«Χαρτογραφώ τοπία ψυχής / Χρονομετρώ στιγμές απόντων»
Η καλή και βραβευμένη ποιήτρια Αλεξάνδρα Γαλανού στην τελευταία ποιητική συλλογή της με τίτλο «Στο πουθενά στο μέχρι πότε και στο γιατί », εκδόσεις Μελάνι, 2022, καταβυθίζει το βλέμμα σε υπαρξιακά και συναισθηματικά τοπία απωλειών, αναπόλησης αγαπημένων απόντων, ερώτων και άλλων σημαντικών βιωμάτων, γεωμετρώντας το χώρο και τον χρόνο συντέλεσής τους, όπως επίσης τοπία θεάσεων και στοχασμών. Μια ελεγεία της απώλειας και της αναπόλησης θα έλεγε κανείς με στοχασμό και κοινωνική ευαισθησία. Γράφει:
Χαρτογραφώ τοπία ψυχής
Χρονομετρώ στιγμές απόντων
Γράφω ένα ποίημα για το καλοκαίρι
το σβήνω και αρχίζω
μια ιστορία μικρού έρωτα
μεγάλης διάρκειας,
ίσως θα προτιμούσα ένα μεγάλο έρωτα
μικρής διάρκειας.
Μαζεύω από το πάτωμα μαυρόασπρες
φωτογραφίες που ξεκόλλησαν
από τ’ αλμπούμ του ’60,
εδώ μια εκδρομή, εκεί ένα χαμόγελο.
Έπαψα να μετρώ τα χρόνια
είναι και οι ασκήσεις του μυαλού που με κουράζουν,
«Άδειες Κυριακές» (σ. 24)
Μοχλό έμπνευσης αποτελεί η βίωση του εγκλεισμού και της απομόνωσης λόγω Κόβιντ, όπως και οι αναχωρήσεις αγαπημένων προσώπων, που καταγράφεται από το πρώτο ποίημα «Του εγκλεισμού», όπου η μεταφορά «Μια θητεία μοναξιάς / χωρίς φύλλο πορείας» (σ. 9) χαρτογραφεί σε βάθος το συναισθηματικό φορτίο του ποιητικού υποκειμένου. Σκηνικό το σπίτι της ποιήτριας, μέσα στο οποίο δομεί την ποιητική συλλογή της, οι φωτογραφίες, η βιβλιοθήκη, το γραφείο, οι πίνακες και άλλα εκθέματα που τη συντροφεύουν, ενώ μέσα από τις συνομιλίες της μαζί τους σκιαγραφούνται εσωτερικά τοπία και στοχασμοί της, όπως πχ το ποίημα «Εικαστικό » (σ. 32), όπου συνομιλεί με δημιουργούς και εικαστικά έργα τους, και όπου τα θαλασσινά τοπία του Τέτση και του Παρθένη φωτίζουν στο σκοτάδι της απώλειας και της μοναξιάς, αλλά ακολουθούν τα άκαμπτα ανθρωπάκια του Γαϊτη και οι ιερουργίες του Θεόφιλου οι δίχως προοπτική… Όχημά της η μνήμη, η οποία μαζί με το χρόνο αποτελούν βασικούς πυλώνες της ποιητικής της όπως διαφαίνεται και από τα προηγούμενα ποιητικά βιβλία της.
Το εξώφυλλο του καλαίσθητου βιβλίου με τα 25+1 ποιήματα κοσμεί η φωτογραφία του Stanislavo Farri, με τίτλο «Alberi», όπου ένα στεγνό σχεδόν δέντρο δίχως φύλλωμα, σε κλίση, λες και απεικονίζει τους προσφιλείς απόντες της ποιήτριας και τη γυμνή μοναξιά που αφήνουν στους εναπομείναντες αγαπημένους.
