«Πολλοί μιλούν και δεν λένε τίποτα.» Σε πρώτο πρόσωπο, σελ. 44
Στη δεύτερη ποιητική συλλογή της «Σε πρώτο πρόσωπο», εκδόσεις Γαβριηλίδης, η Χριστίνα Αργυροπούλου αφιερώνει πολύτιμα δώρο – ποιήματα σε πρόσωπα οικεία και φιλικά αλλά και σ’ εμάς.
Ο τίτλος παρμένος από το ποίημα «Σε πρώτο πρόσωπο», όπου το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει με παρρησία, και οι στίχοι λειτουργούν ως επωδή: «Σας μιλώ σε πρώτο πρόσωπο de profundis/ αντιστέκομαι όσο αντέχω μα όταν το γυαλί/ξεχειλίσει, χάνεται το πρώτο πρόσωπο,/γίνεται τρίτο, ξένο και α-προσπέλαστο!» (σ. 34). Υπέροχοι στίχοι που με τη δυναμική τους αγγίζουν τον αναγνώστη αναμοχλεύοντας παρόμοιες δικές του συγκινησιακές συνθήκες.
Στο εξώφυλλο ο πίνακας της Μίνας Φάκκα με δυο γυναίκες που φυγαδεύουν λευκά περιστέρια, καταργώντας τον ρατσισμό στην ετερότητα του λευκού και έγχρωμου, κρατούν καλάθια με άνθη και συμβολίζουν δώρα ζωής, φιλίας, θεάσεων, λεκτικών μηνυμάτων και ιδεών, μέσα από τις λέξεις και τη μνημοσύνη της ποιήτριας.
Η συλλογή αποτελείται από 66 ποιήματα, αφιερωμένα σε οικείους, φίλους, αλλά και αγαπημένους λογοτέχνες, τα οποία χαρακτηρίζονται από αυτοαναφορικότητα και από ανθρωπιστική, αντιπολεμική, οικουμενική και στοχαστική θέαση με μια διάθεση αποτύπωσης της διαδρομής της ποιήτριας μέσα από τόπους και προσωπικά βιώματα, όπου το ποιητικό κείμενο αντιπροσωπεύει, υποδηλώνει, ενσωματώνει, αλλά δεν αποκαλύπτει συχνά κάτι ευθέως. Παράλληλα διαγράφεται η ψυχοκοινωνική συνθήκη, η οποία φιλτράρεται πολιτικά, με ζέση και στοχαστική ματιά, στο παρελθόν, στο παρόν και το μέλλον. Χαρακτηρίζονται, επίσης, από τη συνομιλία της ποιήτριας με την αρχαιοελληνική και νεοελληνική γραμματεία. Η διακειμενικότητα και διαθεματικότητα[1] διαφαίνεται ακόμη και από τους τίτλους των ποιημάτων, όπως οι ακόλουθοι: «Παλιννόστηση του Δία» (σ. 26), «Ιθάκη» (σ. 27), «Ομηρικά Ι» (σ. 49), «Ομηρικά ΙΙ» (σ.50), «Ομηρικά ΙΙΙ» (σ. 50), «Οι Αχαιοί στην Τροία» (σ. 52), «Μουσείο Δροσίνη», όπου τον αποκαλεί: «ποιητή της δράσης, Δροσίνη, δροσιά κι ελπίδα/του ελληνισμού, οραματιστή της Νέας Ελλάδας!» (σ. 58). Το διακείμενο πλούσιο, καθώς η Αργυροπούλου συνομιλεί και με τους προσφιλείς της Έκτορα Κακναβάτο και Νίκο Καζαντζάκη, τον οποίο προσφωνεί: «ακούραστε δημιουργέ, που ταξιδεύεις την Ελλάδα/ και τον στοχασμό σου σε όλη την οικουμένη!» (σ. 61). Μέσα σε ένα και μόνο ποίημα σκιαγραφεί με δέος και μαεστρία το μέγεθος του Κωνσταντίνου Καβάφη, αποκαλώντας τον «Ποιητή των ποιητών» (σ. 60). Συνομιλεί, επίσης, με τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα και πολλούς άλλους. Το ύφος αυτοαναφορικό, με βιωματικά στοιχεία της διαδρομής της ποιήτριας, της βιωμένης αλήθειάς της για ανθρώπους και τόπους που άγγιξαν και άφησαν το αποτύπωμά τους στην ψυχή της, ύφος που χαρακτηρίζεται από συμπόνια και κοινωνική ευαισθησία, πολιτική θέαση και στοχαστική διάθεση. Ο λόγος είναι λιτός και απέριττος με δοκιμιακά στοιχεία και προφορικότητα, με έγνοια και σεβασμό στην γλώσσα[2], που γεννήθηκε στις αμμουδιές του Ομήρου και την οποία μελέτησε και τίμησε μέσα από το διδακτικό, το ερευνητικό και δοκιμιακό έργο της.
