«έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε»
Ζητούμενο η βίωση της ομορφιάς, της αποδοχής, της εγγύτητας, της χαράς, ζητούμενο η ηθική της ευθύνης.
Η Λίλα Τσούβα, μετά από ένα σημαντικό δοκιμιακό έργο κριτικογραφίας, παρουσιάζει την πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο“Το τραγούδι των Ινουίτ, ένα καλαίσθητο βιβλίο από τις εκδόσεις Βακχικόν. Η συλλογή αποτελείται από δεκαέξι μικρο διηγήματα τριτοπρόσωπης αφήγησης τα περισσότερα, εκτός ορισμένων πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων, όπου ο παντογνώστης αφηγητής ξεδιπλώνει την φυσική και πολιτισμική ομορφιά διάφορων τόπων και πολιτισμών. Πρόκειται για περιηγήσεις τόσο σε γεωγραφικούς και πολιτισμικούς τόπους όσο και ανθρωπογεωγραφίες που αναδεικνύουν τη συναισθηματική συνθήκη και τη μοίρα των ηρώων του κάθε διηγήματος.
Η αφηγήτρια σκιαγραφεί με ελεγχόμενο συναίσθημα, με ηρεμο ύφος και τόνο, με ρεαλιστική γραφή, αλλά και ονειρική παραμυθία το θαύμα της ζωής και το δράμα της ανθρώπινης εμπειρίας. Η αναπλήρωση της ζωής με την τέχνη, η πραγματικότητα με τον μύθο, τη φαντασία και το υπερβατικό, αποτελούν στοιχεία της αφηγηματικής τεχνικής της Τσούβα, που αφορούν σε στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού. Η αφηγήτρια άλλοτε ρεμβάζει, αναπολεί ή ονειρεύεται ατενίζοντας ηλιοβασιλέματα σε διάφορες γωνιές της γης, άλλοτε επισκέπτεται, περιγράφει σαγηνευτικά και μας ξεναγεί σε κοσμικά ή γεωφυσικά τεχνουργήματα ή ονοματίζει και γεύεται τοπικά ποτά και εδέσματα, ξεδιπλώνοντας αβίαστα την προσωπική ιστορία, τον αγώνα και την αγωνία των ηρώων της, ή τις ιστορίες που εμπλέκονται με εικαστικά κυρίως έργα τέχνης, όπως και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, π.χ. στο διήγημα «Οι ανεμόμυλοι» (σ. 39), όπου συνομιλεί με τον Δον Κιχώτη, ή στο «Ματίλντα» (σ. 26), όπου συνομιλεί με τον Βερμέερ, προσεγγίζοντας απαλά την πιο τραγική ανθρώπινη απώλεια, αυτή του παιδιού μιας μητέρας. Γενικά το διακείμενο που εκτείνεται από τον Όμηρο έως τον Τζόις, τον Μπόρχες κλπ είναι πλουσιότατο στην πρωτότυπη θεματολογία και γραφή της Λίλιας Τσούβα.
Η συγγραφέας πλάθει τις ιστορίες της σ’ ένα εκτενή γεωγραφικό τοπίο που απλώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ωστόσο πάντα με επίκεντρο τον άνθρωπο. Υπό αυτή την έννοια το βιβλίο της Τσούβα έχει έναν ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό με εστίαση στη ζωή και στο θάνατο, στην αναζήτηση της εγγύτητας. Κεντρικοί άξονες της συλλογής είναι η ομορφιά, η πολιτισμική διαφορετικότητα, ο αφουγκρασμός της φύσης, η οικολογική ευαισθησία και ανησυχία. Οι ήρωες φέρουν τα άγχη, τα πάθη και τις αγωνίες τους είτε αφορά τον συναισθηματικό τους κόσμο και τις ενδοψυχικές ή διαπροσωπικές αγωνίες τους, είτε αφορά τις ανησυχίες τους για τον όμορφο πλανήτη που μας φιλοξενεί και βάλλεται βάναυσα, ενώ άλλοτε πασχίζουν για την επιβίωση, άλλοτε είναι αυτοκαταστροφικοί, φτάνοντας στο έγκλημα ή την αυτοχειρία ενδεχομένως, όπως στο Ζογκλέρ, σ. 52 π.χ.
Οι ήρωες της Λίλιας Τσούβα παρ’ ότι διαβιώνουν μέσα στην ομορφιά του φυσικού στοιχείου, τις περισσότερες φορές εμποδίζονται λόγω εσωτερικών ή εξωτερικών παραγόντων να τη δουν και να τη απολαύσουν, βρίσκονται μακριά από την ανεμελιά της χαράς και την πλήρωση της αγάπης, βιώνουν απώλεια και θλίψη, έρχονται αντιμέτωποι με τον θάνατο, επιλέγουν το θάνατο ή καταφεύγουν στο ονειρικό και στην παραμυθία, άλλοτε πάλι αντιστέκονται αντιπαλεύοντας την απειλή του τόπου τους και του πλανήτη. Κάποιοι τραγουδούν το τραγούδι των Ινουίτ για να αποτρέψουν τον απειλούμενο κίνδυνο που βιώνουν και το κατορθώνουν, είναι αυτοί που έχουν ακόμη σχέση με τις ρίζες και την παράδοση. Τα διηγήματα «Οι Σειρήνες», «Τα τραπουλόχαρτα» και «Τσιλοέ, το νησί των γλάρων», ίσως έρχονται ως απάντηση στα άγχη και τις αγωνίες της ανθρώπινης μοίρας.