Στην προμετωπίδα ένα άτιτλο ποίημα ποιητικής που το παραθέτω στη συνέχεια, μας μιλά για το ρόλο της ποιητικής γραφής ως καταφυγή, ως παραμυθία, αλλά κι ενδεχομένως ως μια κάποια ελπίδα επιβίωσης, που παραπέμπει στους στίχους του σπουδαίου αλεξανδρινού ποιητή και τα ιαντικά φάρμακα της ποίησης: «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάπως ξέρεις από φάρμακα· / νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω. / Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι / Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή»[1] .
Παράλληλα το μότο μας εισάγει στο συναισθηματικό κλίμα της συλλογής και στην ψυχική συνθήκη του ποιητικού υποκείμενου:
«Ένα δύστροπο ποίημα
κλεισμένο στον εαυτό του
ξαγρυπνά τα βράδια
συντροφιά με λέξεις
από πεπαλαιωμένους έρωτες
κι αγκυλωτά τόξα
που του τρυπούν την καρδιά.
Σαν θα το βρει η μέρα
η αιμορραγία στο χαρτί
θα μεταμορφωθεί σε μια
πινελιά από κόκκινο,
έτσι για να δώσει χρώμα
στην άχαρη ζωή του
κι ίσως μια κάποια ελπίδα
επιβίωσης», (σ. 7).
Ένα δύστροπο ποίημα λοιπόν «ξαγρρυπνά / συντροφιά με λέξεις». Η Γιλά Μοσάεντ η πολυβραβευμένη Ιρανή ποιήτρια, μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, στην τελευταία ποιητική συλλογή της με τίτλο «Οι λέξεις άργησαν», την οποία μεταφράζω αυτό το διάστημα, συνδιαλέγεται επίσης με τους προσφιλείς νεκρούς της και ιδιαίτερα με τη μητέρα της, ενώ γράφει για τις λέξεις και κατ’ επέκταση για την ποιητική γραφή βεβαίως:
«Μερικές φορές οι λέξεις μου έρχονται τελείως νεκρές
όπως οι τρίχες των μαλλιών ή τα νύχια
Δεν αναπνέουν στα χαρτί
Δέχομαι τα νεκρά τους σώματα
Χρειάζεται χρόνος για να τις δώσεις ζωή
Δεν είμαι ταχυδακτυλουργός
Έμαθα να ζω μαζί τους
Για λίγο
κρατώ τις λέξεις στο στήθος μου
μέχρι το αίμα να γίνει γάλα
Τότε αποκτούν φτερά και πετούν έξω
Το χαρτί τις μαζεύει
την μια μετά την άλλη»[2]
Κι οι δυο ποιήτριες γράφουν για τις λέξεις τους, γράφουν ποιητικής, ενώ συνάμα αναπολούν τους προσφιλείς απόντες. Η Αλεξάνδρα Γαλανού αναθυμάται τους νεκρούς της και ιδιαίτερα την αείμνηστη μητέρα της, την ποιήτρια Ναδίνα Δημητρίου, στην οποία και αφιερώνει το ποίημα «Η φωτογραφία», όπου κοιτάζοντας τη φωτογραφία της φαντασιώνεται και διερωτάται. Το συναίσθημα ελεγχόμενο, ωστόσο υποδόρια η απώλεια, η θλίψη και η μοναξιά ραγίζουν, με τη χρήση μεταφορών, όπως αυτή του στεγνού κήπου με τις αφυδατωμένες τριανταφυλλιές που κάποτε τα πέταλά τους συνομιλούσαν ψιθυριστά με το αεράκι «και τη γυναίκα που έμενε / στο σπίτι κι έγραφε ποιήματα.»(σ. 23). Το ίδιο και στο ποίημα «Αρτέμιδος 39» (σ. 20), (το πατρικό της ποιήτριας), όπου σκιαγραφεί την ιστορία που έφυγε και όμως μένει: «Ποιήματα απλωμένα στο πάτωμα / φωτογραφίες σε κουτιά. / Είναι η ιστορία που έφυγε, / η ιστορία που μένει / σε μια πόλη που έφυγε». Η Γαλανού μεγάλωσε με τα ποιητικά ψιθυρίσματα της μητέρας της, η οποία ήταν σημαντική ποιήτρια της γενιάς της. Σε συνέντευξή της δηλώνει, ότι η ποιητική φλέβα της είναι δώρο από την μητέρα της, όπου επίσης διατυπώνει έναν όμορφο ορισμό της ποίησης με την ακόλουθη παρομοίωση: «Η ποίηση είναι σαν μια λάμπα θυέλλης στο σκοτάδι.» (philenews, 2021)[3].
