You are currently viewing Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: Γιλά Μοσάεντ, Μου δίνεις την ελευθερία να μην ανήκω, εκδόσεις Βακχικόν 2021, σελ.94

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: Γιλά Μοσάεντ, Μου δίνεις την ελευθερία να μην ανήκω, εκδόσεις Βακχικόν 2021, σελ.94

«Είμαι ένα έθνος μονάχο»[1] γράφει σε στίχο της η Γιλά Μοσάεντ και πραγματικά η πορεία της ζωής και του έργου της αποτελούν μια μοναχική και ιδιαίτερη περίπτωση, «ένα έθνος μονάχο/μια πληγή περιφερόμενη», που ωστόσο κατόρθωσε με τη δύναμη της καρδιάς, του νου και της ποιητικής φωνής της να ριζώσει στο ποιητικό γίγνεσθαι της ξένης γης της σουηδικής κοινωνίας και να φτάσει στα ύπατα αξιώματα της τέχνης του λόγου, καθώς εκλέχθηκε μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας.

 Η Ιρανή ποιήτρια Γιλά Μοσάεντ γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1948. Μετά τις σπουδές στης στο Ιράν και στις ΗΠΑ, όντας αναγνωρισμένη ποιήτρια, εκδιώχθηκε από την εργασία της και εξαναγκάστηκε από το στυγερό καθεστώς του Χομεϊνί να διαφύγει από την πατρίδα της με τον σύζυγο και τα παιδιά τους ζητώντας άσυλο στη Σουηδία. Ξεριζωμένη έχει υποστεί την απώλεια των αγαπημένων προσώπων, του τόπου, της γλώσσας και της κοινωνικής υπόστασης, ενώ βίωσε την ξενότητα που συνιστά η συνθήκη και τη βωβότητα λόγω άγνοιας της γλώσσας. Το 1997, μετά από ένδεκα χρόνια, εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή της στα σουηδικά, δηλώνοντας: «Το να ζεις στην εξορία συνιστά μια διαρκή πάλη ενάντια σε όλα αυτά που αρνούνται σε κάποιον τη μνήμη του. Το να γράφεις στη γλώσσα της εξορίας είναι το ίδιο με το να δημιουργείς έναν χώρο στη μνήμη αυτής της χώρας. Είναι ένας μεγάλος θρίαμβος ν’ αποτελέσεις μέρος της ιστορίας της λογοτεχνίας μιας ξένης γλώσσας».[2]

Φαίνεται ότι η αγάπη της για την ποίηση και η ανάγκη έκφρασης, η μνήμη και η θέληση για κατάθεση μαρτυρίας, η θέληση για ζωή και δημιουργία της έδωσαν δύναμη και την ώθησαν να μιλήσει και να εκφραστεί μέσα από τη γλώσσα της εξορίας. Έχει πει: «Γράφω γιατί πονάει να φέρεις μέσα σου τόσο οδυνηρές λέξεις και εικόνες. Έχω παλιά, βαθιά και χιλιετή τραύματα στην ψυχή μου. Οι λέξεις είναι το αντίδοτό μου, το λίκνο μου και ο τάφος μου. Γράφω γιατί φέρω μέσα μου την κρυμμένη φωνή της γυναίκας, κρυμμένα ένστικτα και χλωμά πρόσωπα. Για δεύτερη φορά στην ιστορία της χώρας μου έκρυψα τη φωτιά και τράπηκα σε φυγή. Τη φωτιά που για καιρό ζούσε στην καρδιά μου παρ’ όλες τις εξωτερικές αλώσεις…»[3] Συνθήκη οδυνηρή, που έχει καταγραφεί σε στίχους που συγκλονίζουν, όπως: «Της εξορίας η γη/είναι ραγισμένο έδαφος/Μην το πατάς/μην πηδάς πάνω του/Ψάξε μόνο τη μνήμη σου/Διαφορετικά γκρεμίζεται/και βυθίζεσαι»[4].

