Αν έχεις έναν κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται. Κικέρωνας 106-43 π.Χ.
Όλες οι ιδέες έχουν μια ιστορία. Μια κοσμογονική στιγμή που κάποιος τη σκέφτεται, τη γεννά και τη φέρνει στο φως. Αυτή η στιγμή σηματοδοτεί τη γέννησή της, ακολουθεί η πορεία της και ο επερχόμενος θάνατός της, για να φτάσει σε μια λησμονιά και να γίνει μετά μια ανάμνηση. Όσο πιο απλή είναι η ιδέα τόσο πιο λαμπερή. Όσο πιο φαντασμαγορική, τόσο περισσότερο θα ζήσει, τόσο περισσότερο θα αγαπηθεί. Όσο πιο ακραία, τόσο πιο φανατικούς υποστηρικτές θα αποκτήσει. Όσο πιο μεγαλεπήβολη τόσο πιο ουτοπική. Θρησκείες, πολιτικές, επιστημολογικές απόψεις, ακρότητες, ομορφιές και βαναυσότητες τούτου του κόσμου, όλα ιδέες, όλα κουκίδες στο πολύπαθο στέρνο της ανθρωπότητας.
Θα σταθώ σε μια ιδέα που είναι απλή και μεγαλεπήβολη και άρα ουτοπική και φευγαλέα μα που επέζησε χιλιετηρίδες και σαν ανθρωπότητα προσπαθούμε πάντοτε να την πραγματώσουμε. Κάθε φορά που πιάνουμε τα ψήγματά της γινόμαστε συλλογικά περήφανοι και δυνατοί. Επινοούμε διαρκώς νέους τρόπους και μεθόδους, κτήρια και τεχνολογίες για να την υλοποιήσουμε και ποτέ δεν κουραζόμαστε σαν ανθρωπότητα από το κυνήγι της. Μια ιδέα που έχει το όνομα: «Βιβλιοθήκη».
Είναι η ιδέα του ανθρώπου να συγκεντρώσει τη γραμμένη του γνώση σε ένα σημείο κρυφό ή φανερό, με μυστικοπάθεια ή περηφάνεια για το κατόρθωμά του. Αυτή η ιδέα του, που έχει ως κύριο σκοπό να διασφαλίσει τους πνευματικούς του θησαυρούς είναι τόσο παλιά όσο είναι και η μνήμη της ανθρωπότητας. Όσο παλιά είναι και η ιστορία του κόσμου και το αποτύπωμά που άφησε ο άνθρωπος μόλις κωδικοποίησε τη γραφή. Μόλις δηλαδή ο άνθρωπος χάραξε τα πρώτα σύμβολα με νόημα και είδε μπροστά του τη σκέψη του αποτυπωμένη θέλησε αυτό το δημιούργημα -που σήμερα με ύστερη γνώση και αναπόληση της ανθρώπινης διαδρομής μας, θα το λέγαμε γραπτό λόγο – να το κρατήσει, να το φυλάξει για να το βλέπει, να ξαναβρίσκει το αποτύπωμά του μέσα στο χώρο και το χρόνο, να το χρησιμοποιεί ξανά και ξανά. Για να το δωρίζουν έτσι οι προηγούμενες γενιές στις επόμενες.
Αυτή η σχεδόν ενστικτώδης ενέργεια, θα μας φέρει στην πρώτη συλλογή, που θυμίζει τη συλλογή των καρπών και της τροφής σε αρχέγονο χρόνο. Τροφοσυλλέκτες λοιπόν, του νου και του πνεύματος. Αυτός είναι ο πυρήνας και η ιδέα μιας βιβλιοθήκης: η έννοια του συλλέγειν και του φυλάττειν είναι ένας τρόπος για τον άνθρωπο να μπορεί να κρατήσει για πάντα, να «φυλακίσει» ένα κομμάτι γνώσης, ιδέας, μοναδικότητας ή ομορφιάς, ένα στιγμιότυπο ή μια αναλαμπή δημιουργίας που είδε και θαύμασε. Είναι ένας τρόπος να κρατήσει μια ανάμνηση από το παρελθόν, μια γνωσιακή κατάκτηση που δε θέλει να απωλέσει. Μια συλλογή λοιπόν, μια βιβλιοθήκη, είναι η επιτομή αυτής της ιδέας. Είναι ένα αληθινό αντίδοτο στη λήθη. Είναι αυτή η κοινή μας μνήμη που αποτελεί το σημείο αναφοράς, ο μικρόκοσμος εκείνος που ο άνθρωπος θησαυρίζει τη γνώση και τη διατηρεί, την ξαναβρίσκει, τη μεταλλάσσει και την αναδεικνύει μέσα από την επαναχρησιμοποίησή της. Ο συμπαντικός χώρος του αποτυπώματος του ανθρώπινου πνεύματος και της αδιάκοπης προσπάθειας για την έρευνα, την επιστήμη, τη σοφία και την κατάκτηση του αγαθού της γνώσης. Ουτοπικός και αέναα αναζητούμενος.