Στο διήγημα «Το όνειρο με τις τρεις πόρτες» σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση η συγγραφέας με αφορμή την επίσκεψη στην Παναγία της Φάτιμα αναμοχλεύει τον θρύλο για τα τρία παιδάκια και τις προφητείες της Παναγίας προς το κορίτσι με το όνομα Λουκία, ενώ μέσα από την τρίτη προφητεία εκφράζει τις οικολογικές ανησυχίες της: «Η Τρίτη Προφητεία της Παναγίας κλεισμένη στα εφτασφράγιστα συρτάρια του Βατικανού. Τεράστια κύματα θα κατακλύσουν τη γη. Τα ζώα θα εξαφανιστούν. Οι μέλισσες θα χαθούν. Οι πάγοι θα λιώσουν. Τυφώνες και κυκλώνες θα καταστρέψουν τη γη. Οι άνθρωποι ανήμποροι θα τρέχουν να κρυφτούν. Οι μηχανές δεν θα τους βοηθούν. Τα ρομπότ θα απορυθμιστούν.» (σ. 38). Η οικολογική ανησυχία είναι ένας βασικός άξονας στη γραφή της Τσούβα που επανέρχεται και σε άλλα διηγήματα της συλλογής όπως «Το διάγγελμα», σ. 42, «Το κορίτσι με το μαύρο άλογο», σ. 49 κλπ. και παραπέμπει στην θεώρηση οικολογικής αφύπνισης του Χάνς Γιώνας που διαμηνύει: «Είναι καιρός η αφελής ηθική της πραγματοποίησης τελειότητας να κάνει τόπο στην απαιτητικότερη ηθική της ευθύνης».[1]
Το βιβλίο αρχίζει με το διήγημα «Η Μάικο», όπου η Γιαπωνέζα ηρωίδα, η γκέισα Μάικο πιεσμένη από την ανέχεια λόγω ανεργίας, καθηλώνεται από τον μαγικό δράκο σε απάθεια και παραίτηση που την οδηγούν στην αυτοχειρία. Ωστόσο το βιβλίο τελειώνει αισιόδοξα με το «Το τραγούδι των Ινουίτ», από όπου και ο τίτλος της συλλογής, όπου οι δυο Εσκιμώες ηρωίδες με το παραδοσιακό τραγούδι κατορθώνουν να κατανικήσουν τον φόβο και τον απειλούμενο κίνδυνο, καθώς ημερεύουν το άγριο φυσικό στοιχείο που εκφράζεται μέσα από την μορφή μιας αρκούδας.
Τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί επιλέγει η συγγραφέας να περιηγηθεί τον κόσμο για να μας μιλήσει για τα ανθρώπινα; Γιατί μας παρουσιάζει με έμφαση τα διάφορα πολιτισμικά στοιχεία και χαρακτηριστικά των διάφορων ανθρώπων και πολιτισμών; Η απάντηση αφορά σε έναν άλλον σημαντικό άξονα που εμφανίζεται ως βασικό χαρακτηριστικό όλων των διηγημάτων του βιβλίου της Λίλιας Τσούβα, είναι αυτός που προτάσσει την ομορφιά της ιδιαιτερότητας κάθε γλώσσας και πολιτισμού σε μια εποχή που ο γλωσσικός και πολιτισμικός ηγεμονισμός γιγαντώνονται συνεχώς και όπου «3.000 γλώσσες βρίσκονται καθ’ οδόν προς εξαφάνιση (με ρυθμό μία περίπου γλώσσα κάθε εβδομάδα!)».[2]
Έχω την αίσθηση ότι, αυτό που αποκομίζει ο αναγνώστης, πέρα από τις πλούσιες πληροφορίες για την γεωγραφική και πολιτισμική “φλούρα” που περιγράφεται εύστοχα με τα πολυάριθμα ονόματα τόπων, πόλεων, ποταμών, ποτών και εδεσμάτων από διάφορες γωνιές της γης και πέρα από την απόλαυση του ονειρικού και της παραμυθίας, είναι η εστίαση στην οικολογική καταστροφή που απειλεί τον πλανήτη, η εστίαση στην σημαντικότητα της ετερότητας και της πολυπολιτισμικότητας, η εστίαση στην ομορφιά της φύσης και της ζωής, η εστίαση στην ανθρώπινη αγωνία και την κοινή μοίρα μας. Τελειώνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης μένει με μια αίσθηση γλυκόπικρης επίγευσης και με μια διάθεση αναστοχασμού για την αναζήτηση ουσιαστικής και πραγματωμένης ζωής παρά τη δυστοπία, όπως συνοψίζεται στο επίγραμμα στον τάφο του Τζόις που αναφέρεται στο υπέροχο διήγημα «Τα τραπουλόχαρτα», σ. 34 : «έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε».