθού),
με τις τσουκνίδες (φωλιές πεταλούδων)
να απλώνουν όλο και πιο πολύ τις περιπεπλεγμένες ρίζες τους
και τις δροσοσταλίδες να φουσκώνουν στο έπακρον
με τεντωμένο το ασημένιο δέρμα τους,
πάνω στις φυλλωσιές της αλχημίλλης,
αυτόν που εγώ παράτησα για κείνη
την ακαθόριστη μεσογειακή ομορφιά,
χάνοντας την Ανθοφορία της μαβιάς μολόχας,
των μικροσκοπικών λευκών χειλιών του θυμαριού,
την ωρίμανση των τσαμπιών της κουφοξυλιάς
(όλος ο θάμνος γεμάτος από κοτσύφια να τσιμπολογούν), /…/
της βασίλισσας Αχλαδιάς
(όλο το δέντρο γεμάτο από σφήκες να ροκανίζουν,…)}.
Ίσως η Διάρκεια να γίνεται καλύτερα αντιληπτή στην ακινησία, στη σιωπή, στον διαλογισμό. Για να εμφανιστεί όμως, απαιτείται ενέργεια, κατά προτίμηση κινητική:
{Όχι στον καθήμενο στο σπίτι,
αλλά στον οδοιπορούντα για το σπίτι
εμφανίζεται η Διάρκεια,
όπως στον, ανάγκη βοήθειας έχοντα, Οδυσσέα
η Θεά, φίλη του Παλλάς, Αθηνά.}
Η Διάρκεια θέλει χρόνο για να υπάρξει αλλά και τόπο για να συνειδητοποιηθεί από τον άνθρωπο. Η λίμνη στο Γκρίφεν, στην Αυστρία, συνδεδεμένη με την παιδική ηλικία του ποιητή, άλλοτε ακμαίος υγροβιότοπος, τώρα σχεδόν ανύπαρκτη, είναι μια ισχυρότατη καταγραφή Διάρκειας εντός του:
{Τη λίμνη στο Γκρίφεν, δεν την ξέρουν παρά μόνον ντόπιοι /…/
Και αυτή λοιπόν η επιχωματωμένη λακκούβα,
που σύντομα εντελώς θα εξαφανιστεί
–έτσι σκέφτονται αυτοί που χαράζουν αυτοκινητοδρόμους–,
είναι για μένα ένας μεγάλος τόπος της Διάρκειας.}
Νέες ισχυρές καταχωρίσεις (ανεξήγητες με τη λογική) γίνονται για εκείνον (και για εμάς, σε άλλες θέσεις, καθένας ανάλογα με τη ζωή του), νέες λίμνες Γκρίφεν, όπως στο Παρίσι η πύλη Porte d’ Auteil, η Fontaine Sainte–Marie στο δάσος των Clamart και Meudon, η λίμνη Doberdò κοντά στην Τεργέστη. Πώς το καταλαβαίνεις ότι ένα σημείο είναι η δική σου λίμνη στο δικό σου Γκρίφεν; Όταν βρεθείς εκεί, μπαίνεις στο κέντρο σου, δηλαδή συμβαίνει αυτό:
{Στη σιωπή αυτών των λιμνών
ξέρω τι κάνω
και εφ’ όσον ξέρω τι κάνω,
μαθαίνω ποιος είμαι.}
Για τους γονείς, ο προσφορότερος τρόπος να αντιληφθούν τη Διάρκεια είναι μέσα από την εξέλιξη του παιδιού τους και τη μεταξύ τους επαφή:
{η Διάρκεια με το παιδί σου,
αναβιώνει ίσως,
τις στιγμές της υπομονετικής ακρόασης,
τη στιγμή που με μια προστατευτική κίνηση,
με την ίδια που, πριν μια δεκαετία,
περνούσες το μπλε παλτό με κουκούλα σε «παιδικό νούμερο»
πάνω από την κρεμάστρα,
κρεμάς τώρα το δερμάτινο σακάκι σε
«ενήλικα μέγεθος»,
σε μια εντελώς άλλη κρεμάστρα,…}.
Σημείωση 1. Παιδί σου μπορεί να είναι το γραπτό σου, το μήνυμα από το κινητό σου, το σκίτσο σου, το λουλούδι που φύτεψες στη γλάστρα, το ψωμί που ζύμωσες, το ρούχο που μπάλωσες αντί να το πετάξεις, το χέρι σου στον ώμο του τυφλού για να περάσει με ασφάλεια απέναντι,…
Σημείωση 2. «Αναβιώνει». Κομβική λέξη. Μνήμη όχι μόνο ως προϋπόθεση αναβίωσης, αλλά ως αίσθηση ξεχωριστή (γιατί αίσθηση είναι για μένα η μνήμη). Μνήμη ως αισθητήριο όργανο (για να οσμιστεί τη Διάρκεια και όχι μόνο). Ανα-βιώνει. Ανά. Πάλι. Διάρκεια. Βιώνει. Ζει. Διαρκεί. Αναβιώνει. Διάρκεια μνημονικής ανάστασης-αναπαράστασης-αναλαμπής (λάμπει το πρόθεμα ανα-), λαμβάνουσα χώρα(χώρο) και χρόνο, εντός της Διάρκειας της Ζωής.