Η ιδέα αυτή της βιβλιοθήκης μοιραία ακολούθησε την εξέλιξη των ιδεών και των θέσεων των κοινωνιών, ακολούθησε την τεχνολογία της κάθε εποχής, τη θρησκεία, τις πανδημίες, τους πολέμους, τις οικονομικές καταστροφές και κάθε φορά να μετουσιώνεται σε κάτι άλλο για να φυλάξει μέσα της, όλες τις άλλες ιδέες που γράφτηκαν, μισήθηκαν, αγαπήθηκαν, μεσουράνησαν και ξεχάστηκαν μα δε χάθηκαν γιατί η βιβλιοθήκη τις φύλαξε εκεί στα άδυτα της ανθρώπινης παρακαταθήκης. Έτσι θα δούμε απόψεις και αντιλήψεις για τις βιβλιοθήκες που διαφέρουν και μεταλλάσσονται μέσα στο χρόνο, που συχνά πυκνά επανέρχονται στον αρχικό πυρήνα, εκφεύγουν ή διαχέονται προς νέες κατευθύνσεις και απόψεις, ανάλογες με τα ρεύματα και τη μόδα της κάθε εποχής και τις συνθήκες της κάθε κοινωνίας.
Παίρνοντας από τον καμβά της διαδρομής του γραπτού λόγου μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάποια ορόσημα για τις βιβλιοθήκες και να δούμε τη λογική και το πνεύμα τους μέσα στο πλαίσιο των αντιλήψεων που τις δημιούργησε.
Μια ματιά στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ως την πλέον γνωστή που πέρασε στη μνήμη της ανθρωπότητας σαν θρύλος της εποχής της και που σηματοδοτεί το τέλος του αρχαίου κόσμου και της πολυθεϊστικής κουλτούρας. Θα δούμε ένα «ναό» της σοφίας και της επιστήμης. Θα δούμε μια ζωντανή πηγή γνώσης, έναν τόπο έρευνας που λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για τους λόγιους της εποχής της, ως χώρος πνευματικής δημιουργίας και παραγωγής. Δεν είναι ένα απλό σημείο συγκέντρωσης κειμένων, αλλά ένα σημείο ανταλλαγής επιστημονικών απόψεων, ένα αυτόνομο σύμπαν δημιουργικής σκέψης και επιστημονικής διεργασίας. Είναι η επιτομή της αρχαίας γνώσης, της ελεύθερης αναζήτησης των ιδεών και η ακμή – κι όμως τόσο κοντά στην παρακμή – του ελληνορωμαϊκού επιστημονικού κόσμου. Ο πυρήνας της και η ιδέα δημιουργίας της είναι η συλλεκτική μανία του Πτολεμαίου Α (367 π.Χ.-282 π.Χ.) γνωστού και ως Πτολεμαίου του Σωτήρος, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και δημιουργού της δυναστείας των Πτολεμαίων. Γιατί τελικά κάθε ιδέα για να υλοποιηθεί χρειάζεται έναν ουτοπιστή, ένα μανιακό υποστηρικτή, έναν δυνατό που θα πιστέψει σ’ αυτή και θα τολμήσει το άπιαστο όνειρο. Ναι, άπιαστο το όνειρο το να μαζέψει κανείς ό,τι έχει γραφτεί, όχι μόνο για το σήμερα αλλά και για τον αλεξανδρινό κόσμο της ύστερης αρχαιότητας. Χρειαζόταν η συλλεκτική μανία για τη συγκέντρωση όλης της καταγεγραμμένης γνώσης σε συνδυασμό με τη δύναμη και τον πλούτο που συγκέντρωνε ο Πτολεμαίος ως στρατηγός, για να οδηγήσουν στη δημιουργία της συλλογής και τον πυρήνα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας αρχικά με 200.000 κείμενα (Canfora, 2000).
