Ένα εκατόφυλλο ρόδο που ανθίζει σε εύφορο, καλά οργωμένο χώμα, μεθά με το άρωμά του τον εκάστοτε εραστή της ομορφιάς του, και σκορπά γοητεία σε όλο το περιβάλλον γύρω του: Αυτή ακριβώς η εικόνα σκιαγραφήθηκε στην φαντασία μου, όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο της Ανθούλας Δανιήλ «Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα» (εκδόσεις Βακχικόν, 2020) . Κι όσο προχωρούσα την ανάγνωση, τόσο περισσότερο μ’ αιχμαλώτιζε ο φωτερός ποταμός του κειμένου της – φωτερός όσο και η Ελλάδα, τον πολιτισμό, την ιστορία και την γλώσσα της οποίας υπηρετεί με πραγματικά απέραντη αφοσίωση χρόνια τώρα, η πολυγραφότατη και ευρυμαθέστατη φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας.
Με επηρέασε η όμορφη εικόνα που κατ’ εμέ τόσο προσεγμένα κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου; Ήθελε άραγε η Ανθούλα Δανιήλ να (απο)κρυπτογραφήσει κάποιο σημαίνον με το συγκεκριμένο σημαινόμενο; Δεν είμαι σε θέση να πω. Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρη, είναι ότι το εκατόφυλλο ρόδο της, με τα ατελεύτητα πέταλα των προσωπικών αναμνήσεων, και καλλιτεχνικών αναλύσεων, συνθέσεων και περιγραφών της, βυθίζει τις ρίζες του σ’ ένα εύφορο και καλά οργωμένο χώμα γνώσεων, και αφορμών για την πρόσληψη γνώσεων, που πάντα καρπίζει.
Ξεκινώντας, τόσο στην εισαγωγή του βιβλίου, όσο και στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου, με μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση στον αναγνώστη σχετικά με το αντικείμενο και τους σκοπούς της γραφής της, η Ανθούλα Δανιήλ «μας ξεναγεί», στη συνέχεια, «στην εμφανώς ευρύχωρη Κατοικία των ιδεών της», όπως επισημαίνει στον ευστοχότατο πρόλογό του και ο ποιητής και Πρέσβης επί τιμή Γιώργος Βέης.
Ολόκληρο το βιβλίο της πραγματοποιεί εξάλλου έναν άλλοτε άμεσο, κι άλλοτε έμμεσο διάλογο με τον αναγνώστη. Και παντού, η συγγραφέας ξετυλίγει το καλλιτεχνικό υφαντό των συλλογισμών της, ανευρίσκοντας «τα καλλιτεχνικά του ανάλογα. Για παράδειγμα, ένα ποίημα του Μαλαρμέ που γίνεται μουσική σύνθεση από τον Ντεμπισί και μπαλέτο που χορεύει ο Νιζίνσκι, και μετά ποίημα από τον Σεφέρη,» όπως μας εξηγεί από την πρώτη κιόλας στιγμή, στην εισαγωγή του βιβλίου της.
Μέσα από ένα πρωτότυπο και μοναδικό στο είδος του κείμενο, η Ανθούλα Δανιήλ ξετυλίγει όλη της ζωή, την οποία συνδέει απαρεγκλίτως με όλες τις μορφές της τέχνης, αφορμώμενη από προσωπικές στιγμές και βιώματα. Έτσι, αναδεικνύει το όλον της παγκόσμιας τέχνης σε κάθε της έκφανση, εφόσον αποδεικνύει ότι όλα μπορούν να συνδεθούν συνειρμικά μεταξύ τους: Η συγγραφέας διαθέτει μιαν εκπληκτική εσωτερική παρόρμηση, που προέρχεται όχι μονάχα από ένα προσωπικό χάρισμα, αλλά κι από δεκαετίες επιστημονικών μελετών και αποθησαυρισμένου γνωστικού πλούτου, και την οποία ορίζει πάλι στην εισαγωγή του βιβλίου της, λέγοντας: «Ο τρόπος μου, όπως πια είναι προφανές, συνίσταται από διακειμενικές σχέσεις, καλλιτεχνικές ανταποκρίσεις, διασταυρώσεις των τεχνών μεταξύ τους… Με γοήτευε πάντα μ’ άλλα λόγια, αυτή η σύμπλεξη τεχνών, βιβλίων, έργων τέχνης και ανθρώπων δημιουργών».
Οι σελίδες του έργου της βρίθουν από παραδείγματα αυτής της σύμπλεξης, που αποδιπλώνονται στα μάτια του αναγνώστη όπως τα αναρίθμητα αστέρια στον ουρανό, και τον ταξιδεύουν. Διότι η Ανθούλα Δανιήλ, άνθρωπος ξεχωριστός από τα μικράτα της, με ακόρεστη δίψα για μάθηση, αισθάνεται (και είναι, αν κρίνει κανείς από την συγγραφική κι επιστημονική πορεία της μέχρι σήμερα), ταγμένη στα γράμματα και την τέχνη: «Και διαβάζοντάς τους κι ακούγοντάς τους, τους μυθικούς ήρωες κι αληθινούς δημιουργούς, ήμουν στα μουσικά ουράνια, σε τόπους παραδείσιους και συνομιλούσα μαζί τους, κι ήταν αυτοί το «σόι» μου, εκείνοι που είχα επιλέξει για «σόι» μου, πέρα από εκείνους που με έδενε μαζί τους η αιμάτινη κλωστή που επέβαλλε και την αναγκαία συγγένεια», μας εξομολογείται σε άλλο σημείο του βιβλίου.
Και με αυτό το δεδομένο, ολόκληρο το βιβλίο της καθίσταται ένα παραμύθι γύρω από την παγκόσμια τέχνη, μέσα στο οποίο εμβαπτίζει τον αναγνώστη, χρησιμοποιώντας ως όχημα τον χρόνο: Η συγγραφέας διακατέχεται από τον ενθουσιασμό του ανθρώπου που ανακαλύπτει συνεχώς καινούργια πράγματα, (ή αναβαπτίζει τα παλιά υπό καινούργιο πρίσμα), μετακινούμενος μέσα στον χρόνο οριζοντίως και καθέτως. Ακόμη και τον τίτλο του βιβλίου, τον επέλεξε πάνω σ’ αυτή τη βάση. «Ο χρόνος υπακούει σε ένα συνεχές φλας-μπακ, πάει κι έρχεται συνεχώς μπρος-πίσω», μας εξηγεί. Και αλλού: «Με άλλα λόγια, το κύμα της αφήγησης με πάει μια στα βαθιά του χρόνου, μια στα ρηχά, μια μέσα, μια έξω, μια πίσω, μια μπρος».
Μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, η Ανθούλα Δανιήλ καταθέτει την ψυχή της. Και το κάνει, με τον αγαπημένο της (και μας) ποιητή, τον Ελύτη, πανταχού παρόντα. Ο γοητευτικός κειμενικός ποταμός της κυλά πληθωρικός, αυθόρμητος, χιουμοριστικός, φιλοσοφικός, ποιητικός, λυρικός. Ενώ ο ανάγλυφος κόσμος, η παραστατικότητα, και οι εικόνες της απαράμιλλης ελληνικής γλώσσας, γεμίζουν κάθε σελίδα.
Η ίδια η Ανθούλα Δανιήλ προσδίδει στο έργο της τον αόριστο ορισμό «αφήγημα», και είναι γεγονός, ότι αυτό ουσιαστικά αποτελεί ένα υβριδικό έργο, που αναμειγνύει προσωπικά στοιχεία, βιώματα, φιλοσοφικές σκέψεις, λογοτεχνικές περιγραφές, και στοιχεία δοκιμίου. Αλλά πόση σημασία έχει ουσιαστικά αυτό; Πόση σημασία έχει ο ορισμός; «Σαν βγεις στο πηγαιμό για την Ιθάκη // να εύχεσαι να’ ναι μακρύς ο δρόμος // γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις», λέει ο μεγάλος μας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης. Και στο παρόν πόνημα, ό,τι μετράει είναι το ταξίδι, το ατέρμονο ταξίδι μέσα στον υπέροχο κόσμο της τέχνης και των ανθρώπων, έτσι όπως μόνο η Ανθούλα Δανιήλ ξέρει να βιώνει, και να προσφέρει στους συνανθρώπους και αναγνώστες της. Αυτή είναι η Ιθάκη…