Περίληψη Α και Β Μέρους: Ο Πρωτοκαλλιγράφος είναι ένας άνδρας που έχει καταφύγει στη Μονή του Στουδίου για να γλυτώσει από την καταλαλιά του κόσμου για τη γυναικεία του φύση. Αφοσιώνεται στην τέχνη της αντιγραφής των χειρογράφων ενώ τον προβληματίζουν τα όσα διαβάζει από τα έργα των αρχαίων φιλοσόφων που αντιγράφει. Στη Μονή έρχεται σταλμένος από το Μοναστήρι του Monte Cassino ένας μοναχός με στόχο την αντιγραφή χειρογράφων. Οι συζητήσεις μεταξύ των δυο μοναχών στρέφονται γύρω από τον έρωτα και τη φιλία. Η παράξενη σχέση των δυο συνοδοιπόρων στην τέχνη και στη σκέψη εξελίσσεται απρόβλεπτα.
Σύνδεσμος στο Α Μέρος: https://www.periou.gr/%ce%b4%ce%ac%cf%86%ce%bd%ce%b7-%ce%bc%cf%80%ce%b9%cf%84%ce%b6%ce%ac%cf%81%ce%bf%cf%85-%ce%bf-%cf%80%cf%81%cf%89%cf%84%ce%bf%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bb%ce%b9%ce%b3%cf%81%ce%ac%cf%86%ce%bf%cf%82-%cf%84/
Σύνδεσμος στο Β Μέρος: https://www.periou.gr/%ce%b4%ce%ac%cf%86%ce%bd%ce%b7-%ce%bc%cf%80%ce%b9%cf%84%ce%b6%ce%ac%cf%81%ce%bf%cf%85-%ce%bf-%cf%80%cf%81%cf%89%cf%84%ce%bf%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bb%ce%b9%ce%b3%cf%81%ce%ac%cf%86%ce%bf%cf%82-%cf%84-2/
Γ
Στην καθημερινότητα η μοναξιά του μοναστηριού αβάσταχτη, οι βραδινές συναντήσεις είχαν χαθεί. Καθένας στο δικό του κόσμο γέμιζε τις ανάσες των πόθων του. Φευγαλέες κουβέντες για το ποιος κατέχεται από έρωτα και πόσο ηθικό είναι να το λέει, να προσποιείται ότι δε συμβαίνει τίποτα για να κρατήσει κοντά του το ποθητό κορμί του άλλου[1], μοιάζουν να στραβώνουν και να κουνούν ακόμα περισσότερο τα θεμέλια της φιλίας και της ιερής επικοινωνίας των δυο μοναχών. Λες και ο Φαίδρος με τα λόγια του μέσα από τα κείμενα να έχει βάλει φιτιλιές στη συνύπαρξή τους, λες και η θολή ανάσα της αμφιβολίας νάχει εισβάλει στα κελιά και να τρεμοσβήνει τις φλόγες των κεριών. Κάτι έχει αλλάξει οριστικά και ανεπίστρεπτα. Ποιος λέει αλήθεια τελικά, ποιος θέλει να την πει αυτή την αλήθεια;
Ο μοναχός του Monte Cassino, πνίγεται, η γυναικεία μορφή τυραννάει το σώμα και την ψυχή του. Ξέρει ότι είναι πια αναπόφευκτο. Ξέρει ότι έχει τη δύναμη να βγει από το μοναστήρι και να αρπάξει τη ζωή, εδώ στο τέλος πριν τη δύση της και να τη ζήσει, όπως ποτέ πριν. Είχε την πίστη στο θεό και την τόλμη να ταξιδέψει αρπαγμένος από ένα χειρόγραφο και πιστεύοντας σε μια αποστολή, από τη μια άκρη της Μεσογείου στην άλλη. Τώρα, είχε την πίστη στον άνθρωπο και την τόλμη να ταξιδέψει αρπαγμένος από την ύψιστη τέχνη της γραφής, από τη μια ζωή στην άλλη, από το μοναστήρι στον κόσμο, από την απόλυτη άρνηση του κορμιού στην παραδοχή του.
