Υπάρχουν πίνακες της ποίησης που σκιαγραφούν με ακρίβεια τη ζωή μας. Πίνακες που φέρνουν τόσο έντονα στο νου την αντιστοιχία ποίησης και ζωγραφικής, ώστε να διαμορφώνουν μπροστά στα μάτια και μέσα στην ψυχή του αναγνώστη ένα υπέροχα τέλειο σύνολο. Παρόμοιοι πίνακες συνήθως ακτινοβολούν ομορφιά και συναίσθημα, χώρια οι εικόνες που σχηματίζουν – παρόμοιους πίνακες συναντάμε και στην ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου «Ευγενής Ναυσιπλοΐα», που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Μελάνι.
Η θάλασσα μέσα στην οποία βυθίζεται η Δήμητρα Χριστοδούλου είναι βαθιά, και τα μηνύματα τα οποία εκπέμπει πολυσήμαντα και σε πολλά επίπεδα. Και προφανώς βυθίζεται, χωρίς να βουλιάζει. Παιδί μιας γενιάς της οποίας η δεδομένη πλέον ωριμότητα μας προσφέρει όλο και πιο κατασταλαγμένα δείγματα ποιητικής έκφρασης, της γενιάς του ’70, η Χριστοδούλου δεν εξαιρείται από τον κανόνα: τα ποιήματά της, αποτύπωση μιας φιλοσοφημένης, όσο και θλιμμένης περιδιάβασης της σημερινής ζοφερής πραγματικότητας και της ζωής μας, καταλήγουν σε ένα πολύ μεστό και δυνατό σύνολο.
Η «Ευγενής Ναυσιπλοΐα» αποτελείται από 50 ποιήματα, γραμμένα το καθένα, αυστηρά, σε 24 ελεύθερους στίχους, κι εδώ έρχεται η πρώτη, δομικής φύσεως, παρατήρηση που θα επιχειρήσουμε: το κάθε ποίημα συνιστά και τον δικό του μικρόκοσμο, και οικοδομεί την δική του, αριστοτεχνικά δομημένη ιστορία – η τέχνη της ποιήτριας με την θαυμαστή προσαρμογή και πειθαρχία της σε αυτό το συγκεκριμένο μέγεθος ποιημάτων, το οποίο γνωρίσαμε ήδη στην ποιητική συλλογή της «Εικοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή» το 2019, είναι πλέον γεγονός.
Οι άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η ποιητική της Χριστοδούλου στην «Ευγενή Ναυσιπλοΐα», είναι τρεις: η αυτοπροσωπογραφία μέσω της αυτοπαρατήρησης, οι προσωπογραφίες άλλων ανθρώπων ως μονάδων, με φόντο πάντα την δυσοίωνη πραγματικότητα της εποχής μας, και η περιγραφή του κόσμου και της πραγματικότητας ως συνόλων. Εδώ, θα πρέπει να προσθέσουμε και την εκτύλιξη του έξω και του μέσα κόσμου – του υλικού, που μας περιβάλλει, σε συνδυασμό με τον άυλο, τον εσωτερικό, τον κόσμο των συναισθημάτων. Ο έξω κόσμος ανοίγει την πόρτα στο δωμάτιο των συναισθημάτων της ποιήτριας.
Και το σεργιάνι της στον κόσμο τούτο μόνο χαρούμενο δεν είναι· πρόκειται για μια περιδιάβαση πικρή, και γεμάτη σαρκασμό, που αναδίνει όχι απλή θλίψη, αλλά πραγματική οδύνη, με κύρια θεματική της τον θάνατο, κυριολεκτικό και μεταφορικό.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής («Δεξιώσεις», σελ. 7), μας χτυπά με ένα απόλυτα δυνατό ξάφνιασμα μιας έξοχα εικονοπλαστικά δοσμένης προσωποποίησης, από αυτές που σπάνια συναντά κανείς σε ποιητικά έργα, και μας δίνει το πρώτο στίγμα για την συνέχεια:
Έντρομη χτύπησε την πόρτα μου η νύχτα
Σαν να την κυνηγούσαν ληστές.
Δεν είχα λόγο να αρνηθώ καταφύγιο
Σ’ ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα.
Μπήκε. Ξημέρωσε έξω βίαια
Μ’ ένα άσπρο φως χειρουργείου.
Με παρόμοιες προσωποποιήσεις είναι γεμάτο το βιβλίο, ενώ η εικονοπλασία, ο μεταφορικός λόγος και οι παρομοιώσεις που τις συνοδεύουν, οικοδομούν με καίριες ψηφίδες το μωσαϊκό του κόσμου μας.
Χιονισμένη από σφαγή κι επιστήμη
Η πόλη έξω συνεχίζει ν’ αναπτύσσεται.
