Ο μοναχός ξαπλωμένος στο σκληρό κρεββάτι του κελιού του κοιτάζει βουβός το ταβάνι και σα να μη ξέρει από που ν΄ αγκιστρώσει το βλέμμα του γυρίζει με κόπο προς τον ξύλινο σταυρό που κρέμεται στον τοίχο. Ούτε και κει καταφέρνει να στηριχτεί. Τι δύσκολη απόψε η βραδιά με τον αέρα να λυσσομανάει στα δέντρα, τα κύματα να σκάνε στα βράχια και ο αχός τους να φτάνει ίσαμε το μισοφωτισμένο κελί! Ρίχνει μια ματιά στο χειρόγραφο δίπλα του και μια φωτιά τον καίει ολόκληρο. Θαυμάζει την άφταστη τέχνη της γραφής και ίσα που ξεχωρίζει ένα δυο σβησίματα παλιών λέξεων και αναμνήσεων. Μέσα από τις ρίμες του Κύριαι Δόξαι ο Επίκουρος του κλείνει κοροϊδευτικά το μάτι.
«Οὐδεμία ἡδονὴ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν· ἀλλὰ τὰ τινῶν ἡδονῶν ποιητικὰ πολλαπλασίους ἐπιφέρει τὰς ὀχλήσεις τῶν ἡδονῶν».[1]
[Καμία ηδονή, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό. Για ορισμένες, όμως, ηδονές απαιτούνται πράγματα που φέρνουν πολλαπλάσιες οχλήσεις από τις ηδονές.]
Αχ πόση αλήθεια έκρυβε η φράση αυτή, και πόσο αυτή η αλήθεια είχε κυριαρχήσει στη ζωή του και τον έκανε λειψό, μισό, μίζερο, παθιασμένο κι απαρνημένο.
Όλη η ευδαιμονία της ζωής σε λίγες γραμμές, κι όμως τόσο μακρινή, τόσο άπιαστη, τόσο μυθική, σα να μην υπάρχει μέσα στο μικρόκοσμο του κελιού, ούτε να υπήρξε ποτέ. Άλλωστε δεν υπήρξε, σκέφτεται. Μπορεί λίγα πολύ λίγα να πει κι ακόμα πιο λίγα να θυμηθεί. Ένα κάψιμο ανεβαίνει από μέσα του και κοιτάζει ξανά ψηλά. Ούτε να υμνήσει το θεό του δεν μπορεί κι ας ξέρει τόσους ύμνους και τόσες ψαλμωδίες. Ξαναγυρνάει στο ξύλινο τραπέζι και ετοιμάζει τη γραφίδα και το μελάνι. Μπροστά του ένα υπόλευκο, χοντρό πορώδες χαρτί φτιαγμένο στο εργαστήρι του μοναστηριού. Διστάζει. Ξαναγυρνάει στο κρεβάτι και βυθίζεται ξανά στο ταξίδι της ζωής του με μια πίκρα αφάνταστη για την ευδαιμονία που δεν αναζήτησε γιατί ήξερε ότι δεν μπορεί να την αγγίξει. Κατάρα! Φωνάζει! και η πληγή της εκδίκησης βουρκώνει πύο και οργή!
Εικόνα 1 Ο Πρωτοκαλλιγράφος, Πηγή: Χειρόγραφα Εθνικής Βιβλιοθήκης
Σταματάει ξανά και βυθίζεται σε θύμησες που δε θέλει. Θυμάται πως νέος ακόμα ήρθε περπατώντας από την άλλη άκρη της θάλασσας του Μαρμαρά και σαν πέρασε τη λωρίδα της θάλασσας που χώριζε τις δυο στεριές ήταν σα να άλλαξε κόσμους. Σα μια μυστική τελετουργία που όριζε το πέρασμα της ζωής του από τον κόσμο στο μοναστήρι, από το πολύβουο χάος και το τρομαχτικό του πλήθους στην ειρήνη και τη σιωπή του μοναστηριού. Άφησε πίσω του την αμφιβολία, τη χλεύη των ανθρώπων που είχε ήδη αρχίσει να τον φτάνει και όρισε τη μοίρα του στο άσυλο του μοναστηριού. Η θηλυκή πλευρά του εαυτού του μπορούσε μόνο να γίνει ουδέτερη, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αντρική. Τα ψιθυρίσματα γύρω του φούντωναν σαν τον κακό καπνό που ακολουθεί μια φωτιά. Μάζεψε τη ζωή και την τόλμη του και ήρθε να κουρνιάσει πάνω στα βράχια της Προποντίδας, μέσα στο ξακουστό Μοναστήρι του Στουδίου με μόνο όπλο του τη θέληση για ζωή, την ανάγκη να βρει γαλήνη και το Θεό για να προσεύχεται.
Στο Μοναστήρι βρήκε σκοπό, ζωή, δημιουργία που ούτε καν ονειρεύτηκε, που δε φαντάστηκε εκείνο το χειμωνιάτικο απομεσήμερο με τη βροχή και την υγρασία της θάλασσας να περονιάζουν τα ρούχα του. Ήρθε κυνηγημένος από τη ζωή, από την απελπισία, από την καταλαλιά, από τη μοναξιά. Βρήκε ένα όραμα, μια πίστη, ένα χώρο δημιουργίας, βρήκε την τέχνη και μέσα από κει την ομορφιά της ζωής που μέχρι τότε δεν είχε δει. Κούρνιασε εκεί στο μοναστήρι στην άκρη της Προποντίδας. Έγινε ένα με τους κήπους της μονής, με την εκκλησία και την αέναη ψαλμωδία, το μουρμούρισμα του νερού και των σπλάχνων που δε σταματούσε ποτέ. Η γαλήνια μουσική που αναδυόταν από την εκκλησία μέρωνε την ψυχή και τους πόθους του. Η άφατη τέχνη της μελωδίας από τις φωνές των μοναχών, του έδιναν σιγουριά. Οι ψαλμωδίες τον βεβαίωναν πως τίποτα κακό δεν μπορεί να υπάρξει. Οι ακοίμητοι[2] μοναχοί κρατούσαν άσβεστο τον ύμνο στο Θεό, όπως ακριβώς και τα καντήλια του ναού. Τον συνεπήρε η μουσική, τον γαλήνευε ο ψαλμός, το θρόισμα της βεβαιότητας της αιώνιας ζωής σαν το ήχο από το νερό της βροχής που ησύχαζε την ταραγμένη του ψυχή. Κι εκεί, στο απυρόβλητο πια και στο περίκλειστο μοναστήρι, ένα πρωί μετά τα τρία χτυπήματα του σήμαντρου που διαγγέλλαν το τέλος του όρθρου και την αρχή της διακονίας του καθενός, ο γέροντας μοναχός τον οδήγησε στο σκριπτόριο για πρώτη φορά.
Εικόνα 2 Αντιγραφέας Χειρογράφων, Μονή Βλατάδων, Άγιο Όρος
Πηγή: ttps://www.vimaorthodoxias.gr/nea/moni-vlatadon-oi-krymmenoi-thisayroi-kai-o-kodikas-587-foto-amp-vinteo/
Θάμαξε, ζαλίστηκε, βουτήχτηκε μέσα στην ομορφιά και τα θέλγητρα της γραφής, της περγαμηνής, του διάκοσμου των χειρογράφων και σα νάμπαινε στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ ξέπλυνε το νου και την ψυχή του και ξαναγεννήθηκε. Εκείνη τη σημαδιακή μέρα πριν τριάντα χρόνια τη ζει και τη ξαναζεί κάθε χρόνο σαν ένα πραγματικό γενέθλιο, σα μια αρχή με κοσμογονικές διαστάσεις. Μαγεύτηκε από τον κόσμο των χειρογράφων, της γραφής, της περγαμηνής και το δέσιμο των κωδίκων. Έμαθε για το χαρτί και την εξωτική και μακρινή του καταγωγή, την ευτέλεια του υλικού και τη μοναδική ταπεινή του δύναμη με το μελάνι και τη γραφίδα να αποκτάει ζωή και να σέρνει πάνω του τις σκέψεις των ανθρώπων.