Η ψυχοπνευματική λειτουργία της μνήμης, βασικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης –τι θα ήμασταν δίχως αυτήν αλήθεια-, αποτελεί κομβικό στοιχείο της ποιητικής συλλογής, καθώς η Αργυροπούλου απλώνει το ποιητικό της σύμπαν μέσα από μια μνημονική αναδρομή σε πρόσωπα, τόπους και έργα της βιοτής της. Παραθέτω το υπέροχο ομώνυμο ποίημα, όπου αποκαλεί τη μνήμη «αφέντρα της ζωής» και όπου το βίωμα της ποιήτριας εγείρει στον αναγνώστη παρόμοιες βιωματικές μνήμες και συγκινήσεις:
Η ΜΝΗΜΗ
Σαράκι άπληστο η μνήμη.
Με ταξιδεύει στα άδυτα της ύπαρξης,
άλλοτε με κατακρίνει, με πονάει, με
ξαναμαθαίνει να ζω και άλλοτε με
επιχαίρει, μου ανοίγει νέους ορίζοντες.
Είναι μνήμη η ζωή, μνήμη κι ο χρόνος.
Μνήμη και συναισθήματα οι φίλοι,
οι γνωστοί, οι συγγενείς, οι αγαπημένοι.
Μνήμη, όλοι παρόντες και απόντες.
Ανάβει φωτιά η μνήμη, καίει και
καίγεται, άλλοτε φλάμπουρο για
τα πριν και τα μετά και άλλοτε ελπίδα
και νέα σχεδία, πυξίδα του μέλλοντος!
Αφέντρα της ζωής η Μνήμη. (σ. 13)
Ο έρωτας, η ζωή και ο θάνατος αποτελούν επίσης κομβικά στοιχεία της συλλογής. Στο ποίημα «Ο κομήτης έρωτας» η ποιήτρια παρομοιάζει τους έρωτες κομήτες και παροτρύνει «Μην τους αφήνετε/ανέστιους!» (σ. 14), στο «Βαλεντίνου και Υακίνθου» αποκαλεί: «Έρωτες το θαύμα της ζωής» (σ. 15), ενώ «Το υστερόγραφο» επισημαίνει: «Η ζωή απορρίπτει τους δειλούς!» (σ. 16). «Η Άνοιξη» αποτελεί ύμνο στη φύση και στη ζωή (σ. 39), όπως και το «Κομπολόι η ζωή», όπου έχουμε τη μεταφορά και εικονοποίηση της ζωής με κομπολόι, το οποίο παίζουμε και «ταξινομούμε τα αταξινόμητα» (σ. 40). Στο «Ωδή στη ζωή» ορίζει το νόημα της: «Ζωή σημαίνει δράση, αγάπη και μνήμη!» (σ. 64).
Κομβικό στοιχείο της συλλογής αποτελούν επίσης η γλώσσα και οι λέξεις. Πώς αλλιώς άλλωστε αφού η διδασκαλία, αλλά και η μελέτη της ελληνικής γλώσσας και των λέξεων τόσο της αρχαίας όσο και της νεοελληνικής γραμματείας αποτελούν έργο ζωής για την ποιήτρια. Στα ποιήματα «Οι λέξεις ταυτότητα», μέσα από μια υπέροχη μεταφορά οι λέξεις φέρνουν το νερό απ’ το πηγάδι του χωριού της, ενώ στη συνέχεια τις προσδίδει ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά βλέποντάς τες να ξεπροβάλλουν: «Και να τες ξεπροβάλλουν ως λέξεις-μνήμη,/ως λέξεις-ταυτότητα και διαχρονική συγκομιδή/της Γλώσσας μας, παλιάς και νέας» (σ. 20-21). Στο «Πολύχρωμες λέξεις» τις νιώθει που ανάβουν τη φαντασία και αγιογραφούν τη φύση (σ. 22-23). Αλλά και στο «Μελβούρνη 1984-5», όπου «Εκεί η ελληνική γλώσσα περπατάει σε όλους/τους δρόμους.» (σ. 17), και στο ποίημα «Διαδρομές», που το αφιερώνει στους μαθητές της στο Λουξεμβούργο και όπου «Οι μαθητές λίγοι στο πολύγλωσσο σχολείο,/όπου η γλώσσα ταυτίζεται με την πατρίδα» και όπου «Τα σχολεία στην αλλοδαπή είναι διαδρομές/ζωής, είναι η γλώσσα και η ύπαρξή μας!» (σ. 11). Σημαντική είναι η έμφαση που δίνεται στην σημαντικότητα της γλώσσας για την εδραίωση και διατήρηση της αίσθησης του είναι και της ταυτότητας. Τονίζει εμφατικά επίσης τη σημαντικότητα της μητρικής γλώσσας για να διατηρήσουν τα ελληνόπουλα της διασποράς την ελληνικότητά τους αλλά και την σημαντικότητα του πρώτου γλωσσικού ιδιώματος. Ανασύρει από τη μνήμη τις λέξεις των πρώτων ακουσμάτων, όπως «Τ’ απίστωμα» , που σημαίνει μπρούμυτα, ανάποδα, για να εκφράσει αισθήματα ανησυχίας μπρος στο στραβό αρμένισμα και στη συλλογική ματαίωση ονείρων και οραμάτων, διαβλέποντας: «Αν αδειάσει η στέρνα της ψυχής μας,/ χαθήκαμε όλοι, εμείς και εσείς» (σ. 59).
