Από παλιά τον υποπτευόμουνα για μαγνητισμό. Ερωτικά βλέμματα και φιλικά χέρια απλώνονταν επάνω του απ’ όλες τις πλευρές. Οι γυναίκες ήθελαν να τον αγγίξουν, τάχα τυχαία. Και όταν πήγαινε από τον διάδρομο, από το πουθενά (θα μπορούσες να υποθέσεις ότι έβγαινε από το γραφείο, κατεβαίνοντας όροφο τον όροφο), κρεμόντουσαν πάνω του σαν τσαμπιά.
Καλά να ’τανε σκηνοθέτης ή νεόπλουτος, αυτός όμως ήταν στατιστικολόγος, εντάξει δεν λέω, ήταν ένας καταρτισμένος στατιστικολόγος, ένας υψηλόμισθος στατιστικολόγος και, εντέλει, ήταν επιστήμονας στατιστικολόγος. Ωστόσο, τι ήταν αυτό που προσέλκυε πάνω του; Ούτε ο ίδιος δεν το καταλάβαινε.
Μόλις πετούσε τη μια ερωμένη από το κρεβάτι, τον έπαιρνε στο λεπτό μια άλλη. Και μια τρίτη καλλονή διανυκτέρευε στην είσοδο, όπως λένε, σε αναμονή. Τελικά, ο στατιστικολόγος άρχισε να ανησυχεί για την υγεία του.
Ο νεαρός παθολόγος, στον οποίο πήγε, τον κοίταξε με μια εντελώς ζηλόφθονη ματιά και του συνταγογράφησε ηρεμιστικά χάπια.
Ένας άλλος, καθηγητής ψυχολόγος, τον άκουγε, τον άκουγε, έτρωγε τα χείλια του, ήταν φανερό, ότι κρατιόταν να μην γελάσει. Στη συνέχεια, έγινε σοβαρός και του είπε: «Δε νομίζετε ότι είστε πολύ περίεργος, νεαρός; Να καταβρέχεστε με κρύο νερό το πρωί». Μετά είπε στη νοσοκόμα: -Γράψτε του μια συνταγή. «Και, παρεμπιπτόντως, μου οφείλετε 75 δολάρια».
Ο μαυρομάλλης στατιστικολόγος κοίταξε τη νεαρή νοσοκόμα με τα καταμπλέ μάτια και η καρδιά του άρχισε να κατρακυλάει σε κάποια απύθμενη άβυσσο. Βγαίνοντας στον δρόμο, ξεδίπλωσε τη συνταγή στην οποία ήταν γραμμένη μια δυσανάγνωστη σημείωση: Έναν κουβά αποσταγμένο νερό πρωί και βράδυ. Σχίζοντας τη συνταγή σε μικρά κομμάτια, την πέταξε στον αέρα.
Η ζωή του είχε γίνει εντελώς αφόρητη. Στο μικρό του διαμέρισμα, νυχθημερόν τριγύριζαν μισόγυμνες μισοάγνωστες γυναίκες. Η μία προσποιούνταν την αδερφή του, η δεύτερη έλεγε ότι θα αντικαταστήσει τη μητέρα του, κάποιες άλλες έλεγαν ότι είναι γυναίκες του και για κάποιο λόγο αυτό δεν τις ενοχλούσε. Όλες χώνονταν στο κρεβάτι του.
Εκείνος απλά αγκομαχούσε σε αυτόν τον λουλουδιασμένο κήπο των μεταξωτών εσωρούχων που ήταν κολλημένα στα φρέσκα θηλυκά κορμιά. Ήθελε να χορτάσει ύπνο, που να πάρει ο διάολος.
Με συμβουλές φίλων, απευθύνθηκε σε ένα μέντιουμ. Ήταν ένας γκριζομάλλης που δεν ένοιωσε την παραμικρή έκπληξη. Πήρε στα χέρια του ένα πλαίσιο από ατσάλινο σύρμα και το έφερε ίσα στη μύτη του πελάτη. Στην αρχή το πλαίσιο στράφηκε λιγάκι σαν να το σκεφτόταν, έπειτα άρχισε να στρίβει τόσο γρήγορα που ο γκριζομάλλης δεν μπορούσε να το σταματήσει. Στη συνέχεια έφερε το πλαίσιο κάτω από την κοιλιά του και εκείνο στροβιλίστηκε, σαν να ηχούσε ο άνεμος του Άρη.
– Αχά! – είπε το μέντιουμ.
Πήρε το σίδερο και ακούμπησε την επίπεδη βάση του στον στατιστικολόγο. Το σίδερο τού ξέφυγε από τα χέρια, σαν να ήταν ζωντανό, και εκτοξεύτηκε κατευθείαν στο στήθος του ασθενή.
-Υπέροχα, είπε το μέντιουμ.
Αλλά δεν σταμάτησε σε αυτό. Άναψε τη λάμπα του γραφείου. Εκείνη, συνεχίζοντας να είναι αναμμένη, τραβήχτηκε από την πρίζα, πετάχτηκε στον αέρα, κόλλησε τη μεταλλική της βάση στο κούτελο του υποκειμένου και τότε σταμάτησε.
