Στα 2 προηγούμενα:
Ο καλόγερος φεύγει από το μοναστήρι των Βενεδικτίνων μοναχών στο Monte Cassino, νότια της Ρώμης με πορεία προς την Κωνσταντινούπολη όπου θα δώσει ένα χειρόγραφο και θα αντιγράψει ένα άλλο. Το πρώτο μέρος της διαδρομής του είναι η πορεία του προς τη Βενετία από όπου θα πάρει όποιο καράβι βρει για την Πόλη.
Το χειρόγραφο που κουβαλά τον στοιχειώνει με τις αναφορές του στη δικαιοσύνη και τη θεϊκή βούληση σε αντιδιαστολή με την πενία και τη νηστεία που επιβάλει το τάγμα του. Ο μοναχός συνεχίζει το θαλάσσιο ταξίδι του προς την Κωνστατινούπολη.
Εικόνα 9 Χάρτης της Κωνσταντινούπολης Christoforo Buondelmonti, c. 1420.
Πηγή: https://el.travelogues.gr/item.php?view=51691
Το καράβι ελεύθερο και πάλι λικνίζεται στο νερό, εναλλαγή ξανά μέρας και νύχτας. Και αργά, σχεδόν βασανιστικά, μέσα στην αχλή του πρωινού η ξαπλωμένη πολιτεία με τα περίλαμπρα κάστρα, την Αγία Σοφία, το παλάτι του αυτοκράτορα προβάλει τον όγκο της και τα σπίτια που ακόμα κοιμούνται. Επιβλητικά δείχνει το παράστημά της στο άπειρο του ουρανού και στους εχθρούς της αυτοκρατορίας.
Ο καλόγερος περιμένει την ώρα που το μουρμούρισμα του νερού θα αλλάξει σε μικρό αόρατο παφλασμό, θα σημάνει το τέλος του ταξιδιού, το πλησίασμα στη βασιλεύουσα πόλη, το άγγιγμα του ονείρου. Φωνές από την αποβάθρα χαιρετίζουν το καράβι, δεν ξέρουν ακόμα πως τα αμπάρια είναι μισοάδεια και το κουρσεμένο σκαρί ματωμένο. Αναδύεται αργά από το αμπάρι και ψάχνει τον καπετάνιο. Του φιλάει το χέρι και προσεύχεται μέσα του για κείνον. Ο ναυτικός τον αρπάζει από το χέρι. «Περίμενε, θα σε δώσω σ’ αυτούς που σε περιμένουν, γι’ αυτό σε γλύτωσα, γι’ αυτό σε πήρα από τη Βενετιά. Το χειρόγραφο που κουβαλάς είναι από κείνα που κάνουν τους κινδύνους των δρόμων της θάλασσας ν’ αξίζουν. Σε περιμένουν, αν όχι εσένα, κάποιον σαν εσένα, να φέρει και να γράψει, να ανταλλάξει και να πει, γνώση και γράμματα, τραγωδίες και φιλοσοφία, ιατρική και φάρμακα, ότι τέλος πάντων κουβαλάς κάτω από το ράσο σου και το κοιτάς όταν νομίζεις ότι δε σε βλέπουν. Αυτό δεν είναι κατάδικό σου μόνο, είναι και δικό μας και γι’ αυτό σε γλύτωσα, γι’ αυτό σε μάζεψα ξανά από τους Γενουάτες. Γι’ αυτή τη γραφή που ποιος ξέρει τι λέει ή τι θα πει, ή πως θα την εξηγήσουν αυτοί που την περιμένουν. Έλα!» Φώναξε και τον κράτησε γερά. Η μέγγενη του στιβαρού χεριού τον ακινητοποίησε, προς στιγμή φοβήθηκε, μα ήξερε πως δεν υπήρχε διαφυγή. Στάθηκε δειλά στο κατάστρωμα του ρημαγμένου καραβιού και περίμενε να ριχτεί η σανίδα που θα τους ένωνε με τη στεριά. Με το γδούπο της σανίδας να πέφτει και να συγκολλάει σκαρί και αποβάθρα, ο καπετάνιος έκανε νόημα στο πρώτο μπουλούκι που πλησίασε και έσπρωξε τον καλόγερο μπροστά. «Οι Στουδίτες που είναι;» ρώτησε, «εδώ τους έχω άνθρωπο, ρεγάλο δικό μου στο μοναστήρι, έχει γραφές μαζί του και θέλει ναρθεί σε σας. Απεσταλμένος του πάπα και του μοναστηριού του φέρνει καινούργια κι άγνωστα γραμμένα. Τον ψάρεψα στη Βενετιά, τον γλίτωσα από τους γενουάτες πειρατές και τον φέρνω ρεγάλο στο Μοναστήρι του Στουδίου και στον αυτοκράτορα τον ίδιο».
