«Ναι, να είμαι ένα με τη νύχτα, ένα με τον εαυτό μου, με του φωτός τη φλόγα»
Γκούναρ Έκελεφ
Στη νουβέλα «Πέντε στάσεις» του πολυβραβευμένου Μάκη Τσίτα μας συγκλονίζει η ζωή της Τασούλας. Χωριατοκόριτσο από καλή οικογένεια, φοιτήτρια νοσηλευτικής κάπου στην δεκαετία του ’70, άπειρη κι άβγαλτη παρασύρεται από τον έρωτα του Θεόφιλου, κατά πολύ μεγαλύτερού της οδηγού λεωφορείου, τον οποίον παντρεύεται παρά τη θέληση των γονιών. Ο Τσίτας, επινοεί μια ηρωίδα που θυσιάζει την προσωπική ζωή, απωθεί τις ανάγκες της κι αφήνει να καταρρακωθεί ο αυτοσεβασμός της, να πνιγεί κάθε πιθανότητα αυτοπραγμάτωσης ως γυναίκα, ως αυτόνομη ύπαρξη. Οι «Πέντε στάσεις», διαδρομή από το σπίτι μέχρι το νοσοκομείο όπου εργάζεται, σηματοδοτούν την αποκομμένη από τον κοινωνικό περίγυρο συνθήκη της και παραπέμπουν στον κύκλο της ζωής και της οικογένειας: Γέννηση, γάμος, τεκνοποίηση, γάμος/φευγιό παιδιών, θάνατος.
Τί θέλει να μας πει με τις «Πέντε στάσεις» ο Μάκης Τσίτας; Πόσες Τασούλες υπάρχουν ακόμη στην ελληνική κοινωνία; Γιατί ανοίγει το στόμα της η Τασούλα κι αφήνει να χυθούν χείμαρρος τα ανομολόγητα της βιοτής της; Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν παρεμβαίνει, αφήνει να μιλήσει η ίδια. Έχουμε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο Μάκης Τσίτας μας καθηλώνει, με έναν λόγο έντονα προφορικό, λιτό, καταιγιστικό και αφοπλιστικά εξομολογητικό.
Ο αναγνώστης μένει εμβρόντητος με τα συγκλονιστικά που διαδραματίζονται στη ζωή και στο σπίτι της ηρωίδας. Απορρίπτει τον σύζυγο, παίρνει το μέρος της, αλλά χωρίς να μπορεί να ταυτιστεί απόλυτα μαζί της. Ο σύζυγος φέρει ανεπούλωτα τραύματα. Κρύβει το στίγμα εγκλήματος του πατέρα που τον κατατρέχει από παιδί. Έχει αρνητική αυτοεικόνα καθώς δεν βίωσε βασική εμπιστοσύνη και σεβασμό από παιδί, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, κρυψίνοια, έλλειψη σεβασμού και εμπιστοσύνης στον απέναντι. Ένας διαταραγμένος αυτοκαταστροφικός άνδρας που δεν μπορεί να αγαπήσει, καθώς δεν αγαπήθηκε. Καταπιέζει, εξαπατά, τρομοκρατεί, ασκεί βία σε όσους θα ήθελε να μπορούσε να αγαπήσει. Απογοητεύει και πληγώνει συνεχώς την σύζυγο και τα δυο παιδιά του, όπως τον πλήγωσαν κι αυτόν οι γονείς του. Ένας άνδρας μάτσο ως επίφαση με προσωπεία χαμαιλέοντα, τα οποία ενδύεται και απεκδύεται ανάλογα με την περίσταση και τον απέναντι, προκειμένου να ικανοποιήσει την ανικανοποίητη ανάγκη για αγάπη, ενώ ο ίδιος προτάσσει την ανευθυνότητα, την επιβολή και την επιθετικότητα. Επί της ουσίας ωστόσο ένας αξιοθρήνητος ευνουχισμένος σύντροφος, πατέρας και οικογενειάρχης. Γι’ αυτό φρόντισε ασυνείδητα και ενσυνείδητα και η Τασούλα.