Τρίζει η μεσοτοιχία ανεπαίσθητα
Σαν τα οστά παιδιού που μεγαλώνει
Χωρίς δικαίωμα στον θρήνο της αγάπης
Χωρίς ελπίδα σε σκοτάδι αγκαλιάς
γράφει η ποιήτρια παρακάτω στο ίδιο ποίημα. Τα παιδιά, όπου εμφανίζονται, δεν είναι παρά οι αθώοι αποδέκτες ενός απαράδεκτου κόσμου. Η πόλη και τα συναισθήματα που προκαλεί, είναι πανταχού παρόντα. Ένα δεύτερο, μικρό, αλλά εκπληκτικό παράδειγμα συνδηλώσεων εδώ:
Κρατώ με δάχτυλα ιδρωμένα την ψυχή μου,
Ό,τι απομένει από ψυχή, ένα τόπι,
Μια κούκλα πάνινη μ’ αντισώματα ανθρώπου.
Κηλίδες ήλιου σε κυκλώπεια κτίσματα
Ανοίγουνε κάθε πρωί τα σαγόνια
Σαν τροπικά λουλούδια σαρκοφάγα
Και με το πρώτο νευρικό κορνάρισμα
Όποιον καθυστερεί τον καταπίνουν
……………………………………………………….
Μας τρέφει μια τεράστια μπουκιά από σύννεφο
Που απλώνει την χυμένη κρέμα του στους δρόμους.
Θα μπουκωθούμε απ’ όσα διώχνει το στομάχι
Και θα χορτάσουμε από τη συντριβή τ’ ουρανού
(«Βρώσις και πόσις», σελ. 10). Να τι εμπεριέχει η πόλη, λοιπόν. Έναν κόσμο όπου δεν χωρά ούτε το φως, ούτε η αγάπη, ούτε η ομορφιά· αλλά η συντριβή του ουρανού. Εξάλλου η λέξη «θρήνος» επαναλαμβάνεται συχνά-πυκνά στα ποιήματα με όλο το συναισθηματικό φορτίο της, ενώ το φεγγάρι…
Άχ, το γυάλινο, το σαστισμένο φεγγάρι!
Φυλλομετράει με το δάχτυλό του τα όνειρα,
Δεν είναι η μοίρα του να καταλάβει.
(«Ποιος έχασε την πολύτιμη Άννα», σελ. 20). Η «πολύτιμη Άννα» είναι ένα από τα πρόσωπα που σκιαγραφείται από την ποιήτρια στο έργο της, ένας άνθρωπος «της διπλανής πόρτας» μας, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, των οποίων τα πορτραίτα αποδίδονται με χαρακτηριστική ενάργεια και λεπτομερή καταγραφή των χαρακτηριστικών των υποκειμένων τους, αποβαίνοντας καίρια για την πιστότητά τους.
Θλιμμένος, νευρικός, σχεδόν αγράμματος,
Μετά το Λύκειο ευτυχώς σερβιτόρος,
Φοράει το φούτερ του το εμμονικό το κατάμαυρο
Και ρίχνεται στο κοσμικό μυστήριο,
Σ’ όλο αυτό το πανδαιμόνιο των άστρων.
Ακούω τα μπερδεμένα του βήματα.
Όσο βαθαίνει η νύχτα τόσο μοιάζουνε
Με το μπουσούλημα του μωρού που ανάθρεψα
Μέσα σε τόσα φτεροκοπήματα δαίμονα,
Μέσα σε τέτοιον πανικό αγάπης.
Κι ύστερα, άντρας πια, στράφηκε και είδε
Όσα βλέπουν σαλτάροντας στο χάος
Κομήτες σε τυφλή διαδρομή
Τη μοναξιά μου, την οργή, τη βλακεία μου,
Να λυπηθούν δεν θέλω απόψε οι στίχοι
Μα σιγανά, ένα ένα, να ανάψουνε
Τα φώτα της σαββατιάτικης πόλης.
Οι φίλοι του ν’ ανεβούν στις ταράτσες
Να του κουνούν τα χέρια, να σφυρίζουνε,
«Πέτα, πέτα!» να του λεν στοιχηματίζοντας,
«καλός θεός υπάρχει,σπινθηρίζουν
Ολόχαρες οι φωλιές της σελήνης.
Ποιος μπορεί να μην σε πάρει αγκαλιά,
Ποιος θα μπορέσει να σου αρνηθεί μια θέση…»
(«Ίκαρος», σελ. 28). Το συγκεκριμένο, υπέροχο ποίημα δεν το καταγράφουμε ολόκληρο μονάχα σαν δείγμα προσωπογραφίας, αλλά και χάριν της ύψιστης τραγικότητας και του μητρικού πόνου που αναδίνει. Με ανάλογη παραστατικότητα και λεπτομέρεια σκιαγραφείται εξίσου και η προσωπογραφία της ίδιας της ποιήτριας στο ποίημα «Οργανογράμματα», στη σελ. 16:
Ο αρχιτέκτων αυτής της άγριας νύχτας
Κοιτάζει μέσα από τα ματογυάλια του
Και με διακρίνει καθαρά.