Η στοχαστική αγωνία για το μέλλον εκφράζεται επίσης και μέσα από το ποίημα «Η εποχή της Ντόλης και του DNA» όπου εύχεται: «Είθε τόσες αγωνίες, χαρές, απογοητεύσεις/ και κόπος να δώσουν νέα προοπτική/ στην πολύπαθη και περίπλοκη ζωή μας!» (σ. 19), όπως και στο «Δρομείς στο άγνωστο», όπου αναζητείται «λίγο μέλλον/ στην παντέρημη/εποχή μας.» (σ. 37). Η ποιήτρια αναζητά το μέλλον στο παρελθόν, στο λογικό και στο άλογο, αναζητά «ρωγμές φωτεινές» (σ. 38). Επίσης εκφράζονται γενικότεροι στοχασμοί, όπως στο «Η σκέψη», όπου «Η σκέψη μετράει το χρόνο» και «σκέψη είναι ο άνθρωπος» (σ. 43). Στο ποίημα «Η ζωή», με δύο στίχους καταθέτει την φιλοσοφική της θεώρηση: «Η ζωή είναι ένα φωτεινό ενδιάμεσο,/είναι ένα πέρασμα από το τίποτα στο τίποτα,» (σ. 45). Στο «Ζωή-έρως-θάνατος» θαυμάζει το μεγαλείο του τρίδυμου, του κύκλου της ζωής: «είναι μυστήριο και μεγαλείο.» ( σ. 47).
Η πολιτική θέαση και η ουμανιστική ευαισθησία της ποιήτριας εκφράζονται μέσα από το πρώτο κιόλας ποίημα με τίτλο «Οδός Αριστοτέλους, Θεσσαλονίκη», όπου αναθυμάται το εμβληματικό σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Δημοκρατία» και δηλώνει «Σήμερα, αναζητούνται: νέα οδός Αριστοτέλους/ και νέοι με οράματα, με ρεαλισμό και με όνειρο!» (σ. 9), όπως αυτούς που ανταμώνει, συνομιλώντας με τους Ελύτη και Μακρυγιάννη στο ποίημα «Επιστροφή»: «Όμως, τότε, οι νέοι που τους έλεγαν αλήτες/πήραν τις ιδέες στα χέρια, τις έκαμαν αγώνα» (σ. 10). Αλλά και με το «Παλιννόστηση του Δία», όπου καυτηριάζει τις μυλόπετρες της πολιτικής του φανατισμού και της βίας με την εύγλωττη παρομοίωση μιας σύγχρονης Λερναίας Ύδρας (σ. 26). Στο «Οδός διαφυγής» καυτηριάζει τα χρόνια της φενάκης και της ευμάρειας κι επισημαίνει την έλευση του ανελέητου αργυραμοιβού και την αναζήτηση οδού διαφυγής για την αποφυγή περαιτέρω ταπείνωσης (σ. 42). Στο «Ο εικοστός πρώτος αιώνας» δηλώνει πως «Πολλοί μιλούν και δεν λένε τίποτα.», που παραπέμπει στους στίχους του μεγάλου Σουηδού ποιητή «λόγια μα δίχως λόγο»[3]. Η ποιήτρια ανησυχεί για το μέλλον κι αναζητά «ηγέτες με όραμα» (σ. 44). Δεν διστάζει, σε συνομιλία με τον Όμηρο στο «Ομηρικά Ι», να αναζητάει νέο όραμα, καθώς η σχέση του ποιητή με το όραμα δεν είναι τυχαία[4]. Ακόμα, δε διστάζει να θίξει το γυναικείο ζήτημα «Γυναίκες…, αυτές φταίνε για όλα, διαχρονικά» (σ. 49), ενώ στο «Ομηρικά ΙΙ» επισημαίνει την αδικία του Ομήρου «να παραβλέπει τα φανερά βάσανα όλων των/ γυναικών της Ελλάδας» (σ. 50). Στο «οι άθλιοι των ημερών», συνομιλώντας με τον Βιζυηνό, αποζητά έναν σύγχρονο Παπαδιαμάντη για να καταγράψει «τους