Ο χρόνος είναι μια αγκαλιά, που περιβάλλει ολόκληρη την Ιστορία, τα γεγονότα, τις στιγμές και τους ανθρώπους της. Και υπάρχουν βιβλία, που ακόμη κι όταν προσεγγίζουν την Ιστορία με μυθιστορηματικό τρόπο, βουτούν μέσα σε αυτήν την αγκαλιά, για ν’ ανασύρουν διαμάντια, να εμβαθύνουν, και να πλατύνουν τους ορίζοντές μας. Ένα από αυτά τα βιβλία είναι και η μυθιστορηματική βιογραφία που συνέγραψε η Αργυρώ Μαντόγλου με τον τίτλο «Τρικυμίες παθών – τα νεανικά χρόνια του Κοραή στο Άμστερνταμ», και η οποία κυκλοφορήθηκε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Η συγγραφέας παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι, και πραγματοποιεί μαζί του μια βουτιά στον συγκεκριμένο χωροχρόνο του Άμστερνταμ του τέλους του 18ου αιώνα. Τι μας αποκομίζει; Μας δίνει την χαρά να μας παρουσιάσει, (και το βιβλίο κατά μια ευτυχή συγκυρία εκδόθηκε φέτος, οπότε και συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση), τον Αδαμάντιο Κοραή έτσι όπως δεν τον ξέρουμε, και δεν τον φανταστήκαμε ποτέ. Σελίδα την σελίδα, η Αργυρώ Μαντόγλου κεντά την περιγραφή της, για να παραδώσει στην ελληνική Ιστορία άλλη μια ψηφίδα στο μωσαϊκό που συνθέτει τη ζωή του Μεγάλου Διδασκάλου του Γένους, καλύπτοντας ένα σημαντικό κενό που αφορά τα νεανικά του χρόνια.
«Ας μείνω τέτοιος που είμαι». Αυτή είναι η φράση, την οποία ο Κοραής υπό καθεστώς εμπορικής χρεωκοπίας εκστόμισε στον φίλο του ζωγράφο Φαμπιέν στην ολλανδική πρωτεύουσα. Και μπορεί ειδικά ο Φαμπιέν, όπως μας δηλώνει η ίδια η συγγραφέας στο επεξηγηματικό, σύντομο σημείωμά της στον τέλος του βιβλίου, να είναι φανταστικό πρόσωπο, η φράση όμως είναι πέρα για πέρα αληθινή, και θα ακολουθούσε τον Κοραή σε ολόκληρη την ζωή του. Μια φράση που αντικατοπτρίζει την πλήρη αποδοχή από μέρους του, του προσωπικού του πνευματικού άστρου, ύστερα από μια τρυκυμιώδη συναισθηματική, αλλά και αποτυχημένη εμπορική ζωή.
Και αυτός είναι ένας νεαρός Κοραής γλυκύτατος, μοναδικός, («δεν συναντά κανείς συχνά μια ευφυΐα με ήθος» του είχε πει ο Ολλανδός καλβινιστής και λόγιος δάσκαλός του Αδριανός Βύρτον,) ένας Κοραής «πυρωμένος χαρακτήρας, παθιασμένος με τη ζωή και ό,τι αυτή έχει να προσφέρει», όπως τον χαρακτηρίζει η συγγραφέας στο σημείωμά της. Ένας άνθρωπος ακριβώς στον αντίποδα του ψυχρού και απόμακρου «αγάλματος» του γηραιού Κοραή-Διδασκάλου που όλοι γνωρίζουμε από τα σχολικά μας βιβλία της Ιστορίας.
Τον Ιούνιο του 1771 λοιπόν, ο εικοσιτριάχρονος Αδαμάντιος Κοραής, γιός εμπόρου από την Σμύρνη, αποπλέει για το Άμστερνταμ για να αναλάβει μια εργασία εντελώς αντίθετη από την φυσική του κλίση: την διεύθυνση ενός εμπορικού συνεταιρισμού. Μύχιος ουσιαστικός πόθος του όμως, είναι να ξεφύγει από τον ζυγό των Τούρκων, να μορφωθεί, και να καλλιεργήσει το πνεύμα του στην Ευρώπη του Διαφωτισμού. Η εμπορική του πορεία καταλήγει σε παταγώδη αποτυχία: Ο νεαρός Αδαμάντιος είναι ταγμένος από τα μικράτα του στα γράμματα.
Ο εμπορικός βοηθός που οι δικοί του και οι συνεργάτες της εταιρείας του πατέρα του όρισαν να τον συνοδεύει, ο Σταμάτης Πέτρου, χαρακτηριστικός τύπος ελληνικής (δυστυχώς) μετριότητας και κουτοπονηριάς, μετατρέπεται στον χειρότερο εχθρό του, ενώ την μεγαλύτερη αγάπη, τον έρωτα και την παρηγοριά βρίσκει στην εξίσου νεαρή, «φωτισμένη», αλλά φθισική Μαρία, κόρη του σπιτονοικοκύρη του, η οποία δεν αργεί να πεθάνει. Παρά τις προσπάθειες του Κοραή να συνδυάσει εμπόριο και μόρφωση, η χρεωκοπία χτυπά τελικά την πόρτα του, τον οδηγεί στην απόγνωση, αλλά και στην απόφαση να γίνει αυτό που πραγματικά έγινε στην ζωή του, ο Μεγάλος Διδάσκαλος του Γένους και αναμορφωτής της ελληνικής γλώσσας, στο Παρίσι, όπου έζησε τα επόμενα χρόνια.
Με γραφή λιτή, άμεση αλλά και παραστατική και γλαφυρή, η συγγραφέας βουτά μέσα στο κόκκινο χρώμα των παθών του νεαρού Αδαμάντιου Κοραή, ταυτίζεται με την σκέψη, τα συναισθήματα, το χιούμορ και την γλώσσα του, τον ψυχογραφεί, και δικαιολογεί πλήρως τον τίτλο του βιβλίου της, ο οποίος ούτως ή άλλως απορρέει από φράση του ίδιου του Δασκάλου του Γένους: «Η νεότης μου εσαλεύετο από τρικυμίας παθών».
Ο συνταρακτικός τρόπος με τον οποίο ξεκινά το έργο, με τον Κοραή να αναστοχάζεται σε α’ πρόσωπο, μας προϊδεάζει απόλυτα για την συνέχεια, ενώ το παιχνίδι με τον χρόνο και τους στοχασμούς του, που περιοδικά επαναλαμβάνονται ανάμεσα στα παρελθοντικά κεφάλαια του αφηγητή, προσδίδει ιδιαίτερη γοητεία στο ανάγνωσμα.
Δεν σας κρύβω, ότι τελειώνοντας το βιβλίο ένιωσα την ακατανίκητη επιθυμία να μάθω τι απόγινε και στην συνέχεια της ζωής αυτού του φωτισμένου και ξεχωριστού ανθρώπου, ο οποίος έγινε αργότερα, στην ωριμότητά του, αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς της Γαλλικής Επανάστασης στο Παρίσι. Αλλά να το μάθω με τον ίδιο τρόπο της άμεσης και ανθρώπινης περιγραφής, κι επικοινωνίας μεταξύ συγγραφέα, αναγνώστη και ήρωα. Αυτή είναι η άλλη γοητεία της Ιστορίας, έτσι κι αλλιώς…