«Να», λέει, «μία ντροπαλή κυρία
Άναυδη μπρος στη χρήσιμη βλακεία της.
Μεγάλη για ν’ αποτιμά τον βίο
Αλλά μικρή να σώσει ως κι ένα γάτο
Που τον σέρνει εδώ κι εκεί η λασπουριά»
Ποίηση που βυθίζει το μαχαίρι ως το κόκκαλο της ανθρώπινης συνθήκης, της κοινωνικής συνθήκης, της συνθήκης της απάνθρωπης πραγματικότητας που μας περιβάλλει, εκφράζεται με μια γραφή λιτή και εύστοχη συνάμα, με πυκνά νοήματα, συμπύκνωση εννοιών, και χωρίς περιττά ψιμύθια, όπως αρμόζει στην γνήσια καλή ποίηση. Μια γραφή που προχωρά σε τόσο σωστές, και τόσο καίριες παρεμβάσεις και παρατηρήσεις γύρω από την ζωή.
Η Χριστοδούλου δεν παραλείπει να καταγράψει ακόμη και την δική μας ισοπεδωμένη όσο και ισοπεδωτική αντίδραση απέναντι σε έναν κόσμο που συντρίβεται:
Μα ξημερώνει. Θα μαζέψει την μπουγάδα του
Εκείνο το ταπεινωμένο αστέρι.
Θα σηκώσουμε το κακό στην πλάτη
Σαν να ’χουμε αρπάξει τη ζωή μας
Από τον τόπο του εγκλήματος.
Τη θέλησή μας θ’ αξιώσει στα τυφλά
Η μυρωδιά της οδοντόκρεμας.
Και θα ζήσουμε. Καθαροί και ξένοι.
(«Συμπολιτεία», σελ. 13). Άλλωστε είναι γεγονός πως
Κανένας δεν ζητάει συγγνώμη……
……………………………………………..
Πίνω έναν βιαστικό καφέ. Στην τηλεόραση
Πιάτα υψηλής γαστρονομίας για αστέγους.
Με εξαγνίζει όπως όπως η ανάγκη
Κι ορμάω από τον έκτο στο κενό.
(«Συνεχής απαλλαγή», σελ. 49). Ο θάνατος σε πρώτο πλάνο. Ακόμη και οι κατατοπιστικότατοι τίτλοι ενός εκάστου των ποιημάτων, βρίθουν από σαρκασμό. Το μόνο όπλο της ποιήτριας απέναντι σε τούτη την καταστροφή, είναι η «Ευγενής ναυσιπλοΐα» στην σελίδα 33, ένα ποίημα που ποτίζει βάλσαμο την ψυχή μας, και το οποίο μεταφέρει επιπλέον και την χάρη του τίτλου του σε ολόκληρη τη συλλογή, σαν να θέλει να μεταλαμπαδεύσει στον αναγνώστη μια κρυφή ελπίδα για το καλύτερο. Ένα ποίημα που μέλπει με νότες γλυκύτητας, τις οποίες κουβαλά ούτως ή άλλως στα σπλάχνα της η Δήμητρα Χριστοδούλου. Με αυτές, επιθυμούμε και να κλείσουμε το μικρό κριτικό αφιέρωμά μας στην ποιητική της συλλογή.
Ποιος έχει δύναμη να μας επιβάλει ποινή
Όταν φροντίζουμε την ψυχή μας μ’ αγάπη;
Δεν έχει ο θρήνος θράσος αιωνιότητας.
Σβήνει κι αυτός με κουρασμένο στεναγμό.
Μπορούμε, λέω, να απεκδυθούμε το σάβανο.
Ανάρμοστο είναι σε παλλόμενο σώμα.
……………………………………………………………..
Μπορεί να φεύγει ακόμη κι απ’ το μνήμα του
Κάποιο μικρό ιστιοφόρο,
Κανένα φασματικό ψαροκάικο,
Κάποτε αυτό γοήτευσε το βλέμμα
Καθώς διέπλεε έναν κόκκινο ουρανό.
Ας του προσθέσουμε κάποιο χρόνο αθανασίας,
Απόψε η θάλασσα με την τιτάνια σιωπή της
Συνοψίζει το χάος σε φιλία.
…………………………………………………………………
Μπορεί ο ήλιος καθώς εξαντλείται
Να αποσβήσει κάθε εγκατάλειψη.
Πανάξια θα είναι η ναυτοσύνη
Που αποπλέει προσπερνώντας τον θάνατο.