Ο Πρωτοκαλλιγράφος ξέρει από πάντα, από τότε που τον κυνήγησε η καταλαλιά του κόσμου, ότι δεν μπορεί να μιλήσει, ότι αυτό δεν γίνεται, δεν υπάρχει στον κόσμο του θεού που υπηρετεί. Το τίποτα, σκέφτεται, ανυπαρξία και ουτιδανότητα. Τα βράδια στέκει όλο και πιο σιωπηλός, μικρές κινήσεις των βλεφάρων μαρτυρούν την κρυμμένη φουρτούνα. Ακινησία. Το πέλαγος άλλοτε βρυχάται κι άλλοτε μουρμουρίζει, συχνά πυκνά κάποιο τρίξιμο στο ξύλινο δάπεδο θυμίζει ότι γύρω υπάρχει κόσμος.
Ο μοναχός του Monte Cassino, μια ήρεμη βραδιά κάτω από τα νερά του φεγγαριού τον φωνάζει να μιλήσουν κι αρχίζει να μιλάει για έρωτα. Ξεκινάει πάλι από το Φαίδρο, μόνο που αυτή τη φορά δε θέλει πια να κρατήσει το μυστικό από το συνοδοιπόρο και φίλο του. Η φιλία πιο δυνατή από κάθε τι άλλο τον σπρώχνει στην αλήθεια. Βαθιά από μέσα του μια ανακούφιση και μια νίκη με τον ίδιο του τον εαυτό που φτάνει πια στην ωριμότητα της παραδοχής. Δεν κρύβεται, δεν κρατά φραγγέλιο τις νύχτες για να πνίξει τους πόθους του κορμιού του. Σε απόλυτη αρμονία πνεύμα και κορμί για πρώτη φορά συνομολογούν αλήθειες και προσβλέπουν σε μια δημιουργία και μια ζωή άλλη. Η φιγούρα της γυναίκας της Προποντίδας του δίνει τη δύναμη να κάνει αυτό το ένα και μοναδικό άλμα προς την πραγμάτωση της ελευθερίας της ψυχής του και την αναγνώριση της ύπαρξης της σάρκας του. Βήμα που μοιάζει να αιωρείται στο κενό, μα στ’ αλήθεια πατά γερά στη γήινη μυρωδιά της ζωής. Δοξαστικό στη συμμετρία της φύσης και στο συνταίριασμα των ψυχών, στη μουσικότητα των πνευμάτων και στη συγχορδία μιας αγαλλίασης που απελευθερώνεται κι απελευθερώνει μέσα από την ειπωμένη αλήθεια.
Εικόνα 11 Η γυναίκα της Προποντίδας
Εξομολογείται σιγανά μα σταθερά, τη μυστική συμφωνία του με τον ηγούμενο που του επιτρέπει να φύγει από το Μοναστήρι κρυφά από το Monte Cassino που τον έστειλε. Δεν θα το πουν ποτέ, απλά θα χαθεί και δε θα γυρίσει πίσω. Μετά μιλά για την προσμονή της γυναίκας στην άκρη της θάλασσας, το απαύγασμα μιας ζωής μέσα στο αλισβερίσι του κόσμου και στην ελπίδα για τη συνέχιση της τέχνης της γραφής σαν κοσμικός πια και όχι κληρικός. Θα γράφει για το μοναστήρι αλλά δε θα ζει σε αυτό, θα ζει σ’ ένα σπιτ’και στην ‘ακρη της θάλασσας με τη γυναίκα που τον περιμένει. Το όνειρο είναι καλά σχεδιασμένο. Η πιθανότητα αληθινή, η βεβαιότητα της ευτυχίας μόλις μια δρασκελιά ως το απαλό μουρμούρισμα των κυμάτων.
«Φεύγω» είπε, «αύριο». «Οι συναντήσεις μας θα τελειώσουν, μα θα έρχομαι στο μοναστήρι να φέρνω χειρόγραφα και να παίρνω νέες παραγγελίες. Παντρεύομαι», συνέχισε σχεδόν μουρμουριστά, λες και δεν ήθελε να ακουστεί.
Ο Πρωτοκαλλιγράφος, μέσα του τόξερε, το περίμενε και ενώ ο κόσμος του χανόταν δεν είπε λέξη. «Καλά» είπε και σηκώθηκε. Έφυγε βιαστικά μέσα στο σκοτάδι. Αργότερα στο κελί του, η σειρά από τις ατέλειωτες άγρυπνες νύχτες με το βλέμμα στο κενό είχε μόλις αρχίσει. Ανασηκώθηκε και με απόγνωση βυθίστηκε στις ασκήσεις του νου, χωρίς συνομιλητή αυτή τη φορά: Πρέπει «να κάνει κανείς καλό σε όσους αξιώθηκαν να αγαπήσουν», έρχεται από βαθιά μέσα του η φράση του Φαίδρου[2] που καρφώθηκε στην άκρη της γραφίδας του ένα χειμωνιάτικο πρωϊνό που την αντέγραψε κι από τότε δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Πόση αλήθεια κρυμμένη σε λίγες μόνο λέξεις. Να που κάποιος τον δικαίωνε, που έλεγε ότι το να είναι κανείς άξιος να αγαπήσει είναι σπουδαίο, σημαντικό. Και ν’ αγαπήσει όχι απλά τον «πλησίον» του όπως έλεγε ο χριστιανός θεός του, αλλά να νοιώσει τον έρωτα. Θέλει τόλμη να νοιώσει κανείς, θέλει δύναμη άλλη εσωτερική, θέλει αυταπάρνηση και υπέρβαση. Τα έλεγε και ταυτόχρονα σκεφτόταν ότι ο παλιός συνοδοιπόρος του χωμένος στα μελάνια και τα πάθη του δεν έφτασε ποτέ ίσαμε κει. Δεν ήταν δυνατό να έχει αγαπήσει χωρίς το πλησίασμα των ψυχών. Σκεφτόταν πως ήταν σαν το ξενόφερτο καλόγερο να τον είχε καταπιεί ένας έρωτας κενός χωρίς την επικοινωνία των ψυχών και των πνευμάτων. Τον λυπόταν αυτόν τον αφελή βενεδικτίνο και μέσα στο πλήθος των οικτιρμών του έμενε συγκλονιστικά βουλιαγμένος στο κύμα που έπνιγε τη νύχτα τούτη, μια από τις πολλές της μοναξιάς του. Τι κοινό μπορεί να είχε εκείνος με μια γυναίκα του λαού στην άκρη της θάλασσας; Πάθη χωρίς το πλησίασμα των ψυχών. Δεν ήταν έρωτας παρά μόνο λαγνεία σκέφτηκε, και τότε θύμωσε. Ακολούθησαν πολλές τέτοιες νύχτες κι ακόμα περισσότερες σκέψεις.
Εικόνα 12 Από την καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο
Πηγή: https://www.vimaorthodoxias.gr/nea/moni-vlatadon-oi-krymmenoi-thisayroi-kai-o-kodikas-587-foto-amp-vinteo/?print=print
Μια άλλη μοναχική βραδιά ο Πρωτοκαλλιγράφος κούνησε σκεφτικός το κεφάλι και μονολόγησε «πρέπει κανείς να κάνει καλό σε όσους αξίζει να αγαπηθούν», αυτό λέει ο Φαίδρος. Ήθελε να φωνάξει στον ξενόφερτο καλόγερο «Αξίζει αυτή που αγαπάς; Είναι πραγματικά άξια για αυτό; Ή μήπως δε βλέπεις τυφλωμένος από πάθη και λαγνεία;». Σιωπή, κανείς δεν υπάρχει να του απαντήσει. Μοναξιά που αντιλαλεί στα ντουβάρια του κελιού και στο νερό που στέκει πηγμένο κάτω από τα βράχια.
Που είναι το όριο ανάμεσα στα αισθήματα και στα πάθη; Πάλι ο χριστιανός θεός τιμωρός, αυστηρός, ενδεής, αποστεωμένος, στεγνός έμπαινε μέσα του. Που είναι οι δρυάδες και οι φυλλωσιές αναρωτήθηκε; Που είναι οι κοίλες και οι καμπύλες της ομορφιάς των σωμάτων; Που είναι οι περίτεχνες γραμμές των πρωτογραμμάτων και η λευκότητα της περγαμηνής; Βούλιαξαν στη στενότητα μιας άρνησης και μιας αυτοτιμωρίας χωρίς διέξοδο.
Εικόνα 13 από το χειρόγραφο του ι. Σκυλίτζη
Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2020/02/o-kosmos-ton-vizantinon-ikonografimenon-chirografon/
Ο άλλοτε καλόγερος του Monte Cassino και σήμερα Ιωάννης ο γραφέας και καλλιτέχνης των περγαμηνών που σφύζει από ζωή και ευτυχία μπαινοβγαίνει ταχτικά στη Μονή του Στουδίου. Καμιά φορά στέκει να μιλήσει στον Πρωτοκαλλιγράφο και να ανταλλάξουν δυο τρεις βιαστικές κουβέντες. Η παλιά κοινωνία των ψυχών τους έχει χαθεί. Ο Ιωάννης γεμάτος από την ανάσα της γυναίκας του, της γυναίκας της Προποντίδας, αποπνέει ζωή, έρωτα, χαρμόσυνα πρωινά και δοξαστικές μέρες, γλυκές νύχτες και προσμονή.
Ο Πρωτοκαλλιγράφος στέκει εκεί ξάγρυπνος, μουντός, στερημένος, εχθρικός. Αβάσταχτο συλλογίστηκε. Το μίσος τον κυριεύει. Εγκατάλειψη, προδοσία, λύπηση μέχρι που φτάνει στη λυτρωτική εκδίκηση. Εξαγνισμένος από τον πόνο, μόνο η εκδίκηση μπορεί να τον θεραπεύσει. Ήρθε η ώρα σκέφτεται. Ποιος είσαι εσύ τελικά που μπορείς να μπαινοβγαίνεις στο μοναστήρι και στη ζωή μου όταν θέλεις κι όποτε θέλεις; Έδωσες κάποτε έναν όρκο στις ομίχλες του Monte Cassino κι ήρθες εδώ και τον πάτησες και ανακάτεψες τη ζωή και την ψυχή μου και ευτέλισες τα πιο ιερά αισθήματα κι ακολούθησες τη δική σου λαγνεία πατώντας όρκους και ανθρώπους! Κι εγώ είμαι ο τιμωρός, ο εκδικητής, αυτός που θα ανταποδώσει το άδικο που θα ισοφαρίσει την αμαρτία με το γδικιωμό που θα σε ξεμπροστιάσει μπροστά σε όσους πρέπει να μάθουν για το πάτημα του όρκου σου!
