You are currently viewing ΓΚΥ ΝΤΕ ΜΩΠΑΣΣΑΝ  Ο Θρύλος του Βράχου του Αγίου Μιχαήλ* Μετάφραση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου

ΓΚΥ ΝΤΕ ΜΩΠΑΣΣΑΝ  Ο Θρύλος του Βράχου του Αγίου Μιχαήλ* Μετάφραση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Ο Θρύλος του Βράχου του Αγίου Μιχαήλ

Το είχα πρωτοδεί απ’ την Κανκάλ το παραμυθένιο τούτο κάστρο, το φυτεμένο μες τη θάλασσα. Το είχα δει κάπως συγκεχυμένα, μια γκρίζα σκιά γραμμένη στον καταχνιασμένο ουρανό.
Το είδα πάλι απ’ την Αβράνς, μεσ’ το ηλιοβασίλεμα. Η αμμουδερή απεραντοσύνη ήταν κόκκινη, ο ορίζοντας ήταν κόκκινος, ολόκληρος ο υπέρμετρος όρμος ήταν κόκκινος` μόνο το απόκρημνο αβαείο, σπρωγμένο στο βάθος μακριά από τη στεριά, όμοιο με φανταστικό αρχοντικό, εκθαμβωτικό σαν παλάτι του ονείρου, εξωπραγματικά παράξενο κι ωραίο, παρέμενε μαύρο σχεδόν, μες τις πορφύρες της μέρας που έσβηνε.
Κίνησα για  εκεί την μεθεπομένη με το χάραμα, διασχίζοντας τον άμμο με το μάτι προσηλωμένο στο τερατώδες τούτο κόσμημα, μεγάλο σαν βουνό, ταγιαρισμένο σαν καμέα, κι ατμισμένο σαν τη μουσελίνα. Κι όσο πλησίαζα, τόσο ένιωθα τον ενθουσιασμό να με ξεσηκώνει, γιατί μάλλον δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε τελειότερο και πιο εκπληκτικό.
Και πλανιόμουν κατάπληκτος, λες και είχα ανακαλύψει την κατοικία ενός θεού, μέσα στις αίθουσες που τις κρατούσαν ανάλαφρες ή βαριές κολώνες, μέσα από τους διαδρόμους με τα φωτεινά ανοίγματα, υψώνοντας έκθαμβα τα μάτια μου στα καμπαναριά που μοιάζουν φωτοβολίδες φευγάτες προς τον ουρανό, και σ’ όλο τούτο το απίστευτο ανακάτωμα από πυργίσκους, μεσαιωνικές υδρορροές, λυγερούς και γοητευτικούς διακόσμους, τούτο το πυροτέχνημα από πέτρα, δαντέλλα από γρανίτη, αρχιτεκτονικό αριστούργημα κολοσσιαίο και λεπτό.
Κι ως στεκόμουν εκστατικός, ένας χωριάτης από την κάτω Νορμανδία με πλεύρισε και μου αφηγήθηκε την ιστορία της μεγάλης διαμάχης του Αγίου Μιχαήλ με το διάβολο.

Ένας ιδιοφυής σκεπτικιστής έχει πει: «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα, όμως ο άνθρωπος του το ανταπέδωσε.»
Το ρήμα έχει νουν αληθείας και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να γράψει κανείς για κάθε ήπειρο την ιστορία της τοπικής θεότητας, όσο και την ιστορία των προστατών αγίων στην κάθε μια από τις επαρχίες μας. Ο νέγρος έχει είδωλα οργισμένα, ανθρωποφάγα, ο πολυγαμικός μωαμεθανός βλέπει τον παράδεισό του κατοικημένο από γυναίκες,  οι Έλληνες, άνθρωποι πρακτικοί, είχαν θεοποιήσει όλα τους τα πάθη.
Κάθε χωριό της Γαλλίας βρίσκεται κάτω από την ευλογία ενός προστάτη αγίου, που παραλλάζει κατά την εικόνα των κατοίκων.
Έτσι, ο Άγιος Μιχαήλ προστατεύει την Κάτω Νορμανδία, ο Άγιος Μιχαήλ, ο ακτινοβόλος και νικηφόρος άγγελος, ο φέρων την ρομφαία, ο ήρως τ’ ουρανού, ο θριαμβεύων, ο που κατέβαλε τον Σατανά.
Μα να πως βλέπει και διηγείται ο πονηρός, μουλωχτός, υποκριτικός και στρεψόδικος κάτοικος της Κάτω Νορμανδίας, τον αγώνα του μεγάλου αγίου με τον διάβολο:

 


Για να προστατευτεί από τις μηχανές του δαίμονα, του γείτονά του, ο άγιος Μιχαήλ έχτισε ο ίδιος μες τον ωκεανό τούτη την κατοικία, αντάξια ενός αρχαγγέλου. Και, πράγματι, ένας τέτοιος άγιος θα το μπορούσε μοναχός του να οικοδομήσει ένα παρόμοιο ενδιαίτημα.
Όμως, καθώς φοβόταν ακόμη τις επισκέψεις του Κακού, κύκλωσε την επικράτειά του με κινούμενες αμμοθίνες, πιο δολερές κι από τη θάλασσα.
Ο διάβολος κατοικούσε σ’ ένα ταπεινό αχυροκάλυβο πάνω στην ακτή. Είχε όμως στην ιδιοκτησία του λιβάδια, που τα έλουζε το αλμυρό νερό, όμορφη κι εύφορη γη, που δίνει πλούσια γεννήματα, τις πολύφορες κοιλάδες και τις γόνιμες πλαγιές όλης της περιοχής – ενώ ο άγιος βασίλευε μόνο στην άμμο. Κι έτσι ο Σατανάς ήταν πλούσιος, κι ο άγιος Μιχαήλ φτωχός σαν αγύρτης.
Ύστερα από μερικά χρόνια νηστείας, ο άγιος στενοχωρημένος από την κατάσταση αυτή σκέφτηκε να έρθει σε συμβιβασμό με τον διάβολο. Όμως,το πράγμα δεν ήταν εύκολο διόλου, γιατί ο Σατανάς ήταν απασχολημένος στον θερισμό.
Σκέφτηκε για ένα εξάμηνο, κι έπειτα ένα πρωί πήρε το δρόμο για τη στεριά. Ο δαίμονας έτρωγε την σούπα του μπροστά στην πόρτα, όταν αντιλήφθηκε τον άγιο, κι αμέσως όρμησε να τον προϋπαντήσει, φίλησε το στρίφωμα του μανικιού του, του είπε να περάσει, και τον φίλεψε κάτι να δροσιστεί.
Αφού ήπιε μια κανάτα γάλα, ο άγιος Μιχαήλ πήρε τον λόγο :
«Ήρθα να σου κάνω μια καλή πρόταση.» Ο διάβολος καλόγνωμος και χωρίς δυσπιστία του απήντησε :
«Σύμφωνοι.»
«Να λοιπόν. Θα μου παραδώσεις όλες σου τις γαίες…»
Ο Σατανάς, ανήσυχος, θέλησε να τον διακόψει: « Μα …»
Ο άγιος συνέχισε :
«Άκουσε πρώτα. Θα μου παραδώσεις όλες τις γαίες. Θ’ αναλάβω την συντήρηση, τις εργασίες, τις καλλιέργειες, τη σπορά, το κάπνισμα των χωραφιών, τα πάντα εντέλει, και θα μοιραστούμε τη σοδειά εξ ημισείας. Σύμφωνοι;»
Ο διάβολος, όντας εκ φύσεως τεμπέλης, δέχτηκε.
Το μόνο που ζήτησε για πανωπροίκι ήταν μερικά από κείνα τα νόστιμα μουρμούρια, που ο ψαρότοπός τους είναι γύρω από τον μοναχικό βράχο. Ο άγιος Μιχαήλ υποσχέθηκε τα ψάρια.
Έδωσαν τα χέρια, έφτυσαν δίπλα, για να δείξουν που η δουλειά είχε κλείσει, και ο άγιος συνέχισε :
«Κοίτα, δεν θέλω να έχεις παράπονα από μένα. Διάλεξε τι προτιμάς: το μέρος της συγκομιδής που θ’ απομείνει πάνω στη γη, ή ό, τι μείνει μέσα στη γη.»
Ο Σατανάς φώναξε:
«Παίρνω αυτό που θα ’ναι πάνω στη γη.»
«Σύμφωνοι» είπε ο άγιος, κι έφυγε.
Κι έξι μήνες αργότερα, στην πελώρια επικράτεια του διαβόλου δεν έβλεπες παρά καρότα, γογγύλια, κρεμμύδια, λαγόχορτα, όλα τα φυτά που οι παχιές τους ρίζες είναι καλές και νόστιμες, ενώ τ’ άχρηστα φυλλώματά τους κάνουν μόνο για ζωοτροφή.
Ο Σατανάς δεν πήρε τίποτε, θέλησε να σπάσει το συμβόλαιο κι έσουρνε τα μύρια στον άγιο Μιχαήλ, τον «μασκαρά».
Όμως στον άγιο άρχισε να καλαρέσει η καλλιέργεια. Και επέστρεψε να βρει ξανά τον διάβολο:
«Σε διαβεβαιώνω πως δεν το έκανα σκοπίμως. Έτσι ήρθαν τα πράγματα,  κι όχι από δικό μου φταίξιμο. Και για να σε αποζημιώσω, σου προσφέρω αυτή τη χρονιά να πάρεις για λογαριασμό σου ό, τι θα βρίσκεται κάτω από τη γη.
«Σύμφωνοι», είπε ο Σατανάς.

