«Τα έξοδα μιας διαρκούς νοσηλείας.»
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης μετά το σπουδαίο βιβλίο του «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» έρχεται πάλι να μας συναρπάσει με το μυθιστόρημα «Έξοδα νοσηλείας» των εκδόσεων Ενύπνιο.
Στο εξώφυλλο ο πίνακας «Σιταροχώραφα με κοράκια», 1890 του Βαν Γκογκ, αναπαράσταση της θλίψης μπρος στο επερχόμενο τέλος, μας προϊδεάζει για το περιεχόμενο αλλά και καινοτομεί, καθώς εισβάλλει στο μυθιστόρημα ως δρώμενο, ως άλλος ήρωας, παζλ σε διαδικασία, συμβολίζοντας την οδύνη των ηρώων μπρος στο επικείμενο τέλος τους, αλλά και την τελείωση και τη λάμψη τους σαν ξερά έστω σιταροχόραφα, τη λάμψη των συγκινήσεων και στοχασμών τους.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρεις ξεχωριστές ενότητες, ενώ το σκηνικό όπου εκτυλίσσεται είναι ένας θάλαμος νοσοκομείου. Οι κεντρικοί ήρωες, ένας φροντιστής και ο ασθενής του προβαίνουν σε τρεις διαδοχικούς μονολόγους. Οι ήρωες είναι συνομήλικοι σχεδόν άνδρες κάτω των πενήντα, όπως ο συγγραφέας. Οι μονόλογοι και των δυο ηρώων αλληλοσυμπληρώνονται και συγκλίνουν παρά τις αντιφάσεις τους, καθώς μιλούν για τη ζωή και τον θάνατο, για την κοινωνία και τα πράγματα, για την ουσία και το ανούσιο. Θα μπορούσαν ωστόσο να είναι και προέκταση ο ένας του άλλου, πίσω από τους οποίους διαφαίνεται το συγγραφικό υποκείμενο. Ο ένας κυρίως εκφραστής του ψυχοσυναισθηματικού κόσμου, των διαπροσωπικών και ενδοοικογενειακών τραυμάτων και ο άλλος των ιδεών και ψυχοκοινωνικών θεωρήσεων. Ο φροντιστής ένας αποτυχημένος, ψυχικά ασταθής μοναχικός άνθρωπος, αλλά και αντισυμβατικός και ασυμβίβαστος με αναζητήσεις και προσπάθειες να αντισταθμίσει τα αισθήματα μοναξιάς και θλίψης, όπως και τις οδυνηρές μνήμες, τις αϋπνίες και τα άγχη του με τη συμπόνια και τη φροντίδα των ασθενών του σε βαθμό υπερταύτισης και προσκόλλησης μαζί τους. Τον ελεύθερο χρόνο προσπαθεί να ολοκληρώσει το πάζλ με θέμα τον πίνακα του εξώφυλλου, ενώ αναμοχλεύει ενδοψυχικά θέματα και τραύματα – θραύσματα του βίου του, τα οποία προσπαθεί να τα ανασυνθέσει ανασύροντας στο φως την βιωμένη κι απωθημένη αλήθεια του σχετικά με τη σχέση του με τον πατέρα και την απώλεια της μάνας του. Ανακύπτουν θέματα ενδοοικογενειακής παθογένειες στις σχέσεις με τους γονείς, που προκάλεσαν ανεπούλωτες πληγές και διατάραξαν τον ψυχισμό του ήρωα. Μυστικά και ψέματα της Αγίας οικογένειας που συνθλίβουν παρότι καταχωνιασμένα στο ασυνείδητο, τα οποία σιγά σιγά ανασύρονται στο φως και στο συνειδητό του. Ο δεύτερος ήρωας, ο ασθενής γράφει στο υπολογιστή του περιγράφοντας περίτρανα το νοσηρόν του πράγματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ο οποίος αντιμάχεται το άγχος θανάτου και το επερχόμενο τέλος μέσω της γραφής, παλεύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο να κερδίσει την αθανασία των στοχασμών και ιδεών του.