Τι είναι άραγε αυτή η Διάρκεια; Ο ποιητής αποκαλύπτει όσα μπορούν με λέξεις να αποκαλυφθούν:
-
{Όχι, η διάρκεια ήταν ένα αίσθημα,
το πιο φευγαλέο όλων των αισθημάτων,
πολλάκις ταχύτερο από μια στιγμή,
απρόβλεπτο, ακυβέρνητο,
άπιαστο, μη μετρήσιμο.}
-
{… η Διάρκεια είναι η περιπέτεια του
χρόνος μπαίνει-χρόνος βγαίνει}
-
{η Έκσταση είναι παραπανίσια,
η Διάρκεια αντίθετα αυτό που χρειάζεται.}
-
{η Διάρκεια είναι το αίσθημα της ζωής.}
Διάρκεια: αίσθημα, περιπέτεια, χρεία. Άρα βιώνεται:
{Επανειλημμένως βίωσα τη Διάρκεια}.
Όπως και η αγάπη. Βιώνεται. Και αν αντικαταστήσουμε ακολούθως τη λέξη «πρέπει» με κάποιες από τις «θέλω, έχω ανάγκη, αποζητώ, είναι καθοριστικό για μένα, έχει ουσία», συμφωνώ με τον Χάντκε:
{πρέπει να ασκούμαι στην αγάπη,
οπωσδήποτε,
χρόνο με τον χρόνο}.
Η αγάπη, αν δεν είναι δίδυμη, είναι πάντως μία από τις αδερφές της Διάρκειας. Πατέρας ο Χρόνος, Μάνα η Ζωή. Γι αυτό και η πρώτη της ιδιότητα είναι η άρρηκτη συνέχεια, η ανυπαρξία κατακερματισμού. Το Εν ως Ον (χωρίς αναγκαστικά επίγνωση του τι εστί «ον» –βλ. από Παρμενίδη ως σήμερα) και το Ον ως Εν, πριν-τώρα-μετά:
{Και αυτή η αγάπη,
δεν έχει τη Διάρκεια διαιρεμένη σε πράξεις,
πολύ περισσότερο σε ένα πριν και ένα μετά,
όπου μέσω της άλλης χρονικής αντίληψης της αγάπης,
το πριν είναι επίσης μετά
και το μετά επίσης πριν ήταν.}
Έχει χρόνο η αγάπη; Μήπως ως τέκνο του χρόνου, είναι η ίδια και χρόνος;
Έχει τόπο; Όπου γης και πατρίς ή όπου γης, εντός η πατρίς;
{για τον καθένα, που έχει τους τόπους του,
της Διάρκειας:
είναι και θα παραμείνει για πάντα εξόριστος
στα ξένα,
χωρίς προοπτική επιστροφής στα μέρη του,
όχι όμως εκδιωχθείς από την πατρίδα πια.}
Συνειρμός; Ποια ήταν πατρίδα για τον Σολωμό, ποια για τον Καβάφη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, … Για τον Χάντκε; Οι τόποι της Διάρκειας είναι η πατρίδα του.
Ο θάνατος; Τίνος πατρίδα είναι; Εμποδίζει τη διάρκεια ή είναι ένα από τα βήματά της; Όταν κάποιος φύγει, πού η διάρκεια; Πώς;
{Η Διάρκεια είναι η αντικατάστασή μου,
με αφήνει να φύγω και να είμαι.}
Μέσα από τα παιδιά αν υπάρχουν, μέσα από τα άλλα παιδιά, δηλαδή την τέχνη που παρήχθη (γραπτά, ζωγραφικές, σχέδια, κεραμικά, χειροτεχνίες, κλπ), τις πράξεις, τη στάση ζωής, τα λόγια και τα έργα που φυλάχτηκαν στην καρδιά αυτών που έμειναν πίσω, μέσα από το σώμα που θα γίνει λίπασμα για τις ρίζες των κυπαρισσιών, από τη θερμότητα που αποδόθηκε στη φύση με την καύση του αλλά και από τη στάχτη που θα σκορπίσει στη θάλασσα η τεφροδόχος, από την ενέργεια του κάθε πλάσματος (βλ. και αρχή διατήρησης της ενέργειας στη Φυσική) η οποία δεν χάνεται, αλλά μετασχηματίζεται (ο Μετασχηματισμός θεωρώ ότι είναι το αρσενικό πρόσωπο της Διάρκειας), μέσα από τις διαρκείς αλληλεπιδράσεις των πάντων μέσα στο Ησιόδειο Χάος, ο Χάντκε συνέλαβε ποιητικά την έννοια της Διάρκειας και όχι μόνο: τη βίωσε, μάλιστα δε σε τόσο βάθος που το αποκαλύπτει με έναν αφορισμό, ή ίσως ένα μελλοντικό ταφικό επίγραμμα:
{Όποιος δε βίωσε τη Διάρκεια,
δεν έζησε.}
Ο Γιώργος Ρούσκας γεννήθηκε το 1962 στην Αττική. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Ε.Μ.Π. και είναι ελεύθερος επαγγελματίας.
Έχει εκδώσει εννέα βιβλία, από τα οποία τα έξι είναι ποίηση και τα άλλα τρία σχετικά με αυτήν. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα και ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα ισπανικά.
Δημοσιεύει διηγήματα, δοκίμια, άρθρα και κριτικές αναγνώσεις λογοτεχνίας σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.
Εκτός από την ποίηση, ασχολείται με τη ζωγραφική (έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής) και την αγγειοπλαστική (μία ατομική έκθεση κεραμικής).