άθλιους των ημερών!» (σ. 54), ενώ στο «Επικήρυξη» εγκαλεί την μωρία των ανθρώπων και καλεί να επικηρύξουν τους πολέμους, σπαράζοντας: «πονάει το μέλλον μας!» (σ. 55). Στο «Εκ βαθέων» θρηνεί για την αφαίμαξη της ελληνικής νεολαίας, «ορφανέψαμε χωρίς νέους/ χωρίς οράματα» διατείνεται και απευθυνόμενη στους ιθύνοντες τους καλεί σπαρακτικά σαν μια μητρική περσόνα της Ελλάδας, που αγωνιά για τα παιδιά της: «Κλείστε τον δρόμο που οδηγεί/ στον λαβύρινθο της μετανάστευσης!» (σ. 57).
Τα ποιήματα «Ο Άδωνις» (σ. 29) και «Η υπόσχεση» (σ. 30), τα αφιερώνει στον Έκτορα Κακναβάτο, του οποίου η ποιητική γλώσσα αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης της διδακτορικής διατριβής της ποιήτριας[5]. Συνομιλεί μαζί του εκφράζοντας την αφοσίωση και εκτίμηση στο πρόσωπο και το έργο του, αισθήματα απώλειας, αλλά και την πικρία για την έλλειψη δέουσας αναγνώρισης του ποιητή, καθώς και της δέουσας προσοχής στην προσπάθειά της να αναδείξει το πολύπλευρο έργο του, ενώ στον τελευταίο στίχο του λέει: «Είσαι ο Ποιητής μιας άλλης ποίησης!».
Δύσκολο να προσεγγίσουμε την πλούσια θεματική της ποιητικής συλλογής σε όλο της το εύρος, όπου εντάσσονται και η φιλία, ο τόπος, ο χρόνος και η απώλεια. Στο ποίημα «Οι φίλοι», «Οι καλοί φίλοι είναι το εγώ και το εμείς» (σ. 18), στο «Φιλία» παρομοιάζεται η λέξη με φυλακτό «λέξη- φυλακτό» (σ. 48), ενώ στο ποίημα «Ομηρικά ΙΙΙ» διατείνεται πώς «η ομηρική λέξη φιλία δεν είναι λέξη, είναι ουσία!» (σ. 51) για να υπογραμμίσει την λογοτεχνική μήτρα και το αξιακό θεμέλιο της γλώσσας και του πολιτισμού μας και συνάμα ωθώντας τους συνειρμούς μας στην αρχική μαγεία των λέξεων κατά τον Μπόρχες[6].
Η ποιήτρια στο ποίημα «Ο τόπος μας» παρομοιάζει τον γενέθλιο τόπο με κήπο, «Ο τόπος μας είναι ο κήπος της καρδιάς μας» (σ. 12), καταδεικνύοντας τους αδιάρρηκτους δεσμούς του ατόμου με τον τόπο του. Στο «Ιθάκη», εκφράζονται αισθήματα νοσταλγίας και δυσανασχέτησης για τη σημερινή κατάντια του πάτριου τόπου, μέσα από την αρχετυπική μορφή του Οδυσσέα (σ. 27), ενώ η πατρική κατοικία στο ποίημα «Το σπίτι» παρομοιάζεται ως «σημείο του παντός!» (σ. 28). «Η λίμνη Κερκίνη» αποτελεί αφορμή για να εκφραστούν τα ελέη της ομορφιάς του τόπου και του πολιτισμού μας, προσδίδοντάς του ανθρωπομορφικά στοιχεία: «Ο τόπος μας είναι ομιλούσα φύση, δημιουργεί φιλίες/ και φιλοξενίες!» (σ. 31). Στο ποίημα «Η θάλασσα», «Νείκος και φιλότητα η θάλασσα», η ποιήτρια συνομιλεί με τον Δ. Σολωμό και αφουγκράζεται τους παφλασμούς της υμνώντας την ομορφιά της και την ομορφιά της ελληνικής φύσης και της φυλής μας (σ. 41).