Δυο καλόγεροι με μαύρα ράσα, μακριά μαλλιά και γένια πλησιάζουν στη σανίδα που κλυδωνίζεται και ανεβαίνουν προσεχτικά στο κατάστρωμα. Πλησιάζουν. Χαιρετούν σκυφτά κι ανταλλάσσουν διπλούς ασπασμούς με τον καπετάνιο. Ο πρεσβύτερος χώνει κρυφά στο χέρι του καπετάνιου ένα χοντρό δερμάτινο πουγκί με χρυσά νομίσματα κι εξαγοράζει το μακρύ ταξίδι του καλόγερου. Γνέφουν φιλικά στον καλόγερο να τους ακολουθήσει και ο παράταιρος μοναχός με το κουρελιασμένο ράσο πάει δίπλα τους. Σέρνει τα λειωμένα του σανδάλια, κρατάει το δέμα με τον κώδικα κι ακολουθεί μοιρολατρικά τους χαρούμενους και πολυάσχολους, καλοζωισμένους μοναχούς της μυστηριακής και θυμόσοφης ανατολής. Ο καπετάνιος ησυχασμένος πια μετράει τα χρυσά και έχει πια ρεφάρει, χαλάλι και οι πειρατές, γλύτωσε το καράβι και έβγαλε το ταξίδι και κέρδισε όχι μόνο σε χρήμα μα και σε εύνοιες, ανταλλάγματα, αλισβερίσια με το Μοναστήρι του Στουδίου. Χαλάλι, σκέφτηκε «κάνε το καλό και ρίχτο στο γυαλό» στην κυριολεξία είπε και γέλασε βροντερά. «Καλόγερε» φώναξε, «όταν έρθει η ώρα έλα δω να σε πάω πίσω!» Χαιρέτησε βροντερά και γύρισε στο τσούρμο που ξεφόρτωνε ότι είχε γλυτώσει από τους πειρατές.
Ο αποστεωμένος μισοξυπόλητος πια καλόγερος ακολούθησε μοιρολατρικά σχεδόν τους δυο μοναχούς που κουβέντιαζαν με θέρμη σε όλη τη διαδρομή. Φανερά ενθουσιασμένοι με την άφιξή του βιάζονταν να φτάσουν στη Μονή και να αναγγείλουν τα νέα στον ηγούμενο. «Καινούργιο απόχτημα!» και ποιος να ξέρει τι φέρνει! Ευλογητός συ Κύριε!
Εικόνα 10 Μικρογραφία που απεικονίζει τη Μονή του Στουδίου.
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%Μονήστουδίου
Η Μονή του Στουδίου απλώνεται κοντά στην Προποντίδα. Το Μοναστήρι των «ακοίμητων μοναχών» περιβάλλεται από ψηλό τοίχο και μέσα του η ζωή σφίζει σα μια πολιτεία. Μοναχοί περιφέρονται, δουλεύουν στον περίβολο, μυρωδιές από φαγητά και προσευχές ξεχύνονται μυστηριακά στον αέρα. Η εκκλησιά στην καρδιά του περίκλειστου χώρου στέκει δοξαστική με τα ψηφιδωτά και τις εικόνες, με τις ψαλμωδίες και το φως να πέφτει μέσα από τα παράθυρα και ν’ ακτινοβολεί στους τρούλους και στα κοσμημένα δάπεδα. Πανδαισία χρωμάτων, μυρουδιών, ήχων και ταυτόχρονα γαλήνη, γαλήνη μέσα στην κίνηση και μέσα στη ζέση, γλώσσα άγνωστη μα καθαρή και τονισμένη ήπια και μελωδικά. Ο στερημένος καλόγερος αναγαλιάζει. Που είμαι σκέφτεται, ποιος επίγειος παράδεισος με κλίνει μέσα του και πως στ’ αλήθεια θα σταθώ πάλι να γράφω χωρίς το μουντό φως και το κρύο να περονιάζει τα δάχτυλά μου; Που είμαι;