Αν δούμε το κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο της εποχής και το υπόβαθρο του συλλέκτη, θα διαπιστώσουμε ότι ο ελληνιστικός κόσμος μέσα από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου ερευνά, συνδυάζει πολιτισμούς, θεούς και απόψεις και μετασχηματίζεται μέσα από θρησκειολογικές αναζητήσεις και επιστημολογικές συζητήσεις. Ο συλλέκτης Πτολεμαίος ήταν μαθητής του Αριστοτέλη και ενστερνίζεται τις αντιλήψεις για την αξία της μάθησης και της γνώσης ως μέγιστου αγαθού. Αρκεί λοιπόν μια συγκυρία αλλά και οι αντιλήψεις μιας κοινωνίας να δημιουργήσουν μια βιβλιοθήκη; Ναι, όπως αρκούν και για να την καταστρέψουν. Η ίδια βιβλιοθήκη καταστρέφεται το 391 μ.Χ. στα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου Α΄ ως αποτέλεσμα της επικράτησης τον καιρό εκείνο ακραίων αντιλήψεων του χριστιανισμού, που έκριναν τα αρχαία κείμενα ως παγανιστικά και ειδωλολατρικά. Είναι, λοιπόν, απόρροια των κοινωνικών αντιλήψεων τόσο η δημιουργία και η ακμή, όσο και η παρακμή και καταστροφή της βιβλιοθήκης ως ιδέας. Οι πόλεμοι είναι πάντα πόλεμοι ιδεών, συγκρούσεις πεποιθήσεων, πίστεων και απόψεων και γι’ αυτό είναι πάντα τόσο καταστρεπτικοί. Για να εξαφανίσεις μια ιδέα πρέπει να σκοτώσεις αυτόν που την πιστεύει, την εκπροσωπεί, τη διατυπώνει ή τελικά τη φέρει πάνω του, όπως ένα γραπτό κείμενο ή μια εικόνα ή ένα έργο τέχνης που κρατούν και προσφέρουν την ιδέα του δημιουργού τους. Για αυτό σε κάθε μας πόλεμο δε γλύτωνε μήτε η τέχνη μήτε η διανόηση. Το γραπτό κείμενο είναι το επίκεντρο μεταφοράς των ιδεών, είναι το μέσο που αίρει το μήνυμα και η βιβλιοθήκη είναι το σημείο που το συγκεντρώνει, το διαφυλάσσει και τελικά το διαθέτει και το μεταδίδει. Επομένως, σε κάθε πόλεμο ιδεών, το γραπτό κείμενο είναι το μέγιστο όπλο και η αιχμή του δόρατος.