Εικόνα 14 Λαγνεία (από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα)
Ο Πρωτοκαλλιγράφος γεμάτος ταραχή, άφησε κάτω τη γραφίδα του. Είχε χαράξει με προσοχή πάνω στο πορώδες χαρτί τελικά την επιστολή που έπρεπε. Έπρεπε να μηνύσει στο Monte Cassino τη φυγή του μοναχού τους προς τα εγκόσμια, έπρεπε να ξέρουν ότι παράτησε την πενία και την προσευχή, ότι παράτησε κι αυτόν τον ίδιο (αυτό δε θα το έλεγε) ότι η τελειότητα της τέχνης του πήγαζε από την ισορροπία του με τον έξω κόσμο κι όχι από την ισορροπία του με το θεό. Ήταν ένας προδότης της μοναχικής ζωής, ένας φυγάς προς το φως του κόσμου, προς τον έρωτα αλήθεια του αρχαίου Φαίδρου ή τη λαγνεία του χριστιανού Ευάγριου; Ποιος ξέρει; Ένα μόνο ξέρει, τον είχε αφήσει για ένα κορμί γυναικείο και μια επιθυμία που τον τράβηξε στο φως, κι είχε μείνει εκεί στο μισοσκότεινο κελί με την τελειότητα των χειρογράφων πιο μόνος κι από μόνος. Είχε χάσει το φίλο του και την αιχμή του πόθου του, είχε χάσει την ισορροπία του κόσμου του…
Η επιστολή είχε τελειώσει, το γκρίζο χαρτί ανάδινε τα μαύρα γράμματα με βιάση και μια τελεσίδικη αύρα που οδηγούσε από τις φουρτούνες της Προποντίδας ίσαμε τις ομίχλες του Monte Cassino. Ακούμπησε σιωπηλός στο επικλινές σκρίνιο και σκούπισε τη γραφίδα στο λερωμένο πανί που κρεμόταν στα δεξιά. Απόψε θα κοιμηθώ σκέφτηκε, κι αύριο είναι μια άλλη μέρα…
Την άλλη μέρα, το γράμμα ταξίδευε κιόλας προς τη μακρινή δύση και μέσα από το καράβι που ξεμάκραινε ο Πρωτοκαλλιγράφος, έβλεπε κιόλας το σκοτεινό δράκο του γδικιωμού να σπαρταράει όλο χαρά πάνω στον αφρό. Εδώ είσαι σκέφτηκε, όλα θα μπουν στη θέση τους, ήρθε η ώρα. Χάρηκε ως το απόδειπνο. Έφαγε με όρεξη και σκέφτηκε πως ο βαθύς παρήγορος ύπνος θα απαλύνει κάθε υπόλειμμα πόνου κι ανατριχίλας που τον διαπερνούσε όλη μέρα. Ξάπλωσε. Κοίταξε τον τοίχο του κελιού και το φως του φεγγαριού που τρεμόπαιζε. Και τότε κάτι τον δάγκωσε βαθιά μέσα του. Τα γράμματα ξεπήδησαν πάλι κατάμαυρα μέσα από το Κύριαι Δόξαι του Επίκουρου και μια και μοναδική ερινύα τον άρπαξε μέσα στα δίχτυα της:
Ὁ δίκαιος ἀταρακτότατος͵ ὁ δ΄ ἄδικος πλείστης ταραχῆς γέμων.
[Ο δίκαιος είναι απόλυτα ατάραχος, ενώ ο άδικος γεμάτος ταραχή].
Η γαλήνη που τόσο μόχθησε τόσα χρόνια μέσα από τόσες σελίδες γραφής, είχε χαθεί. Η μια και μοναδική ερινύα του θανάσιμου αμαρτήματος της εκδίκησης είχε εγκατασταθεί μέσα του για τα καλά. Η ζωή του γέμισε εφιάλτες, γκρεμίστηκε από την κλίμακα της κόλασης και αδύναμος πια ν’ αρπαχτεί προς το φως ονειρεύτηκε τα κορμιά που δε χάρηκε και το άπιαστο όνειρο του έρωτα που γλίστρησε ένα βράδυ στο νερό για να βρει τη γυναίκα της Προποντίδας.
Δ
Εικόνα 15_Ερινύες
Πηγή: Orestes_Pursued_by_the_Furies_by_William-Adolphe_Bouguereau_(1862)_-_Google_Art_Project
[1] Φαίδρος 233-234.
[2] Φαίδρος 233 e