Του δείχνουν ένα καθαρό, ευρύχωρο κελί με ένα κρεββάτι, ένα ξύλινο σταυρό καρφωμένο στον τοίχο κι ένα εικόνισμα της Παναγίας, λουσμένο στο φως που τίποτα δεν αφήνει κρυφό και υπόσχεται τη χαρά της φύσης και της ζωής. Αλλοίμονο, σκέφτεται, εδώ δεν υπάρχει μέρος να κρύψεις σκέψεις, ερωτηματικά και πόθους. Χάθηκα! Ο θεός-τιμωρός του παπικού κράτους είναι απών. Η γλυκιά μορφή της Παναγίας τον κοιτάζει με καρτερία μέσα από το εικόνισμα με το Χριστό μωρό στα γόνατά της. Στοργή και φύση μαζί σε μια θρησκεία που αρχίζει κιόλας να αμφιβάλει ότι την ξέρει. Ο εξαθλιωμένος καλόγερος του Monte Cassino έχει φτάσει στο ποθητό τέρμα του ταξιδιού κι έχει βρει το πιο απρόσμενο σκηνικό. Δράση, φαγητό, αφθονία, χρώματα, μουσική, ζεστασιά της φύσης και των ανθρώπων. Κοιτάζει ακόμα αμίλητος και ζητάει να μείνει λίγο στο κελί να ξεκουραστεί. Ένα ζεστό πιάτο σούπα, ελιές και ψωμί καταφθάνουν μαζί με ένα ποτήρι κρασί. «Ξεκουράσου», του λένε και γνέφουν φιλικά. Θα ειδοποιήσουμε τον ηγούμενο.
Στέκει μέσα στο χώρο που δεν τον ορίζει. Εξερευνάει και προσπαθεί να δει τη ζωή του μέσα σ’ αυτή τη μαγεία. Νοιώθει πως πρέπει πια να βγάλει το χειρόγραφο από τον κόρφο του και να το ξανακοιτάξει, αυτός και μόνο με αποκλειστικότητα για μια τελευταία φορά. Για μια τελευταία φορά, ως έργο κατάδικό του, παραβαίνοντας ακόμα έναν όρκο, αυτό της απόλυτης ένδειας και απάρνησης κάθε ιδιοκτησίας. Κι όμως του έδωσε υπόσταση αντιγράφοντάς το, είναι δικό του δημιούργημα κι ας μη το κρατήσει σαν ιδιοκτησία, έχει την πατρότητά του, αν μπορεί να διανοηθεί κάτι τέτοιο σε ένα κόσμο που απαρνήθηκε κάθε πιθανότητα γέννησης ενός παιδιού του. Αυτό λοιπόν το χειρόγραφο είναι ότι πλησιέστερο θα έχει ποτέ σαν παιδί. Το έπλασε γραμμή γραμμή, το κουβάλησε μήνες τώρα πάνω του, το γλύτωσε από στενά σοκάκια και απειλές της νύχτας, θάλασσες, πειρατές, ξερονήσια και καράβια. Τόφερε ίσαμε εδώ στην ασφάλεια και στη σιγουριά. Πρέπει να το αποχαιρετίσει. Κοιτάζει ξανά για τελευταία φορά τις μαγικές γραμμές που τον αγκύλωσαν μέσα τους:
«Τι είναι όσιο λοιπόν; Αυτό που είναι αγαπητό στους θεούς και πρέπει να δίνουν οι άνθρωποι. Δηλαδή, τις θυσίες και τις προσευχές, κι αυτά σώζουν».