Την επόμενη άνοιξη, όλη η έκταση των χωραφιών του Πνεύματος του Κακού είχε καλυφθεί από παχύ στάρι, θημωνιές μεγάλες σαν καμπαναριά, λινάρια, υπέροχα ράφινα, κόκκινο τριφύλλι, μπιζέλια, λάχανα, αγκινάρες, κι ό, τι άλλο αυξαίνει κάτω απ’ τον ήλιο, σπόρος είτε καρπός.
Πάλι ο Σατανάς δεν πήρε τίποτα και θύμωσε πια για τα καλά.
Πήρε πίσω τα λιβάδια και τις καλλιέργειές του κι έκλεισε τ’ αυτιά σε κάθε νέα πρόταση του γείτονά του.
Κύλησε ένας ολόκληρος χρόνος. Από τα ύψη του πύργου του ο άγιος Μιχαήλ κοίταζε την απόμακρη εύφορη γη, κι έβλεπε τον διάβολο που επιστατούσε τη δουλειά, κουβαλούσε τις σοδιές, αλώνιζε τον καρπό. Κι εξοργιζόταν απελπισμένος από την ανημποριά του. Και καθώς δεν μπορούσε πια να πιάσει κορόιδο τον Σατανά, αποφάσισε να πάρει εκδίκηση και πήγε να τον καλέσει σε δείπνο για την επόμενη Δευτέρα.
«Δεν ευτύχησες στις δουλειές που έκανες μαζί μου, του είπε, το γνωρίζω. Όμως δεν θέλω να μείνει πικρία ανάμεσά μας, και επιθυμώ να έρθεις να δειπνήσεις μαζί μου. Θα έχω απ’ όλα τα καλά να σε φιλέψω.»
Ο Σατανάς, λαίμαργος όσο και τεμπέλης, δέχτηκε ευθύς. Την συμφωνημένη ημέρα, έβαλε τα καλύτερά του ρούχα, και πήρε το δρόμο για το Βράχο.