Αρκετά για τον Θεόφιλο. Αυτός άλλωστε πεθαίνει στη νουβέλα, όπως πεθαίνει ο μάτσο άνδρας που πρεσβεύει, ως κοινωνική νόρμα τουλάχιστον. Αξίζει να διερευνηθεί ο ρόλος του θύματος στο ενδοοικογενειακό δράμα. Άλλωστε δεν είναι πάντα ευδιάκριτοι οι ρόλοι μεταξύ θύτη και θύματος που συνήθως εναλλάσσονται. Η Τασούλα δεν είναι μόνο θύμα του συζύγου αλλά και του συναισθηματικού δεσμού με τον πατέρα και του ισχυρού «Υπερεγώ» της. Πόσο συγκροτημένη προσωπικότητα, πόσο ώριμη και ψυχικά υγιής είναι άραγε κι αυτή; Τί την ωθεί να μπει τόσο βαθιά στο ρόλο του θύματος, να στεφθεί το στεφάνι πολύπαθου ήρωα το οποίο κρατά σφηνωμένο στο κεφάλι αντί να το αποτινάξει και να απεμπλακεί; Της αναγνωρίζουμε βεβαίως την αυτοθυσία για τα παιδιά, τους γονείς, για την κοινωνική εικόνα της οικογένειας, την συμπονούμε. Η προϊσταμένη και οι συνάδελφοι τής δίνουν τα εύσημα, όμως ανακύπτουν πολλά ερωτήματα για τη στάση και την συμπεριφορά της, για τα αίτια και τα δευτερογενή κέρδη που την ώθησαν να συμβιβαστεί σε μια ζωή πέρα και έξω από τον πραγματικό εαυτό και τις συναισθηματικές, ερωτικές και κοινωνικές ανάγκες της. Ούτε και η ίδια κατανοεί και αποδέχεται τη στάση και τις ενέργειές της άλλωστε. Σε δυο κρίσιμα σημεία της αφήγησης αναρωτιέται γιατί άφησε να κυλήσει έτσι η ζωή της. Παρ’ ότι διαισθάνεται ότι ενεργεί σε βάρος του εαυτού και των παιδιών της, παρ’ ότι εκφράζει κριτική στάση για τις ενέργειές της, συνεχίζει να λειτουργεί κατά τα αναμενόμενα του «Υπερεγώ», των πρέπει και της κοινωνικής σύμβασης, των αισθημάτων φόβου και ντροπής, «γιατί έχω κάλο στον εγκέφαλο» λέει αποδοκιμάζοντας τη στάση της ενώ τελειώνοντας δηλώνει: «Γιατί το έκανα όμως; Δεν ξέρω να σου πω.», σ. 74. Εκφέρει μονόλογο αποζητώντας κάποια επιβεβαίωση, κυρίως για να λυτρωθεί απολογούμενη στον εαυτό. Παράλληλα λες και θέλει να μας ταρακουνήσει ν’ αφουγκραστούμε το μέσα μας, να μη ζήσει ποτέ κανείς όπως κι αυτήν τη ζωή που δεν έζησε.
Μπορεί να είναι θύμα και ήρωας για το κατεστημένο, στην ουσία όμως είναι και θύτης του εαυτού της, των παιδιών και του αξιοθρήνητου Θεόφιλου, τον οποίο έχει ευνουχίσει στα μάτια των παιδιών και της κοινωνίας και τον έχει εξοστρακίσει από την οικογένεια, από τον γονικό ρόλο, κρατώντας τον ως ένα κενό από περιεχόμενο κάδρο, για τα μάτια του κόσμου. Η αδυναμία της ν’ απεγκλωβιστεί από μια άκρως νοσηρή σχέση και ένα διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο παραμένει για τα παιδιά της, χωρίς να έχει συνείδηση ότι στην ουσία τα εγκλωβίζει στη νοσηρότητα και στην αναπαραγωγή παρόμοιων προτύπων, καταδεικνύουν τις συναισθηματικές συγκρούσεις, την έντονη αμφιθυμία και τα σκοτάδια που φέρει μέσα της. Η κόρη της παντρεύεται έναν, κατά το πρότυπο του πατέρα της, από τον οποίον χωρίζει τελικά επιτελώντας τον φαντασιακό πόθο της μητέρας, αλλά και επαναλαμβάνοντας τη συμπεριφορά της, αφού κι η ίδια ζούσε σε λευκό γάμο, επί της ουσίας χωρισμένη δηλαδή.