Ναι σωστά, εδώ όλοι συμφωνούν κι ο Ευθύφρων κι ο Σωκράτης κι ο δικός του Χριστιανικός θεός. Όμως πιο κάτω αυτή η αρμονία χαλάει. Το σκηνικό ανατρέπεται:
«υπηρετούμε τους θεούς αλλά τους ζητάμε ανταλλάγματα. Και τους ζητάμε όλα όσα έχουμε ανάγκη, κι αυτοί μας τα δίνουν όλα (τη φύση, την τροφή, την ομορφιά, την τέχνη) και μεις πρέπει να τους δώσουμε αυτά που έχουν εκείνοι ανάγκη. Μα στ’ αλήθεια έχουν ανάγκη οι θεοί τις προσευχές μας ή μήπως κι αυτό είναι δική μας ανάγκη και η εμπορική συμφωνία μας με τους θεούς είναι άνιση και ετεροβαρής; Εμείς παίρνουμε τα πάντα κι εκείνοι τίποτα!»[1]
Εικόνα 11 Η Σχολή των Αθηνών, Ραφαήλ, 1508-1511 τοιχογραφία, Αίθουσα της Segnatura, Βατικανό
Πηγή: https://www.gettyimages.com/photos/raphael-vatican
Κι αν ο θεός δίνει την τροφή, τη φύση, την ομορφιά, την τέχνη γιατί αυτός ο φτωχός καλόγερος του επίγειου τούτου κόσμου να απαρνείται όσα του δίνει ο Θεός και να απέχει από την τροφή, τη ζεστασιά, την απόλαυση, τη ζωή; Η άρνηση της φύσης και της τροφής τον στοιχειώνουν. Τι αποτέλεσμα έχει αυτό πέρα από το να λέει και κρυφά μέσα του να αμφιβάλει για την ψεύτικη νίκη του, ότι τάχατες δάμασε τη φύση. Τι ύβρις, τι ειρωνεία, τι υποκρισία! Κι η άρνηση της ομορφιάς; Γιατί στ’ αλήθεια να μη μπορεί να θαυμάσει την ομορφιά των ανθρώπων ακόμα κι αυτή την άθλια εικόνα τη δική του! Να βγάλει το ράσο, ν’ αφήσει την κόμη του αξύριστη, να κοιταχτεί στο γυάλισμα του νερού στην άκρη της θάλασσας και να μην τρομάζει, να μην αποστρέφει το βλέμμα. Αλλά ας είναι και έτσι, να μπορεί να θαυμάσει την ομορφιά, όπου κι αν είναι. Και η τέχνη; Εδώ έχει μια απάντηση, οι ναοί, οι ψαλμωδίες, το χειρόγραφό του! Κι αυτά είναι τέχνη. Αλλά η τέχνη πρέπει να υπακούει στο Θεό. Αυτό σκέφτεται είναι σωστό! Έτσι είναι! Μικρή θυσία ευγνωμοσύνης προς το Δημιουργό του! Όλα μοιάζουν σα να έχουν χάσει την ισορροπία τους! Και έπειτα, τί είναι δίκαιο από όλα τούτα; Που είναι η θεία δικαιοσύνη, η θεία οικονομία των πραγμάτων και η δικαίωση των θυσιών του; Στην άλλη ζωή σκέφτεται! Όλα εκεί!
Πάλι το χειρόγραφο με τις μαύρες καλλιγραφικές μουτζούρες τον κοιτάει κοροϊδευτικά. Το τυλίγει ξανά στο πανί και ξέρει ότι πρέπει να το αποχαιρετίσει, όπως ξέρει ότι πρέπει να αναζητήσει το «υπόλοιπο» της αλήθειας εδώ. Μόνο εδώ σε τούτο το μοναστήρι, με τη μεγάλη βιβλιοθήκη μπορεί να βρει το κομμάτι της δικαιοσύνης που του λείπει και να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Να ξαναδημιουργήσει την τάξη του κόσμου μέσα του, μόνο έτσι μπορεί να ξαναβρεί τη γαλήνη της σκέψης του και την αιώνια ζωή που τόσο μόχθησε ήδη γι’ αυτή την άπιαστη.
Εικόνα 12 Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης
Ένα μαύρο καθαρό ράσο από μαλακό ύφασμα είναι απλωμένο στο κρεββάτι. Πιο κάτω από το κελί του, στο λουτρό τρέχει νερό. Ουρανοί, γιατί με εμπαίζετε σκέφτεται! Πως θα κρατήσω την πενία, την προσευχή, τη νηστεία μέσα στον πειρασμό τον ίδιο; Δε θέλει να πλυθεί, μήτε ν’ αποχωριστεί το τρίχινο κουρελιασμένο ράσο του. Οι μοναχοί που τον άφησαν πριν, πλησιάζουν από το βάθος του διαδρόμου που οδηγεί στο κελί του. Φωνάζει πια, μιλάει χωρίς να ξέρει αν θα τον καταλάβουν και ζητάει τον ηγούμενο του μοναστηριού. Βγάζει το χειρόγραφο ξανά από το πανί που το έχει τυλιγμένο και το απλώνει. Ξέρει ότι είναι στο σωστό μέρος και να μη χάνουν χρόνο. Θα αντιγράψουν εκείνοι το δικό του κι αυτός τον κώδικα που του ζήτησε ο ηγούμενος Ντεζιντέριο και θα φύγει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ας μη χάνουμε χρόνο. Ορίστε εδώ είναι ο κώδικας, δώστε μου το «Κύριαι Δόξαι», θα το αντιγράψω και θα γυρίσω πίσω στο βράχο του Monte Cassino να ζήσω εκεί, όπως ξέρω.
Ο ηγούμενος τον περιμένει. Το χειρόγραφο στα χέρια του, φανερωμένο και εκθαμβωτικό τον συνοδεύει, στην πιο σημαντική στιγμή του ταξιδιού του, στο τέλος και στην καινούργια αρχή του. Η ώρα της ανταλλαγής έχει φτάσει. Δούναι και λαβείν.
Ο ηγούμενος παίρνει ευλαβικά στα χέρια του το χειρόγραφο του καλόγερου. Η λέξη «Ευθύφρων» τον συναρπάζει! Θησαυρός μουρμουρίζει και κοιτάζει ευχαριστημένος τον καλόγερο. «Καλώς ήρθες» «Ευλογητό το όνομα του Κυρίου που σε έστειλε. Μεγάλη η δόξα του. Τι θέλεις από μας;».
Το «Κύριαι Δόξαι, του Επίκουρου» μου είπαν και … «ότι έχετε που να μιλάει για δικαιοσύνη» συμπληρώνει βιαστικά. Σχεδόν τρέμει, που έχει προσθέσει από μόνος του τούτη την επιθυμία. Ο ηγούμενος δεν θέλει να αντισταθεί. Το «Κύριαι Δόξαι» είναι εδώ, στη διάθεσή σου. Το άλλο όμως που ζητάς είναι τυφλό και άπιαστο σαν τη δικαιοσύνη, είναι παντού. Ξεκίνα από το «Κύρια Δόξαι» και θα βρεις και τη δικαιοσύνη, θα σε βοηθήσουν εδώ οι μοναχοί κι ο βιβλιοθηκάριος του μοναστηριού. Η αναζήτηση της δικαιοσύνης είναι δύσκολη, συχνά ανέφικτη, μπορεί να είναι μόνο ουράνια αρετή κι όχι ανθρώπινη, μπορεί να είναι μόνο θεία αλλά και πάλι πόσο κομμάτι από το «θείο» κατέχει; Κι έχει και άλλα μέσα της, έχει ομορφιά, φρόνηση, ικανοποίηση και τέλος είναι η μόνη που δίνει την κάθαρση.
Ο καλόγερος τρέμει. Τι ξέρει ο ηγούμενος; Μάλλον ο ηγούμενος ξέρει, ξέρει το κείμενό του, ξέρει τον Πλάτωνα και δεν έχει απάντηση. Ξέρει όμως και άλλα κι αυτή η κάθαρση τι είναι; Που είναι; Και γιατί έχει μέσα της δικαιοσύνη; Τι είναι τούτο πάλι; Κι όμως είναι στο σωστό μέρος. Εδώ θα βρει την αλήθεια.
Ο ηγούμενος τον κοιτάει και συμπληρώνει: «Μπορείς να βλέπεις και να διαβάζεις το χειρόγραφό σου στη βιβλιοθήκη. Μετά το απόδειπνο, μπορείς και να το δανειστείς για το κελί σου. Μόνο που το πρωί θα το φέρνεις πίσω. Το ίδιο και για ότι άλλο βρεις μέσα στη βιβλιοθήκη μας και θέλεις να διαβάσεις. Μόνον έτσι θα βρεις και τη δικαιοσύνη που ζητάς. Καλώς ήρθες!»
Ο καλόγερος ανακουφισμένος στέκεται ακόμα μπροστά στην πόρτα του ηγούμενου, στις άκρες των ποδιών του υποχωρεί και φεύγει πισοπατώντας προς το διάδρομο που θα τον οδηγήσει στον κήπο του μοναστηριού. Ο ήλιος έχει ψηλώσει και έχει κατεβεί, το γέρμα της μέρας απλώνεται περίλαμπρο μέσα σε πορφυρά χρώματα που γεμίζουν τον ορίζοντα. Οι ψαλμωδίες ξεχύνονται από τον εσπερινό. Νοιώθει γαλήνιος, σα να έφτασε στο τέρμα του πρώτου σκοπού.
Συνεχίζεται