Ο Άγιος Μιχαήλ του παρέθεσε ένα μεγαλειώδες γεύμα. Πρώτα παρουσιάστηκε ένα βολοβάν γεμάτο με λειριά και κοκορίσια νεφρά, μαζί με κομματάκια λουκάνικο, έπειτα δυο μεγάλα μουρμούρια με κρέμα, κατόπιν μια γαλοπούλα κάτασπρη και γεμιστή με κάστανα, ποτισμένα στο κρασί, ύστερα ένα μπουτάκι αλμυρής βοσκής, τρυφερό όσο μια τούρτα. Κι έπειτα, λαχανικά που έλιωναν στο στόμα, κι όμορφη ζεστή γαλέτα, που άχνιζε κι άπλωνε γύρω βουτυρένια ευωδιά.
Ήπιαν αγνό μηλίτη, αφρώδη και ζαχαρωμένο, και κόκκινο κρασί μεθυστικό. Και κάθε που τελείωναν ένα πιάτο, έσφιγγαν κι ένα ποτηράκι παλιά ρακή από μήλα.
Ο διάβολος ήπιε κι έφαγε μέχρι σκασμού, τόσο πολύ και τόσο καλά, που άρχισε να ζορίζεται.
Τότε ο άγιος Μιχαήλ, ορθώθηκε μεγαλοπρεπής και φώναξε με κεραύνια φωνή :
«Μπροστά μου κανάγια, μπροστά μου! Τολμάς …μπροστά μου…»

Ο Σατανάς τό έβαλε στα πόδια αλαφιασμένος, και ο άγιος αρπάζοντας μια μαγκούρα τον επήρε το κατόπι.
Έτρεχαν στις χαμηλοτάβανες αίθουσες, τριγύρω από τους πεσσούς, σκαρφάλωναν τις αέρινες σκάλες, κάλπαζαν κατά μήκος των επάλξεων, και πηδούσαν από υδρορροή σε υδρορροή. Ο φτωχός δαίμονας, άρρωστος του θανατά, είχε τραπεί σε φυγή μαγαρίζοντας στο δρόμο του την κατοικία του αγίου. Τέλος, βρέθηκε στον τελευταίο εξώστη, εκεί στα ψηλά, απ’ όπου κανείς ανακαλύπτει πια τον απέραντο κόλπο και τις πιο μακρυσμένες πόλεις του, τις αμμουδιές και τα βοσκοτόπια του. Δεν είχε παραπέρα να πάει, και ο άγιος ρίχνοντάς του μια τρομερή κλωτσιά στα πισινά τον έστειλε στο διάστημα σα σφαίρα.
Πέταξε στον αέρα σαν ακόντιο κι ήρθε κι έπεσε βαριά μπρος στην πόλη Μορταίν. Τα κέρατα στο κούτελό του και οι αρπάγες των μελών του μπήχτηκαν βαθιά στο βράχο, που κράτησε τα σημάδια αυτής της πτώσης του Σατανά για πάντα.
Σηκώθηκε κουτσός, σακατεμένος στον αιώνα. Και, κοιτάζοντας από μακριά τον μοιραίο Βράχο, που γραφόταν σαν αιχμή στο ηλιοβασίλεμα, κατάλαβε πως θα ήταν για πάντα ο ηττημένος στον άνισο αυτόν αγώνα, κι έφυγε σέρνοντας το πόδι με κατεύθυνση χώρες μακρινές, εγκαταλείποντας στον εχθρό του τους κάμπους, τις πλαγιές, τα λιβάδια και τους αγρούς του.
Να λοιπόν πως νίκησε το διάβολο ο άγιος Μιχαήλ, αυθέντης των Νορμανδών.
Ένας άλλος λαός, θα είχε αλλιώς ονειρευτεί αυτήν εδώ τη μάχη.

 

 

*αποδίδω έτσι το Mont St Michel, επειδή δεν είναι βουνό, ούτε λόφος, αλλά ένας βράχος μέσα στη θάλασσα, στα ρηχά.

***************

 

Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε διάφορα λογοτεχνικά, ιστορικά και καλλιτεχνικά πράγματα, κατόπιν τα μοιράστηκε στη μέση εκπαίδευση για τριάντα χρόνια. Γράφει πεζό και μεταφράζει αγγλική και γαλλική λογοτεχνία από τα εφηβικά της χρόνια, έγραψε πολλά ανώνυμα για το κίνημα των εκπαιδευτικών και των γυναικών, ποίηση έγραψε σε μεγάλη ηλικία μάλλον από έρωτα και άκρατο ενθουσιασμό. Άρχισε να εκδίδει αργά, επειδή ντρεπόταν. Ταξίδεψε αρκετά, είδε πολλά, αγάπησε, χόρτασε. Σήμερα ζει με τους φίλους και τα παιδιά της στην Αθήνα.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.