– Θαυμάσια! – επιτέλους το μέντιουμ ικανοποιήθηκε.
– Θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε τον ατσάλινο αγωγό της μιάμισης ίντσας…, είπε σκεπτικά. Αλλά ο στατιστικολόγος διαμαρτυρήθηκε αποφασιστικά.
– Κρίμα… Η διάγνωση όμως είναι σαφής: είσθε ζωικός μαγνήτης. Πρέπει να απομαγνητιστείτε.
Στον στατιστικολόγο δεν άρεσε να τον ονομάζουν ζωικό μαγνήτη. Αλλά παρόλ’ αυτά ρώτησε:
– Και πώς γίνεται ο απομαγνητισμός;
– Πολύ απλά, θα σας υποβάλλουμε στην αντιβαρύτητα.
– Πόσα; ρώτησε ο πεπειραμένος στατιστικολόγος.
– Όλα κι όλα πεντακόσια δολάρια.
Ο στατιστικολόγος συμφώνησε, ειδικά επειδή η τελευταία αμερικανίδα ερωμένη του τον βομβάρδιζε με δώρα και γλιστρούσε κρυφά δολάρια στην τσέπη του παντελονιού που θα φορούσε το πρωί.
Η διαδικασία του μέντιουμ πραγματοποιήθηκε επιτόπου κοντά στο ανοιχτό παράθυρο. Ανέβασε τον στατιστικολόγο σε μια καρέκλα ανάμεσα στη βαρύτητα της Γης και την αντιβαρύτητα της Αφροδίτης, η οποία μόλις είχε εμφανιστεί στον σκοτεινό ορίζοντα πάνω από την άκρη του Φεγγαριού.
Και μετά, χάρη στις υπνωτιστικές χειρονομίες του μέντιουμ, η Αφροδίτη άρχισε να απορροφά τον μαγνητισμό από το αστρικό σώμα του ασθενούς. Και το ανερχόμενο Φεγγάρι ολοκλήρωσε το έργο, καθαρίζοντας με τις ακτίνες του το απομαγνητισμένο σώμα και εξασφαλίζοντας τα επιτεύγματα του μέντιουμ.
Κατεβαίνοντας από την καρέκλα, ο στατιστικολόγος αισθάνθηκε μια ασυνήθιστη ανακούφιση και ευγνωμοσύνη για τον λαϊκό μάγο.
Αυτό ήταν όλο. Τίποτε περισσότερο. Όταν επέστρεψε σπίτι, οι γυναίκες με διάφορες προφάσεις άρχισαν να φεύγουν. Όπως οι κατσαρίδες που ψεκάζονται με νέες χημικές ουσίες. Το ’σκασε ακόμη και η Μούσια, το κανίς.
Πόσο αγαλλίαζε! Άνοιξε μια μποτίλια σαμπάνια, τσούγκρισε τον εαυτό μου, έπεσα μπρούμυτα και κυλίστηκε ελεύθερα στο κρεβάτι που δεν ήταν κατειλημμένο από καμιά.
Στη δουλειά, μπορούσε να απασχοληθεί εντέλει με την εργασία του του και κανείς δεν του έτρωγε την ώρα. Όλοι είχαν αποτραβηχτεί. Οι φίλοι σταμάτησαν να τηλεφωνούν και να τον καλούν σε συναντήσεις. Χαρά και Ελευθερία.
Αλλά μετά από ένα μήνα μοναχικές διακοπές, άρχισε σιγά-σιγά να βαριέται. Ένιωθε σαν να τον είχαν ληστέψει: ήταν τόσα πολλά τα ενδιαφέροντα πράγματα και ξαφνικά δεν απόμεινε τίποτα. Κανείς δεν ανακατευόταν στη ζωή του. Ήταν ακόμα και προσβλητικό.
Λένε ότι ο απομαγνητισμένος άρχισε μετά να τρέχει πίσω από όλες τις γυναίκες στη δουλειά. Αλλά εκείνες τον κοίταζαν με μεγάλη έκπληξη, ειδικά οι παντρεμένες. Και αυτός σταμάτησε. Φαίνεται ότι προσπάθησε να βιάσει κάποια στην είσοδο του σπιτιού του. Η υπόθεση έληξε άσχημα. Του έσπασαν τα μούτρα με ένα δερμάτινο τσαντάκι με μπρούτζινο κλιπ.
Με χαραγμένο μέτωπο και πρησμένο μάγουλο, πήγε σε εκείνο το μέντιουμ που τον απομαγνήτισε και κλαίγοντας του ζήτησε, έναντι πολλών χρημάτων, να τον ξαναμαγνητίσει. Το μέντιουμ προσπάθησε, τον έβαλε στην καρέκλα ανάποδα ανάμεσα στη Γη και την Αφροδίτη και τον έθεσε σε έκσταση ερωτικών αναμνήσεων. Λένε πως όχι, ακόμα δεν τα κατάφερε.
Ο στατιστικολόγος τρελάθηκε εντελώς. Τον είδαν να περιπλανιέται στα σκοτεινά δρομάκια τη νύχτα και, απλώνοντας τα χέρια στο Φεγγάρι και στα αστέρια να ικετεύει:
– Δώστε μου πίσω τον μαγνήτη μου.