Έτσι έμαθε να περνάει τις μέρες του εκεί από την ώρα που τα τρία χτυπήματα του σήμαντρου τον ελευθέρωναν από τον όρθρο μέχρι το σήμαντρο να ηχήσει και πάλι τρεις φορές και να τον καλέσει στην ανάγνωση του Κανόνος και στο μικρό διάλλειμα για τροφή και νερό και να γυρίσει πίσω να συνεχίσει με πάθος την τέχνη του. Υπηρετούσε την τέχνη και μέσα από αυτή το μοναστήρι και μέσα από αυτό το θεό και κέρδιζε την αιώνια ζωή παραδομένος στο πιο απίστευτο πάθος, στην πιο ιερή δημιουργία. Στα επόμενα τρία χτυπήματα του σήμαντρου κι ενώ ο ήλιος έγερνε, ο κάματος της μέρας τέλειωνε και αποσυρόταν στο κελί του. Πάντα πέρναγε πριν από τη βιβλιοθήκη δίπλα στο σκριπτόριο, κι έπαιρνε τον κώδικα που αντέγραφε και μελετούσε στο κελί του. Διάβαζε, μετρούσε γραμμές, υπολόγιζε μέρες και σχεδίαζε μες το νου του από πριν τα πρωτογράμματα. Μελετούσε προσεχτικά τις συντομογραφίες και τα διαστήματα και μετά αφηνόταν στην αλήθεια των κειμένων. Διάβαζε κάθε απόδειπνο λίγες γραμμές και μετά με καρφωμένο το βλέμμα στο θόλο του κελιού σκεφτόταν και αποκρυπτογραφούσε το λογισμό των άλλων, των χρονογράφων, των φυσιοδιφών, των αρχαίων εθνικών φιλοσόφων, των πατέρων της εκκλησίας και κάπου όλοι έμοιαζαν να συναντιόνται σ’ ένα αόρατο σημείο του λόγου της αλήθειας. Μετά τόσα χρόνια ο καθένας είχε πια τη δική του αλήθεια που δεν έμοιαζε παρά μόνο στον ήχο της λέξης.
Η ζωή στο μοναστήρι αυστηρά ορισμένη από τις ώρες της προσευχής και τις ώρες της εργασίας, της διακονίας του καθενός που η δική του ήταν η γραφή, του έδωσε την ηρεμία, τη συγκέντρωση σ΄ένα σκοπό, σε μια χειροπιαστή απόδειξη της αιώνιας ζωής. Κάπως έτσι θα είναι η αιώνια ζωή φαντάζεται, με προσευχή, ψαλμωδίες, ένα εργαστήρι με χειρόγραφα ένα γύρω, λίγο φαγητό. Ο δικός του παράδεισος έμοιαζε με αυτόν τον επίγειο. Ξύπναγε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με το σήμαντρο και δόξαζε το θεό με ψαλμωδίες και γονυκλισίες αυστηρά ορισμένες από το μοναστήρι και με την αυγή πια μετά τον όρθρο τράβαγε σχεδόν τρέχοντας για το εργαστήρι. Βυθιζότανε στην αντιγραφή, σειρά προς σειρά, λέξη τη λέξη, γράμμα το γράμμα, γέμιζε την περγαμηνή και την ψυχή του γαλήνη και ικανοποίηση για το δημιούργημά του. Τα πρώτα χρόνια σταματούσε την αντιγραφή νωρίτερα για να πηγαίνει στην κατήχηση σα νιόφερτος μοναχός και να μαθαίνει το ψαλτήριο, κι έχανε τη δουλειά τ’ απομεσήμερα. Όταν πια λευτερώθηκε από τα ψαλτήρια και την κατήχηση κούρνιαζε στο σκριπτόριο και τ’ απομεσήμερα όταν ο ήλιος ήταν στο καλύτερο σημείο και έπεφτε μέσα από τα παράθυρα και φώτιζε εκτυφλωτικά τη γραφή και τότε μπορούσε να δει κάθε κυματισμό της περγαμηνής και κάθε ατέλειά της, να την καλύψει με γράμματα άφταστης τέχνης και ακρίβεια υπέρμετρη και ομορφιά που απαύγαζε την αφοσίωση της ψυχής του.
Όλα έμοιαζαν να έχουν βρει το δρόμο τους. Η θηλυκή του φύση κοιμόταν και η ανδρική το ίδιο και η θαυμαστή ουδετερότητα του κελιού του είχε γαληνέψει τις επιταγές της σάρκας και τους πόθους των νεανικών του χρόνων. Καμιά φορά μικρές σπίθες που ξέφευγαν και ήταν λες και είχαν μια φωτιά θηριώδη που ξεπηδούσε μέσα από τα γραφόμενα των αρχαίων και κάποτε ακόμα και μέσα από τις ιστορίες της Παλιάς Διαθήκης και των δακρύων της Μαγδαληνής. Όλα βαθιά χωμένα και ταχτοποιημένα πια μέσα του.