Στην τρίτη αφήγηση ο νοσηλευτής βρίσκεται στη θέση του νοσηλευόμενου, όπου μπρος στην αναμενόμενη εσχατιά της ζωής του επέρχονται ανατροπές, καθώς από την μια αποκαλύπτεται η αλήθεια, η ενσυνείδητη παραδοχή της στην ουσία και από την άλλη ο ήρωας βιώνει για πρώτη φορά ερωτική εγγύτητα και εκφράζει διάθεση να παλέψει για τη ζωή του αποζητώντας νόημα.
Το ύφος, έντονα προφορικό, με πυκνό, βαθύ και απολογητικό πρωτοπρόσωπο λόγο, με αυτοαναφορικά στοιχεία και πλούσιο διακείμενο, όπως συνομιλία με τον Βαγκ Γκονγκ, με τον Κάφκα, αναφορές στον πολίτη Κέιν, στον Κοσμά Πολίτη, στον Μάριο Χάκκα κλπ ή αποσπάσματα που παραπέμπουν συνειρμικά σε εικόνες από κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι μάστορας της γραφής με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, τον οποίο εκφράζει εύστοχα και στο παρόν μυθιστόρημα με την δυστοπική αχλή που σκεπάζει τη ζωή των ηρώων και η οποία αποτελεί αλληγορία της κοινωνικής δυστοπίας της γενιάς τους και του συνομηλίκου τους συγγραφέα. Δηλαδή παράλληλα με την ενδοψυχική και ψυχοκοινωνική ακτινογράφηση των ηρώων του, σκιαγραφεί αλληγορικά και την κοινωνική νοσηρότητα στην οποία έχει περιπέσει ο τόπος μας. Με την γραφή του αγγίζει τον αναγνώστη αναμοχλεύοντας δικούς του κοινωνικούς προβληματισμούς, υπαρξιακά άγχη και ερωτήματα για το νόημα της ζωής και την προσωπική και κοινωνική του συνθήκη. Τα «Έξοδα νοσηλείας» εγείρουν συνειρμικά τη ρήση του Φερνάντο Πεσσόα: «Η μοναδική τραγωδία είναι η αδυναμία μας να συλλάβουμε τον εαυτό μας στην τραγικότητά του»[1] .
Ανακύπτουν πολλά θέματα και ερωτήματα για το νόημα της ζωής, για τη σημασία των συναισθηματικών δεσμών, την επίδρασή των σημαντικών άλλων, κυρίως του πρώτου αντικείμενου αγάπης, της μητέρας και του ανεπούλωτου τραύματος της απώλειάς της στον ψυχισμό του παιδιού. Θέματα παθογένειας στης οικογένεια και στη σχέση γιου και πατέρα, έντονης αμφιθυμίας και ενορμήσεων πατροκτονίας, υπαρξιακά ερωτήματα και άγχη, σχετικά με το που βγάζει ο δρόμος, για το κοινωνικό σκοτάδι που μας πλακώνει.
Βλέπουμε πως ο φροντιστής εστιάζοντας στη βίωση του τραύματος και στη συμπόνια και αφοσίωση στους ασθενείς του πετυχαίνει την ανατροπή και το ακατόρθωτο, έστω στα πρόθυρα του τέλους. Πετυχαίνει από την μια την παραδοχή της αλήθειας του σχετικά με το τραύμα της απώλειας της μάνας: «Κατά βάθος το ‘ξερα, κι ας μην το ομολογούσα. Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Αφού την είδα με τα μάτια μου. Λέω για εκείνο το βράδυ στο χωριό. Με τη Λίλα να γρυλίζει φοβισμένη στα πόδια μου κι εμένα να κουρνιάζω στο κρεβάτι επαναλαμβάνοντας “είναι καλός ο μπαμπάς, είναι καλή η μαμά, είμαι κι εγώ καλός” ώσπου άκουσα τον φοβερό γδούπο πάνω στο πάτωμα κι ύστερα επικράτησε για δυο τρία λεπτά μια παγερή σιωπή.», σελ. 163. Από την άλλη πετυχαίνει βίωση της ερωτικής εγγύτητας και αγωνίζεται να κερδίσει τη ζωή του.
Ο ασθενής του καταφεύγει στον ψυχικό μηχανισμό άμυνας της εκλογίκευσης, εστιάζει στο νοητικό νου και αντιμάχεται το κενό και το μηδέν, εκθέτοντας βαθυστόχαστες υπαρξιακές ανησυχίες και θεωρήσεις, ενώ παλεύει για την αθανασία μέσω της γραφής.