Πόσο βλαπτικές μπορεί να είναι ακόμη και οι λειτουργικές ή οι καθώς πρέπει οικογένειες;
Μήπως η Τασούλα ήταν θύμα και του πατέρα και της πατρικής οικογένειας; Στο κάδρο δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου η μάνα, παρά μόνο ο καλός πατέρας (άλυτο οιδιπόδειο σύμπλεγμα μήπως;). Ποιές ασύνειδες δυνάμεις ώθησαν την Τασούλα να επιλέξει τον Θεόφιλο για σύζυγο, να αφεθεί έστω να την κατακτήσει; Πόσο «Αρκετά καλή μητέρα» ήταν, επιτρέποντας να μεγαλώσουν τα παιδιά της σ’ ένα τόσο βλαπτικό περιβάλλον; Η έγνοια για τα παιδιά της μεγαλειώδης, αλλά πόσο τα αγαπούσε με όρους υγιούς αγάπης; Μπορεί ν’ αγαπήσει με υγιή τρόπο μια τόσο ματαιωμένη και θλιμμένη γυναίκα ή μήπως αγκιστρώνεται στα παιδιά; Μήπως έχουμε άλυτο οιδιπόδειο και στην σχέση με τον γιο της; Το ότι πέτυχε επαγγελματικά ο γιος, πραγματώνοντας και το ανεκπλήρωτο όνειρο της Τασούλας να σπουδάσει ιατρική, αρκεί, για να υποθέσουμε ότι πρόκειται για πετυχημένο και χαρούμενο νέο με σταθερή και ασφαλή προσωπικότητα, ικανό να εδραιώσει υγιείς σχέσεις αγάπης με ερωτικό σύντροφο;
Θύμα και ήρωας και υποτακτικός του συζύγου αλλά και αφέντρα του σπιτιού με μοναδικό και κυρίαρχο γονικό κύρος στην οικογένεια. Το ότι ο Θεόφιλος ήταν άκρως ακατάλληλος για την Τασούλα καταδεικνύεται περίτρανα από το στόρι της νουβέλας, το ερώτημα είναι πόσο κατάλληλη ήταν η Τασούλα για τον Θεόφιλο. Μήπως επέλεξαν ο ένας τον άλλον ασυνειδήτως αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας το νοσηρό των οικογενειακών τους προτύπων. Η υγιής αντίδραση της κόρης της Τασούλας να εγκαταλείψει τον άνδρα της, παρ’ ότι την έζωσε στα φίδια, όπως αναφέρει, δεν ήταν αρκετή να την βοηθήσει να κατανοήσει σε βάθος την συνθήκη της και να αντιδράσει. Συνέχισε κυριευμένη από το «Υπερεγώ» που της έπνιγε το «Εγώ» και τα «Θέλω». Τί ζωή βιώνουμε όταν ζούμε έξω και πέρα από τον εαυτό και τις ανικανοποίητες ανάγκες μας. Πόσο σημαντικό είναι να εισπράττουμε νόημα και αυτοπραγμάτωση στη ζωή μας; Ας μου επιτραπεί, παραθέτω κάποιους στίχους μου: «Ο δρόμος απλώνεται μπροστά./Να τον διαβώ γρήγορα πρέπει/Να κάνω αυτό που περιμένουν από μένα/Υπεύθυνα, δίκαια, σωστά/Μα σκέφτομαι πάλι…/Μήπως σαν τον διασχίσω/Και μόνος στο τέρμα βρεθώ/Πικρά, μ’ απορία/Αυτό ήταν όλο λοιπόν /Θα πω;[[1]]»
Θα προλάβει να κάνει κάτι γι’ αυτό η Τασούλα και η κάθε Τασούλα για να μην καταβυθιστεί στην κατάθλιψη, να μην κυριευτεί από απόγνωση[[2]] στο γέρμα της;
Ο Μάκης Τσίτας με την νουβέλα του «Πέντε στάσεις» μας αφυπνίζει για την επίδραση του νοσηρού οικογενειακού ψυχολογικού κλίματος στις ζωές των μελών της, των παιδιών κυρίως. Η νουβέλα αναμοχλεύει ερωτήματα για την αναγκαιότητα σεβασμού και αυτοσεβασμού, ελευθερίας, αυτοδιαχείρισης του ατόμου, ευθύνης απέναντι στους «Σημαντικούς άλλους», αλλά και απέναντι στον εαυτό, προσωπικής ευθύνης για νόημα και αυτοπραγμάτωση. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, αλλά πάντα υπάρχουν εμπόδια κι ένα απ’ αυτά η αδυναμία απεμπλοκής μας από ρόλους θύματος. Η προσωπική ευθύνη απέναντι στον εαυτό και στις ανάγκες μας αποτελεί βασική προϋποθέσει για να μπορούμε να εκφράζουμε την έγνοια προς τον Άλλον με υγιείς και αγαπητικούς όρους, να προσεγγίζουμε όσο γίνεται αρμονική συνθήκη ανάμεσα στον έσω και τον έξω κόσμο μας, στιγμές χαράς και ευφορίας.
«Ναι, να είμαι ένα με τη νύχτα, ένα με τον εαυτό μου, με του φωτός τη φλόγα».[[3]]
[1] Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ο δρόμος, 2006, έκδοση Δήμου Σερρών.
[2] Έρικ Έρικσσον, θεμελιωτής της θεωρίας της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του ατόμου. Στο τελευταίο ψυχοκοινωνικό στάδιο της ζωής το άτομο, όταν δεν έχει πετύχει αυτοπραγμάτωση, βιώνει υπαρξιακή κρίση με αισθήματα απόγνωσης,.
[3] Gunnar Ekelöf, Eufori,«Färjesång», 1941, Γκούναρ Έκελεφ, Ευφορία μτφρ: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, https://www.intellectum.org/2017/10/21/euphoria/