Η γλώσσα στην ποίησή της Μοσάντ είναι λιτή και κρυστάλλινη, απλή και συνάμα βαθιά σαν τη θάλασσα. Πλούσια σε εικόνες, σύμβολα και αλληγορίες που εκπηγάζουν από την αρχαία περσική ποιητική παράδοση, και εμποτίζονται από τη σύγχρονη σουηδική πραγματικότητα. Στον λόγο εισόδου της στη Σουηδική Ακαδημία η Γιλά Μοσάεντ είπε: «Ακόμη τ’ αηδόνια έχουν τις φωλιές στο βάθος του είναι μου, κάθε βράδυ κοιμάμαι με τους στίχους του Ρουμί μέσα μου και το χάραμα ξυπνώ με τα ποιήματα του Έκελεφ»[5]. Η γλώσσα της πλάθεται από τα βιώματα, το τραύμα του ξεριζωμού, την προσπάθειά της να συμφιλιωθεί και να δέσει στη νέα πραγματικότητα, σμιλεύεται από την αρχέγονη φωνή μέσα της και εκφέρεται με έναν μοναδικό τρόπο που αγγίζει την ψυχή του άλλου κι απλώνεται στα πέρατα. «Βγάζω έναν ήχο όταν πονάω/Έναν ήχο που μόνο εγώ/μπορώ να εκφέρω/Μόνο εγώ»[6] γράφει και νιώθουμε τη φωνή της να μας μπουμπουκιάζει το δέρμα.

Πολλοί κριτικοί και θεωρητικοί λογοτεχνίας έχουν μελετήσει και εξάρει το έργο της. Η Εύα Στρεμ γράφει: «Υπάρχει μια δροσιά και μια καθαρότητα στη διάφανη και διαυγή ποίησή της, όπου η σουηδική γλώσσα ανταμώνει την περσική παράδοση»,[7] ενώ η Μαρία Μαρτελέρ αναφέρει: «Είμαι εντυπωσιασμένη από την όμορφη σουηδική γλώσσα της, είναι πολύ πιο όμορφη από αυτή που χρησιμοποιούν πολλοί Σουηδοί ποιητές. Χρησιμοποιεί λεπταίσθητες λεκτικές εικόνες, τοποθετεί ένα συναισθηματικό υπόβαθρο στο χαρτί και τοποθετεί πάνω του τις λέξεις».[8]

Ο καθηγητής λογοτεχνίας και κριτικός Τόρστεν Ρένεστραντ τη θεωρεί σπουδαία και ξεχωριστεί φωνή που μέσα από τη γλώσσα της εξορίας μιλά για το προσωπικό βίωμα αλλά και το οικουμενικό πρόβλημα της ξενότητας των προσφύγων, καυτηριάζοντας τη βαρβαρότητα και την επιβολή. Η ποίησή της εκφράζει την καταπίεση και την εκδίωξη που βίωσαν τόσο η ίδια όσο και εκατομμύρια συνάνθρωποί της. Αυτό διαφαίνεται σε πολλά ποιήματα, όπως π.χ. στους στίχους: «Η χώρα μου κολυμπά στο αίμα/τυφλός κουφός άνδρας/κάθεται στην καρέκλα του Θεού/και δημιουργεί θάνατο». Ο Ρένεστραντ την παραλληλίζει με την Γερμανο-εβραία νομπελίστρια συγγραφέα Νέλλυ Ζαχς, η οποία θα είχε ίσως δολοφονηθεί από τους Ναζί, αν δεν την είχε βοηθήσει να διαφύγει στη Σουηδία, η επίσης νομπελίστρια φίλη της Σέλμα Λάγκερλεφ, και επισημαίνει ότι η Γιλά Μοσάεντ ζει για την ποίηση και την αλήθεια.

Η Φρίντα Λίντστρεμ αναφέρει ότι η φαινομενική απλότητα καθιστά τα βιβλία της Μοσάεντ ευανάγνωστα αλλά δύσκολα να αφομοιωθούν, ενώ τα επίπεδα κάτω από την επιφάνεια φαίνεται πραγματικά να βαθαίνουν σε κάθε έργο της.[9]

Οι θεματικοί άξονες της ποιητικής της Μοσάεντ, οι θεάσεις και οι στοχασμοί της αφορούν σε βιωματικές, σε πανανθρώπινες ψυχοκοινωνικές, σε οικουμενικές και υπαρξιακές αγωνίες. Η συνθήκη της εξορίας, της προσφυγιάς, της ξενότητας, του τραύματος που φέρει η ίδια, μαζί με εκατομμύρια συνανθρώπους της, αλλά και οι διεργασίες γνωριμίας και πλησιάσματος της νέας γλώσσας, του νέου τόπου, του διαφορετικού φυσικού περιβάλλοντος, επανέρχονται στα ποιήματά της. Είναι απαράμιλλη η συνομιλία και το τρυφερό πλησίασμά της με τη φύση στον νέο τόπο, όπου γέρνει και κλαίει σε κορμούς δέντρων που δεν γνωρίζει καν το όνομά τους, όπου πάει στο δάσος όχι για να το χαρεί, αλλά για να θέσει ερωτήματα αναφορικά με τη βία και τη βαρβαρότητα των ανθρώπων. Άλλοτε πάλι πάει στο δάσος για να γεννήσει το ελάφι, γίνεται δέντρο η ίδια, προσκαλεί ένα δέντρο για τσάι στο σπίτι της, μαθαίνει να αφουγκράζεται το κοτσύφι αντί του αηδονιού του Χαφέζ[10]· ή ικετεύει τη λεύκα: «Ω, εσύ, ωραία αγριόλευκα,/κράτα τα μυστικά μου/όταν πια δεν θα υπάρχω» (2018).

Ο έρωτας, η αγάπη και η αναζήτησή της –«Η αγάπη είναι ακόμη βρέφος/Ανακαλύπτουμε νέους δρόμους/ν’ αφουγκραστούμε τις ψυχές μας» (2018)– αποτελούν επίσης σημαντικούς άξονες στην ποιητική της, όπως και η μοναξιά και η απώλεια αγαπημένων, όπως και οι θεάσεις της για τον χρόνο, με στίχους που εκπλήσσουν και εγείρουν διεργασίες στοχασμού, όπως: «Αχ, χρόνε,/είμαι η πιστή σου μητέρα» (2018).

Απαράμιλλου βάθους και λεπταίσθητης αισθητικής αποτελούν τα ποιήματα ποιητικής που συνθέτει, σ’ αυτή τη διττότητα που βιώνει και που ανοίγεται σε προ- και μετα-γλωσσικούς στοχασμούς και υπαρξιακές αναζητήσεις για τη ζωή και τον θάνατο.

 Απαράμιλλοι είναι επίσης οι στοχασμοί και η συνομιλία της με τις λέξεις, τις γλώσσες, τη σιωπή, το ρητό και το άρρητο στα ποιήματα ποιητικής της και η έκφραση επιθυμίας καταφυγής στη βωβότητα και σε άναρθρους ήχους.

Ο κριτικός λογοτεχνίας Σεμπάστιαν Λένλεβ διατείνεται ότι: «Η Γιλά Μοσάεντ γράφει τόσο βαθιά κλασικά όσο και πολύ μοντέρνα. Όποιος μπαίνει στον ιδιόμορφο κόσμο της ποίησής της δύσκολο να θελήσει να ξαναβγεί».[11]

Η ίδια σε συνέντευξή της εξέφρασε την επιθυμία αντί για ποιήτρια της εξορίας να τη θεωρούν ποιήτρια που υμνεί την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την αγάπη – ίσως και λίγο ονειροπόλα και οραματίστρια. Θεωρεί ότι θα πρέπει να ξυπνάμε κάθε πρωί με μια λαχτάρα και η δική της είναι να γράφει όλο και περισσότερο, κάτι που νομίζει πως θα το κάνει μέχρι την τελευταία πνοή της.[12]

Προσωπικά θεωρώ ότι η Μοσάεντ είναι μια σπουδαία ποιήτρια που, μέσα από το προσωπικό βίωμα και την οικουμενική θέαση του ξεριζωμού, υμνεί τη δικαιοσύνη και την αγάπη, στοχάζεται και οραματίζεται την εσωτερική αφύπνιση, συμφιλίωση και κατάφαση του ατόμου, ως πρόσωπο και ως συλλογικότητα, με τον εαυτό και την ανθρώπινη μοίρα του, με τον άλλον, με το φυσικό στοιχείο, με τον χρόνο και τον κόσμο, με τη ζωή και τον θάνατο. Μια γυναικεία αρχετυπική μορφή που με τις λέξεις της θηλάζει τη δίψα που υπάρχει στον κόσμο για ελευθερία, δικαιοσύνη, ομορφιά και αγάπη. Στην προσωπική μου ανάγνωση, η Γιλά Μοσάεντ φαντάζει σαν πρωθιέρεια της Αναχίτα, της αρχαίας θεότητας των υδάτων, της αγάπης, της γης και του ωκεανού· σαν αρχετυπική Αφροδίτη του Χόλε Φελς που ψάχνει στις αρχέγονες σπηλιές τα χαμένα σημάδια· σαν μια σύγχρονη Περσεφόνη που δραπέτευσε από τα σκοτάδια, τα οποία αναβιώνει ωστόσο τα ψυχρά φθινόπωρα της θλίψης. Καταβυθίζεται στο τραύμα, ανοίγει την πληγή κι αναζητά τον χαμένο επίγειο παράδεισο του ανθρώπινου γένους και με τους στοχασμούς, την ποιητική φωνή και τις λέξεις της ανασύρει αχτίδες φωτός και κατάφασης για την ενηλικίωση και την ωριμότητα της υγιούς αγάπης στον κόσμο μας.

Μέχρι το 2020 έχει εκδώσει οκτώ ποιητικά βιβλία[13]. Όλα είναι ευπώλητα, ενώ τα περισσότερα έχουν εξαντληθεί. Ποιητικά βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα ισπανικά και τα αγγλικά, ενώ μεταφρασμένα ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε αραβικές, εσθονικές, ιταλικές, ολλανδικές και νορβηγικές ανθολογίες. Βραβεύτηκε επανειλημμένα από σημαντικούς φορείς και θεσμούς της τέχνης του λόγου στη Σουηδία, ώσπου στις 20 Δεκεμβρίου του 2018 της απονεμήθηκε η τιμή να εκλεγεί μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας. Αποτελεί τη μοναδική περίπτωση μέλους της Σουηδικής Ακαδημίας δίχως σουηδική εντοπιότητα στα εκατό και πλέον χρόνια λειτουργίας της ως φορέα απονομής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας.

 Η ποίησή της Γιλά Μοσάεντ με συνεπήρε και άρχισα να τη μεταφράζω. Διαβάζοντάς την, ένιωθα όλο και περισσότερο να μας φέρνουν κοντά βιώματα και εκλεκτικές συγγένειες λόγω της κοινής μας συνθήκης. Το 1986 όταν η Γιλά κατέφτασε στα 38 της ξεριζωμένη στη Σουηδία, εγώ έναν χρόνο μετά στα 35 μου, μετά από 16 χρόνια σπουδών και εργασίας, υποστηρίζοντας ψυχοθεραπευτικά μετανάστες και πρόσφυγες με υπαρξιακό άγχος λόγω ξενότητας, εγκατέλειψα αυτόν τον τόπο που είχε ριζώσει μέσα μου, για να ξεριζωθώ για δεύτερη φορά στη ζωή μου, επιστρέφοντας στον γενέθλιο τόπο. Την ίδια εποχή δηλαδή βρισκόμασταν σε αντίστροφες διαδρομές, ωστόσο βιώναμε κι οι δυο το ίδιο τραύμα. Στη συνέχεια διαπίστωσα κοινές θεάσεις και ιδέες εκφρασμένες σε στίχους όπως: «Πατρίδα μου ο κόσμος/πατρίδα μου η αγάπη» (2017)[14], της ταπεινότητάς μου, και όπως οι υπέροχοι στίχοι της Μοσάεντ: «Δημιουργούμε μια χώρα/έξω από κάθε σύνορο» (2020), όπου, απευθυνόμενη στην σκιά του θανάτου, στο τέλος του τελευταίου ποιήματος, γράφει κλείνοντας την ποιητική συλλογή: «Μου δίνεις την ελευθερία να μην ανήκω». Στίχος που δονεί τον αναγνώστη, τον οποίον επιλέξαμε για τίτλο αυτού του ποιητικού βιβλίου. Τα κοινά βιώματα και οι θεάσεις συνέβαλαν στο να με αγγίξει ακόμα πιο βαθιά η λεπταίσθητη και σπουδαία ποιητική φωνή της, η οποία εμποτισμένη στο τραύμα της εξορίας και του ξεριζωμού, αναβλύζει με έναν βιωματικό τρόπο το πολυπολιτισμικό και οικουμενικό άρωμα ευαισθησίας και πανανθρώπινης αγωνίας, καταυγάζοντας κελαρυστά ρυάκια ελευθερίας, μνήμης, κατάφασης, αγάπης και αέναης αναζήτησης.

Ποιήματα της Μοσάεντ είχα εντάξει στο βιβλίο Δέρμα από πεταλούδες. Επιλογές σουηδικής ποίησης (2018)[15]. Στο παρόν βιβλίο, έχω ανθολογήσει και μεταφράσει πενήντα δύο ποιήματα από τις πέντε τελευταίες ποιητικές συλλογές της, των εκδόσεων Bokförlaget Lejd.