Στο μυθιστόρημα αναδύονται επίσης ερωτήματα σχετικά με το λόγο και το “γιατί” της γραφής και τη δύναμή της, όπως και τη δύναμη της αφήγησης, της έκφρασης και την εσωτερική ανάγκη ομολογίας ή/και απολογίας και αποτίμησης του βίου: «… τη βλέπω να σκύβει το κεφάλι, να πλέκει αμήχανα τα δάχτυλά της και να απορεί για την αξία, το νόημα και το σκοπό αυτής της γραφής.
… να προλάβω να αφηγηθώ τη δική μου ιστορία, να κρατήσω τις δικές μου σημειώσεις και να προβώ στον δικό μου απολογισμό.», σελ. 169-170. Αναμοχλεύουν παρόμοια ερωτήματα του αναγνώστη. Γιατί γράφουμε επιτέλους; Μήπως γράφουμε για να βρούμε τον εαυτό μας, τους εαυτούς μας μέσα από τον άλλον, τις πληθυντικές μας ιδιωτικές αντωνυμίες ως πρόσωπα και ως πολίτες; Σύμφωνα με τον Ernst Fischer: «Η τέχνη είναι ένα απαραίτητο μέσο της συγχώνευσης του ξεχωριστού ατόμου με το σύνολο, της άπειρης κοινωνικοποίησής του, της συμμετοχής του στα βιώματα, στις εμπειρίες και στις ιδέες ολόκληρου του ανθρώπινου γένους»[2]. Ενώ για το λόγο και τη γραφή διατείνεται: «Έτσι σε κάθε γλωσσικό μέσο έκφρασης ενυπάρχει δ ύ ν α μ η : Δύναμη πάνω στη φύση, δύναμη πάνω στον άνθρωπο»[3]. Σ’ αυτό το ψυχικό και σωματικό άλγος των ηρώων και της ατομικής και συλλογικής δυστοπίας που πλάθει με μαεστρία ο Χατζημωυσιάδης θα ταίριαζε ωστόσο και η ομολογία του Αχιλλέα Κυριακίδη: «Κακά τα ψέματα: γράφουμε για να μην τρελαθούμε»[4].
Εν κατακλείδι τα «Έξοδα νοσηλείας» πέρα από τη χαρά της ανάγνωσης καλής λογοτεχνίας προσφέρονται για πλούσιο αναστοχασμό για το νόημα και την αναγκιότητα της συμπόνιας και αλληλεγγύης, το νόημα της γραφής και της ζωής. Πολλά και δυσβάσταχτα τα έξοδα νοσηλείας ιδιαίτερα σε μια χώρα που νοσεί η ίδια. Ωστόσο τα “έσοδα” του βιβλίου ωθούν πλουσιοπάροχα στην αυτοσυνειδησία, στον αγώνα για ανασύσταση ως ατομικότητες και συλλογικότητες μέσα από το πολυπόθητο συναίσθημα της ενσυναίσθησης, της συμπόνιας και της έγνοιας για τον Άλλον γιατί ο άλλος είναι το καθρέφτισμά μας, η Αρχή και η συνέχεια του εαυτού μας, γιατί ο Άλλος είμαστε Εμείς.
*Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, είναι κλινικός ψυχολόγος, Έχει εκδώσει 5 ποιητικές συλλογές
και μετέφρασε ένα βιβλίο σουηδικής ποίησης. Το τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε είναι η συλλογή διηγημάτων, Ο τόπος μέσα μας, εκδόσεις Αρμός, 2020.
[1] . Φερνάντο Πεσσόα, το Βιβλίο της Ανησυχίας, μτφρ. Άννυ Σπυράκου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1993, σ. 155
[2] . Ernst Fischer, Η αναγκαιότητα της τέχνης, μτφρ. Γιώργος Βαμβαλής, εκδόσεις Μπαμπουνάκη, 1972, σ. 9.
[3] . Ernst Fischer, Η αναγκαιότητα της τέχνης, ό.π., σ. 39.
[4] . Αχιλλέας Κυριακίδης, Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας, εκδόσεις Κίχλη, 2015, σ. 12