Εικόνα 3 Μυθικό τέρας από βυζαντινό χειρόγραφο
Πηγή: https://www.mixanitouxronou.gr/ta-mythika-thiria-ton-mesaionikon-chronon-kai-i-christianiki-kosmotheoria-eikones/
Δουλεύοντας ασταμάτητα γρήγορα αναγνωρίστηκε από τους μοναχούς σαν καλλιτέχνης της γραφής, ακάματος και ακριβής με τρόπο άφταστο. Ο ηγούμενος κατάλαβε από νωρίς πως τούτος ο μοναχός είχε βρει την επιταγή του στην αντιγραφή και ότι η σωτηρία της ψυχής του αλλά και η ίδια του η ψυχή ήταν στ’ αλήθεια ακουμπισμένη πάνω στις περγαμηνές και στην καλλιγραφία. Κάθε τελειότερο γράμμα, κάθε καλοσχηματισμένη συντομογραφία και κάθε σειρά είχαν μέσα λίγη από την ταραγμένη του ψυχή και τη νιόβρετη γαλήνη του. Η συνείδηση της καθαρότητας της γραφής και της πιστότητας στο πρωτότυπο κείμενο από το οποίο αντέγραφε ήταν μοναδικές. Λάθη δε χωρούσαν, διαστρεβλώσεις, φαντασίες και παρανοήσεις δεν έστεργαν να μπουν στο έργο των χεριών του. Όποια λέξη δεν μπορούσε να ξεχωρίσει, έψαχνε, σύγκρινε γράμματα από τις παραπάνω σειρές, παρακολουθούσε τις καμπύλες τους, τα διαστήματα τους, τη φορά του χεριού του προηγούμενου καλλιγράφου και με ακρίβεια ασύλληπτη κατέληγε στη λέξη που αλλιώς θα χανόταν. Τα χειρόγραφά του ήταν άψογα, αλάθευτα, στοιχισμένα και πάντα μέσα στα μετρημένα φύλλα της περγαμηνής. Τα μελάνια του ποτέ δεν παράλλαζαν χρώμα από σελίδα σε σελίδα και η γραφίδα του πάντα ακονισμένη δε μουτζούρωνε. Τελειότητα! Η καλλιγραφία του μαρτυρούσε τον καλλιτέχνη που είχε μέσα του και η φροντίδα του για το βιβλίο το ανέβαζαν σε έργο τέχνης εφάμιλλο των τοιχογραφιών και των μωσαϊκών που στόλιζαν το ναό του μοναστηριού.
Εικόνα 4 Χειρόγραφα[3]
Πηγή: https://bnr.bg/el/post/100102771/-
Ένα απόβραδο μετά τον κάματο της ημέρας και το απόδειπνο, ο ηγούμενος τον φώναξε στο κελί του και με απλά λόγια του είπε «κέρδισες με την αξία σου τη θέση του Πρωτοκαλλιγράφου. Ζήσε πια μέσα στο σκριπτόριο όσο θέλεις, διάβαζε ότι θέλεις για να μπορείς να γνωρίζεις τι αντιγράφεις και να συμπληρώνεις λέξεις και νοήματα που παραφθάρηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Φρόντισε την τελειότητα των χειρογράφων που παράγουμε. Η ζωή του μοναστηριού κι ο πλούτος του εξαρτώνται από αυτά. Δες και το χαρτί και πες μου τι να το κάνουμε, το νιόφερτο τούτο πράμα. Βάλε μια σειρά τι πρέπει να αντιγράφουμε και πότε. Μέτρα το χρόνο που θέλουμε για κάθε χειρόγραφο. Φώναξε τους μικρογράφους που θέλεις για τη διακόσμηση. Πάνω από όλα όμως πρόσεχε την ακρίβεια, την πιστή αντιγραφή! Αυτή είναι η φήμη μας και η μοναδικότητά μας!».
Εικόνα 5 Αντιγραφείς