Το προσωπικό και γνώριμο πλέον ύφος της Γαλανού χαρακτηρίζεται από βαθύ βλέμμα που κοιτάζει κατάματα με σθένος τόσο την έσω όσο και την περιβάλλουσα αλήθεια της, χαρακτηρίζεται από κοινωνική ευαισθησία και καυστική κοινωνική ματιά, από περίσκεψη, βαθύ στοχασμό, αλλά και πικρή ειρωνεία, όπως και ανίχνευση του εσωτερικού τοπίου και ενδοσκόπηση. Η θεματική της δεξαμενή και η σκέψη της εκφέρονται με εκφραστική ευστοχία, άλλοτε συμβολική και άλλοτε κρυστάλλινη. Ο λόγος της λιτός και συμπυκνωμένος, δωρικός σχεδόν και ρωμαλέος, χωρίς περιττά και ψιμύθια, άλλοτε κρυπτικός και άλλοτε διαυγής και αληθινός με ώριμη απλότητα, με όμορφες παρομοιώσεις και μεταφορές. Άλλο στοιχείο αποτελεί επίσης η αξιοποίηση του διακείμενου και της συνομιλίας με εικαστικούς και έργα τέχνης όπως τα ποιήματα «Νεφερτίτη» (σ. 18), «Το χέρι το δεξί» (σ. 19), «Εικαστικό» (σ. 32), που προαναφέραμε, αλλά και συνομιλία με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο στην μνήμη του οποίου αφιερώνει το ποίημα «Αποχαιρετισμός» (σ. 29), όπου στηλιτεύει την ματαιοδοξία, με την οποία ζώντες ποιητές τον αποχαιρετούν με διθυράμβους δίχως καν να γνωρίζουν το έργο του στοχεύοντας να αναδείξουν σε σημαντική τη δική τους ασημαντότητα.
Βασικό άξονα της συλλογής αποτελούν οι κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες και θεάσεις της ποιήτριας και ο ψυχοκοινωνικός προβληματισμός της, που εκφράζονται σε ποιήματα, όπως τα «Εικόνες Νέας Υόρκης» (σ. 12) με αναφορά στον πανδημικό εγκλεισμό και την απομόνωση, «Η κούκλα» (σ. 16), όπου ορμώμενη από τις βιαιοπραγίες των μελών της οργάνωσης Μπόκο Χαράμ μιλά για τη σεξουαλική βία και την καταδυνάστευση των κοριτσιών που βιώνουν τη μητρότητα κάτω από βάναυσες και απάνθρωπες συνθήκες, ενώ «Το κορίτσι που δεν ήθελε να φύγει» (σσ.14-15) αναφέρεται στο θέμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, όπως και «Η κουκκίδα» (σ. 13) που αναφέρεται επίσης στους πρόσφυγες και κατατρεγμένους της Ειδομένης αλλά και όπου γης, απ’ όπου και ο στίχος «Στο πουθενά στο μέχρι πότε και στο γιατί» που αποτελεί τον τίτλο της ποιητικής συλλογής.
Μια ξεχωριστή υποενότητα και ιδιαίτερα σημαντικό θέμα αποτελεί η Αμμόχωστος για την οποία η Γαλανού γράφει και σε παλαιότερες ποιητικές συλλογής της, καθώς η προσφιλής πόλη που ο στυγερός κατακτητής την μεταμόρφωσε σε φάντασμα, αποτελεί εκτός των άλλων και μια οικογενειακή και προσωπική υπόθεση, αφού για την διεκδίκηση της ένωσής της πάλεψε μια ζωή ο αείμνηστος σύζυγός της ποιήτριας, ο Αλέξης Γαλανός, Δήμαρχος Αμμόχωστου. Όμως το ποίημα αυτής της συλλογής εκφράζει μια βαθιά απογοήτευση που σπαράζει. Εδώ οι ποδοπατημένες ελπίδες είναι καταχωνιασμένες στη γωνιά του νου, ενώ αν ποτέ ο ποιητής του μέλλοντος τις βγάλει βόλτα, θα είναι μόνο για να αντικρίσουν τους αλλόκοτους επισκέπτες που την ορέγονται:
Ελπίδες που ποδοπατήθηκαν
τελεσίδικα πια
σφηνώθηκαν σε μια γωνιά του μυαλού,
αίθουσα αναμονής αναμνήσεων.
Ίσως,
μια μέρα κάποτε
ο ποιητής του μέλλοντος
να τις ξυπνήσει από τον λήθαργο,
να τις ντύσει με τραγούδια λυπητερά
και να τις περπατήσει στους δρόμους της πόλης
εκεί που αλλόκοτοι επισκέπτες
χαριεντίζονται, περιεργάζονται
τα ρημαγμένα σπίτια
και ασύστολα ονειρεύονται ποιο θα διαλέξουν.
«Αμμόχωστος, Νιόβρης 2020 (σ. 32)»
Άλλα και το ποίημα «Μια Κυριακή που δεν ήταν γιορτή», το οποίο αφιερώνει η Γαλανού στον λατρευτό σύντροφο και συνοδοιπόρο της ζωής, συγκλονίζει με την εικονοποίηση της τραγικής απώλειας του αγαπημένου σε φάντασμα στην πόλη φάντασμα που ο ίδιος την αποκαλούσε αγαπημένη. «// Σε είδα τότε εκεί, / στην άκρη της θάλασσας, / ένα φάντασμα / σε μια πόλη / που οι άλλοι ονόμαζαν / φάντασμα αλλά εσύ / αγαπημένη.» (σ. 31).
Η ποιητική συλλογή «Στο πουθενά στο μέχρι πότε και στο γιατί» αναδεικνύει την ώριμη φωνή της ποιήτριας Αλεξάνδρας Γαλανού, η οποία εστιάζει σε ψυχοκοινωνικές συνθήκες και ψυχοσυναισθηματικές διεργασίας που αφορούν και ταλανίζουν όλους μας. Προσφέρει αναγνωστική απόλαυση και αίσθηση κάθαρσης που απαλύνει τα αισθήματα κοινωνικής αδικίας, απομόνωσης, απώλειας και μοναξιάς που βιώνουμε όλοι μας λόγω της κοινωνικής συνθήκης, του παγκόσμιου προβλήματος του κόβιντ και λόγω της κοινής ανθρώπινης μοίρας μας. Μας προσφέρει επίσης ερεθίσματα για ενδοσκόπηση, στοχασμό και αναστοχασμό και αναπτερώνει την τσαλακωμένη ελπίδα μας.
*Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc), μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και εγκεκριμένη μεταφράστρια στο μητρώο του Εθνικού Συμβουλίου Πολιτισμού της Σουηδίας (Kulturrådet). Έχει εκδώσει 5 ποιητικές συλλογές, μια συλλογή διηγημάτων και δυο βιβλία μετάφρασης σουηδικής ποίησης, ενώ δημοσιεύει, ποιήματα, μεταφράσματα, διηγήματα και κριτικές αναγνώσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Τελευταίο της βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Ο τόπος μέσα μας», Εκδόσεις Αρμός, 2020.