Εικόνα 1
Σ΄ αυτό λοιπόν τον πρώτο σταθμό των βιβλιοθηκών θα δούμε ότι στο διάστημα λειτουργίας της η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας είναι κάτι παραπάνω από ένα σημείο συγκέντρωσης καταγεγραμμένης γνώσης. Είναι σημείο συνάντησης των λογίων, των επιστημόνων και των «σοφών» του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Πέρα από αυτό, η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας είναι σημείο οργάνωσης και επεξεργασίας αυτής της γνώσης μέσα από τη δημιουργία λημμάτων αναφοράς μεταξύ των έργων (Αλεξανδρινό λήμμα[1]), δημιουργώντας έτσι μια συστηματική οργάνωση του γνωσιακού αποθέματος. Επιπλέον, είναι σημείο αντιγραφής και αναπαραγωγής χειρογράφων, δίνοντας στη βιβλιοθήκη ένα ρόλο «εκδότη» όπως θα λέγαμε σήμερα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ιδέα της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας είναι σύνθετη: συγκέντρωση, οργάνωση, διάθεση γνώσης στο κοινό, παραγωγή νέας και αναπαραγωγή προϋπάρχουσας γνώσης. Δεν είναι πια μια απλή συλλογή, αλλά μια ιδέα που έρχεται να ικανοποιήσει την ανάγκη μιας συγκεκριμένης κοινωνίας στη λεκάνη της Μεσογείου στην ακμή και στη δύση του ελληνιστικού κόσμου. Είναι δηλαδή, ένα σημείο πηγής και αναπαραγωγής ιδεών, που στο πέρασμα του χρόνου θα καταστούν μισητές, ανατρεπτικές, επιζήμιες στα νέα ήθη και γι’ αυτό πρέπει ως κέντρο να καταστραφεί. Έτσι, η ίδια η υπόστασή της είναι η καταστροφή της. Η Βιβλιοθήκη καίγεται το 391 μ. Χ. παραδίνοντας στις φλόγες κάτι πολύ περισσότερο από τα βιβλία της: τις ιδέες του αρχαίου κόσμου.
Προχωρώντας στα χρόνια του Βυζαντίου θα βρούμε βιβλιοθήκες στο παλάτι των αυτοκρατόρων και στα μεγάλα μοναστήρια, όπως στη Μονή του Στουδίου. Οι βιβλιοθήκες αυτές, προϊόντα της τότε κοινωνίας και των αντιλήψεών της, είναι ένα μείγμα απόψεων: θρησκειολογικών εξάρσεων, τέχνης που ζητάει διεξόδους πέρα από την εικονογραφία, υποταγής στους κανόνες και διστακτικών αναζητήσεων της επιστήμης μέσα από μια προσπάθεια να διασωθεί η μνήμη του αρχαίου κόσμου. Οι ιδέες έχουν κάνει τον κύκλο τους και η ανθρωπότητα αναζητά εκ νέου τη χαμένη γνώση, το πνευματικό της παρελθόν, το κομμάτι της επιστήμης που είχε κατακτήσει. Πάνω σ΄ αυτό το κομμάτι πρέπει να χτίσει και να το συνδυάσει με την κυρίαρχη θρησκεία του για να ζήσει.
Ένα προνόμιο των λίγων, οι βιβλιοθήκες του Βυζαντίου, σημεία αναφοράς για τους λόγιους του παλατιού και χώροι αντιγραφής χειρογράφων που έρχονται από τον πρότερο ειδωλολατρικό κόσμο. Η βιβλιοθήκη είναι κυρίως μια έννοια που εστιάζει στη διατήρηση μιας κληρονομημένης γνώσης και λιγότερο ένας χώρος παραγωγής νέας γνώσης και επιστήμης. Η οργάνωση είναι απλή με κατάταξη σε λίγες μεγάλες ενότητες με κυρίαρχη τη θρησκεία και τίποτα δε θυμίζει πια το σύνθετο οργανωτικό–φιλολογικό επίτευγμα της αλεξανδρινής εποχής. Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, τον 9ο με 10ο αιώνα, θα βρει λίγες βιβλιοθήκες στο ανάκτορο των αυτοκρατόρων και στα μοναστήρια. Οι λόγιοι της εποχής, όπως ο Πατριάρχης Φώτιος[2] θα σκύψουν πάνω από τα παγανιστικά κείμενα «με πάθος να συγκεντρώσουν, να διασώσουν και να ερμηνεύσουν την κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας» (Lemerle, 2010). Για να αντιληφθούμε την «ιδέα» της βιβλιοθήκης για εκείνη την εποχή αρκεί να δούμε το έργο του Φωτίου που ο ίδιος αποκαλεί «Μυριόβιβλο» ή “Βιβλιοθήκη” ή “Βιβλιοπανσύλλεκτο Ανθολογία”. Ο πλήρης βέβαια τίτλος του έργου είναι «Απογραφή και συναρίθμησις των ανεγνωσμένων υπό Φωτίου βιβλίων, ων εις κεφαλαιώδη διάγνωσιν ο ηγαπημένος ημών αδελφός Ταράσιος εξητήσατο εστί δε ταύτα είκοσι δεόντων εφ’ ενί τριακόσια»[3]. Η “Μυριόβιβλος” αποτελείται λοιπόν από 281 βιβλία ή με τα σημερινά βιβλιοθηκονομικά δεδομένα θα λέγαμε τίτλους έργων, στα οποία περιλαμβάνονται αναλύσεις και βιβλιοκρισίες πολλών έργων της παγανιστικής και της εκκλησιαστικής λογοτεχνίας. Τα βιβλία αυτά είναι ποικίλου περιεχομένου κυρίως θεολογικά έργα εκκλησιαστικών διδασκάλων, πράξεις συνόδων, βιογραφίες αγίων αλλά και μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας (Σακαλής, 2001). Θα βρούμε ακόμα έργα ιστοριογραφικά, φυσιολογίας, φιλοσοφικά, φιλολογικά, μυθιστορήματα, ρητορικά, ιατρικά και άλλα διανθίσματα που ξέβρασε ο αρχαίος κόσμος και αλίευσε το Βυζάντιο.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η βιβλιοθήκη για τους Βυζαντινούς διανοούμενους ισοδυναμεί με την πνευματική παρακαταθήκη του αρχαίου κόσμου, που μαζί με τη συγκέντρωση της θρησκευτικής κειμενογραφίας συγκροτεί την επιτομή της γνώσης εκείνης της εποχής. Η ιδέα της βιβλιοθήκης εστιάζει στη διατήρηση της συλλογικής κληροδοτημένης μνήμης του τότε κόσμου. Η ιδέα του χριστιανισμού έχει επικρατήσει. Οι μνήμες των ιδεών του πρότερου ειδωλολατρικού σύμπαντος δεν αποτελούν πια απειλή. Ο χριστιανισμός έχει κυριαρχήσει στο χώρο των ιδεών και των συνειδήσεων και δεν απειλείται. Ο αρχαίος κόσμος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη γνώση αλλά όχι για τις ιδέες του. Η αντιγραφή χειρογράφων γίνεται μέσα στα λεγόμενα σκριπτόρια[4] των μοναστηριών. Το Μοναστήρι του Στουδίου αναδεικνύεται ως κέντρο αντιγραφής χειρογράφων για το Βυζαντινό κόσμο και το «τυπικό» της μοναστικής ζωής ενσωματώνει τη διαδικασία.
Εικόνα 2
Αντίστοιχα, στη Δύση οι Βενεδικτίνοι μοναχοί του Monte Cassino[5] σκύβουν και αντιγράφουν με κόπο και δέος τα χειρόγραφα, κοσμούν και προσεύχονται, αμαρτάνουν και εξιλεώνονται μέσα από τη γραφή και την πεποίθηση του να διασώσουν ακόμα και όσα δεν κατανοούν. Στο Μεσαίωνα ο κόσμος του βιβλίου είναι περίκλειστος μέσα στα τείχη των μοναστηριών και των ανακτόρων. Η ιδέα της βιβλιοθήκης είναι για τους λίγους, αποκτά ένα χαρακτήρα κρυφό και μυστικιστικό, δείχνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στη δοξαστική αποδοχή του χριστιανικού θεού και το κρυφό αμάρτημα του θαυμασμού του παγανιστικού παρελθόντος. Όλο αυτό διαδραματίζεται μέσα στο συντηρητισμό του μεσαιωνικού κόσμου και στη μεν Ανατολή (Βυζάντιο) ακμάζει μέσα στον πρώτο βυζαντινό ουμανισμό, στη δε Δύση θα δημιουργήσει σε μεγάλο βαθμό τις προϋποθέσεις για να αποδεχτεί την Ιερά Εξέταση, την πιο στυγνή λογοκρισία όλων των εποχών και μια από τις μέγιστες αγριότητες στον πόλεμο των ιδεών. Αυτή ακριβώς η εποχή είναι από τις πλέον ενδιαφέρουσες και πλέον μυθιστορηματικές στην πορεία των βιβλιοθηκών ως ιδέα.
Αν σταθούμε σε ένα ακόμα ορόσημο μέσα στο χώρο και το χρόνο, φτάνουμε πια στα χρόνια του ύστερου μεσαίωνα και τις μεγάλες συλλογές των ισχυρών της Δυτικής Ευρώπης που μαζί με τα «παράξενα» (curia) του κόσμου που τον περιβάλλει, ο αναγεννησιακός άνθρωπος συγκαταλέγει και τα βιβλία που έχουν τη δύναμη να του εξηγήσουν το κάθε παράξενο αντικείμενο που βάζει στη συλλογή του. Οι συλλογές είναι χρηστικές και δεν έχουν πλέον τόσο την τάση να διατηρήσουν παλιότερη γνώση, δεν επιζητούν να αναπαράγουν τα κείμενα ή να δημιουργούν νέα γνώση. Είναι συλλογές αναφοράς και πληροφορίας. Είναι μια νέα χρήση της καταγεγραμμένης γνώσης που τη χαρακτηρίζει η επικέντρωση ανάλογα με το θέμα που ενδιαφέρει το συλλέκτη. Στις συλλογές αυτές το γραπτό κείμενο συνυπάρχει με αντικείμενα που έχουν και μουσειακό συλλεκτικό χαρακτήρα, συνοδεύεται συχνά και από αρχειακό υλικό που συμπληρώνει την προέλευσή του, τις διαδικασίες (νόμιμες και παράνομες) για την απόκτησή του και μαρτυρίες για τις δυνάμεις και χρήσεις του που μπορεί να είναι από πανάκεια όλων των ασθενειών και των επιδημιών μέχρι τη σύνθεση του χρυσαφιού. Μέσα εκεί αναγεννιέται η τέχνη και η ομορφιά και τα όρια βιβλιοθήκης, αρχείου, μουσείου, πινακοθήκης, γλυπτοθήκης, βοτανικού και ζωολογικού κήπου είναι ενιαία, είναι συνδυαστικά και συνεχόμενα και συνθέτουν δυναμικά την αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Είναι αυτοτελή και ταυτόχρονα συνειρμικά δεμένα μεταξύ τους, είναι ακριβώς όπως τα προσλαμβάνει ο ανθρώπινος νους πριν χάσουν την ολότητα και την ομορφιά τους μέσα από τον κατακερματισμό της ειδίκευσης που έφεραν οι επόμενοι αιώνες. Όλη η γνώση σε ένα χώρο με μια συνέχεια που αντικατοπτρίζει ο αναγεννησιακός άνθρωπος σε όλες του τις εκφάνσεις. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν μια συλλογή που κάθε αναγεννησιακός μαικήνας της τέχνης και των γραμμάτων θέλει να έχει. Η δύναμη στον αναγεννησιακό κόσμο μετριέται με τον πλούτο σε έργα τέχνης, με τη δεινότητα χρήσης των γραμμάτων και με την ανερχόμενη παραγωγή του έντυπου βιβλίου. Έτσι, οι Μέδικοι στη Φλωρεντία συγκεντρώνουν μεγάλες συλλογές έργων τέχνης αλλά και βιβλιοθήκη που οργανώνεται θεματικά και ανταποκρίνεται στις ανάγκες των δημιουργών της. Η ιδιωτική βιβλιοθήκη των Μεδίκων είναι ανοιχτή μόνο για τους λίγους ουμανιστές του στενότερου περιβάλλοντός τους που είχαν το δικαίωμα να διαβάζουν και να δανείζονται χειρόγραφα. Ο πυρήνας αυτός, γνωστός σήμερα ως Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη (Στάϊκος, 2019), αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των αντιλήψεων για τη βιβλιοθήκη εκείνης της εποχής.
Εικόνα 3
Η Λαυρεντιανή βιβλιοθήκη ως ιδέα και ως έκφανση της τότε κοινωνίας είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια μεγάλη συλλογή χειρογράφων και αργότερα παλαιοτύπων. Εκτός από τη συλλογή, την τέχνη και την ιδέα φύλαξης της γνώσης έχει και μια δραστηριότητα που σήμερα θα τη λέγαμε εκδοτική. Είναι η εποχή ανακάλυψης της τυπογραφίας, είναι η εποχή της μαζικής πια αναπαραγωγής των πολυπόθητων χειρογράφων του μεσαίωνα. Κεντρική μορφή της Βιβλιοθήκης ο Ιανός Λάσκαρης, ο οποίος εστιάζει στην καταγραφή και από εκεί περνάει στην αναπαραγωγή έργων της κλασσικής αρχαιότητας. Ο Ιανός Λάσκαρης αξιοποιεί τη Βιβλιοθήκη των Μεδίκων και τη νέα ανακάλυψη της τυπογραφίας και το 1494 στήνει ένα «ελληνικό τυπογραφείο» από το οποίο κυκλοφόρησαν σε διάστημα τριών ετών, η Ανθολογία του Μάξιμου Πλανούδη, η πρώτη έκδοση τεσσάρων τραγωδιών του Ευριπίδη, τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου, οι Νεκρικοί Διάλογοι του Λουκιανού, ο Πίναξ του Κέβητα και τα Ερωτήματα του Χρυσολωρά. Άλλα έργα που αποτελούσαν μέρος της συλλογής της βιβλιοθήκης ήταν οι Επιστολές του Κικέρωνα, τα Ηθικά – Νικομάχεια του Αριστοτέλη, το χειρόγραφο της Ιστορίας του Θουκυδίδη, αλλά και μια Συλλογή χειρουργικών πραγματειών. Ακόμα, οι Τραγωδίες του Σενέκα και το χειρόγραφο με τα έργα του Σοφοκλή, του Αισχύλου που αποτέλεσε τη βάση για την editio princeps[6] του Λάσκαρη το 1496 (Στάϊκος, 2019). Μέσα από τις διαδικασίες αυτές, η Βιβλιοθήκη των Μεδίκων πολλαπλασιάζει το υλικό της και διευρύνει τη συλλογή της. Ο αναγεννησιακός της χαρακτήρας δείχνει την ισχυρή πλέον τάση της εποχής να ανακαλύψει εκ νέου τον αρχαίο κόσμο και να ανασυστήσει την ολότητα και τη σφαιρική αντίληψη του παρελθόντος. Δείχνει ακόμα να ξεφεύγει από το στενό θρησκευτικό πυρήνα που χαρακτήριζε το μεσαιωνικό σύμπαν. Η τάξη του κόσμου έχει διασαλευτεί και δείχνει να κλυδωνίζεται από τα αναγεννησιακά ερευνητικά ερωτήματα που ζητούν απάντηση στη ζηλωτικά φυλαγμένη παλιά γνώση που κρύβουν οι συλλογές, στην έκφραση της τέχνης, στην ελευθερία της παρατήρησης και κυρίως στην ελευθερία της σκέψης.
Αναμφίβολα, η βιβλιοθήκη είναι ένας καθρέφτης των ρευμάτων της κοινωνίας και των αντιλήψεων που ορθώνονται στο τέλος του μεσαιωνικού κόσμου. Η συγκυρία ανακάλυψης της τυπογραφίας δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι αποτέλεσμα ανάγκης μέγιστης και οικονομικής και πνευματικής δραστηριότητας που αντικατοπτρίζει τις εμπορικές και πραγματικές επιταγές της εποχής. Η επανάσταση που έφερε είναι γνωστή, πολυσυζητημένη, που μοιάζει σήμερα να είναι εφάμιλλη με την ψηφιακή επανάσταση της τωρινής γνώριμής μας κοινωνίας της γνώσης.
Αναφορές
Canfora, L. (2000). Η Χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Lemerle, P. (2010). Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Σακαλής, Ι. (2001). Μυριόβιβλος του Φωτίου. Αθήνα: Βυζάντιο.
Στάϊκος, Κ. (2019). Περί Βιβλιοθηκών: Δημιουργοί και Φύλακες της Γνώσης. Αθήνα: Κωνσταντίνος Σπ. Στάϊκος. Ανάκτηση 02 22, 2020, από https://staikoslibraries.gr/gr/2015-01-07-10-59-59/lavrentiani-vivliothiki.html
Επόμενοι σταθμοί: Τα νεότερα χρόνια. Από τη βιβλιοθήκη-αποθήκη στην ψηφιακή βιβλιοθήκη και τα ψηφιακά αποθετήρια γνώσης