Το να προσεγγίσω μεταφραστικά την ποίηση της Γιλά Μοσάεντ ήταν μια δύσκολη και μαγευτική εμπειρία συνάμα. Το έργο της μετάφρασης απαιτεί υπευθυνότητα και σεβασμό στο ύφος και στη γραφή της πρώτης ποιητικής φωνής. Οι λέξεις είναι πολύσημες και χρειάζεται μεγάλη προσοχή κι ευαισθησία στην επιλογή της καλύτερης λέξης νοηματικά και ηχητικά, για τον συνταιριασμό των φωνημάτων και των λέξεων, για τη δημιουργία των στίχων και το δέσιμο μεταξύ τους, έτσι ώστε να αποδοθούν όσο γίνεται καλύτερα τα νοήματα, οι εικόνες, οι μεταφορές και οι αλληγορίες, οι κραδασμοί, ο ρυθμός, η μουσικότητα, το ρητό, ει δυνατόν και το άρρητο του πρωτότυπου. Με τα μεταποιήματά μου προσπάθησα να αποδώσω στη γλώσσα μας την ποιητική φωνή της ποιήτριας και τη συγκίνηση που μου πρόσφερε ως αναγνώστρια. Ήταν πράγματι ένα υπέροχο ταξίδι στο εξαιρετικό και ιδιότυπο ποιητικό σύμπαν της Γιλά Μοσάεντ, την ευχαριστώ πολύ.

* Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) και μέλος της ΕταιρείαςΛογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ). Έχει εκδώσει 5 ποιητικές συλλογές, μια συλλογή διηγημάτων και έχει μεταφράσει δυο βιβλίο σουηδικής ποίησης. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε έντυπες και ηλεκτρονικές ανθολογίες και έχουν μεταφρστεί στα αγγλικά, σουηδικά, ιταλικά, βουλγαρικά και γερμανικά, ενώ δημοσιεύει, ποιήματα, μεταφράσματα, διηγήματα και κριτικές αναγνώσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

 

 

[1]              Έντιθ Σέντεργκραν, Κάριν Μπόγιε, Τούμας Τρανστρέμερ, Γιλά Μοσάεντ, Δέρμα από πεταλούδες. Επιλογές σουηδικής ποίησης, μτφρ. Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, εκδ. Intelletum, Αθήνα 2018.
[2]              Απόσπασμα από τη συνέντευξή της στο περιοδικό Svensk Bokhandel το 1997.
[3]              Ό.π.
[4]              Έντιθ Σέντεργκραν, Κάριν Μπόγιε, Τούμας Τρανστρέμερ, Γιλά Μοσάεντ, ό.π.
[5]    Ό.π.
[6]    Έντιθ Σέντεργκραν, Κάριν Μπόγιε, Τούμας Τρανστρέμερ, Γιλά Μοσάεντ, ό.π.
[7]    Εύα Στρεμ, εφ. Sydsvenska Dagbladet (βλ. www.lejd.se/forfattare/jila-mossaed/).
[8]    Μαρία Μαρτελέρ, περ. BookyDarling, (βλ. www.lejd.se/forfattare/jila-mossaed/).
[9]    Φρίντα Λίντστρεμ, εφ. Värmlands Folkblad (βλ. www.lejd.se/forfattare/jila-mossaed/).
[10]  Χαφέζ (~1315 – 1390): Πέρσης λυρικός ποιητής, ένας από τους σπουδαιότερους στην τέχνη της ποιητικής φόρμας «γκαζάλ».
[11]           Σεμπάστιαν Λένλεβ, «Åttonde landet: Finns ingen ursäkt för att inte läsa det här», εφ. Svenska Dagbladet (βλ. www.svd.se).
[12]  Στάφαν Ενγκ, ό.π.
[13]           Ποιητικές συλλογές στα σουηδικά: Η όγδοη χώρα, Bokförlaget Lejd, Στοκχόλμη 2020 · Αλφαβητάρι του φωτός, Bokförlaget Lejd, Στοκχόλμη 2019 (επανέκδοση τριών ποιητικών της συλλογών)· Πόσο σας έλειψα εδώ, Bokförlaget Lejd, Στοκχόλμη 2018· Γεννώ το ελάφι, Bokförlaget Lejd, Στοκχόλμη 2015· Ένας ήχος που μόνο εγώ μπορώ, Bokförlaget Lejd, Στοκχόλμη 2012· Κάθε βράδυ φιλώ τα πόδια του εδάφους, Bokförlaget Lejd, Στοκχόλμη 2009· Κάτω απ’ το ποτάμι υπάρχει ένα μαξιλάρι, Tranan, Στοκχόλμη 2005· Επτά άγριοι ωκεανοί: Ποιήματα 1997-2000, Ordfrånt Förlag, Στοκχόλμη 2000· Η σελήνη και η αιώνια αγελάδα, Ordfront, Στοκχόλμη 1997.
[14]  Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, εκδ. «Μελάνι», Αθήνα 2017.
[15]  Έντιθ Σέντεργκραν, Κάριν Μπόγιε, Τούμας Τρανστρέμερ, Γιλά Μοσάεντ, ό.π.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.