Ο Χρόνος γίνεται Κρόνος, γίνεται απώλεια, θρήνος-μνήμη απόντων, στο ποίημα «Απώλειες», όπου «Ο Χρόνος σαρκάζει τους θνητούς,/και όσους ανεπαισθήτως βρέθηκαν/στην άλλη όχθη, χωρίς ήλιου φως» (σ. 35), ενώ τον παρομοιάζει με «Άπιαστο δυνάστη», στο επόμενο ποίημα «Ο Χρόνος» (σ. 36). Στο «Επισκέψεις», ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να καταλύσει τη σχέση με τους απόντες γονείς, «όσο ζούμε, ζούνε μαζί μας!» (σ. 32). Θυμάται και θρηνεί αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν νωρίς, όπως τη φίλη στο «Η ειμαρμένη» (σ. 33), τη μητέρα στο σπαρακτικό «Η μητέρα», αποκαλώντας την «αιώνια Μάνα» (σ. 66), ενώ ολοκληρώνει την ποιητική συλλογή με το ποίημα «Ο Χρόνος-Κρόνος» όπου ο θρήνος αντανακλά διαστάσεις μοιρολογήματος, εκφράζοντας τον ανείπωτο πόνο για τον πρόωρα εκλιπόντα ανεψιό της (σ. 67).
Ακόμα, το ποίημα «Το δειλινό» αποτελεί κατάθεση σχολίου για την ποίηση και ποιητική της: «Κι εγώ μπροστά στο κατάλευκο χαρτί/παλεύω να δώσω νόημα σε αυτό που/με πνίγει, με θλίβει, με εμπνέει και/ με οδηγεί στη γραφή, στο ποίημα.» (σ. 56).
Η Χριστίνα Αργυροπούλου στην πλούσια, ουσιαστική και εμβριθή ποιητική συλλογή της μας μιλά «Σε πρώτο πρόσωπο» με παρρησία και «Εκ βαθέων» καταθέτοντας την έγνοια και τον προβληματισμό της για τον ελληνισμό ως ιδιότητα γλωσσικής παράδοσης, εθνικής ταυτότητας και διαχρονικής λογοτεχνικής δημιουργίας από τον Όμηρο έως σήμερα. Μας απευθύνει τον λόγο και την βιωμένη αλήθειά της, που αποκτά συλλογικές διαστάσεις, καθώς αγγίζει το κοινό αίσθημα με ουμανιστική ευαισθησία και οικουμενικό πνεύμα. Ρίχνει το βλέμμα στο παρελθόν, σκιαγραφεί το μουντό του παρόντος και την ανησυχία της για τα μελλούμενα, ψάχνοντας οδούς διαφυγής στη μνήμη, στη γλώσσα, στον έρωτα, στον τόπο, στην φιλία, στο όνειρο, στον οραματισμό, στον ορθολογισμό και τη συνευθύνη. Παραφράζοντας τον εθνικό μας ποιητή θα λέγαμε πως η ποιήτρια Χριστίνα Αργυροπούλου «Άλλο δεν έχει στο νου πάρεξ ανθρωπισμό και γλώσσα»[7].
*
[1] Αργυροπούλου Χρ. «Η διαθεματικότητα στα φιλολογικά μαθήματα γυμνασίου», ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, τχ. 7ο , Αθήνα 2002, ΥΠΕΠΘ και Π.Ι..
[2] Χαραλαμπάκης Χρ, «Γλώσσα και Λογοτεχνία, Διάλεκτοι, Ύφος κ.ά.», Νεοελληνικός Λόγος, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992 και Γλωσσική και Λογοτεχνική Κριτική, Αθήνα 1998.
[3] Τούμας Τρανστρέμερ, «Τον Μάρτιο του ’79», Δέρμα από πεταλούδες, επιλογές σουηδικής ποίησης, 1941, μτφρ: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, εκδόσεις Intellectum, 2018. https://www.intellectum.org/2017/10/21/euphoria/
[4] Βαλαωρίτης Νάνος, Για μια θεωρία της γραφής, εκδ. Εξάντας 1990, σελ. 246, 97
[5] Χριστίνα Αργυροπούλου, Η Γλώσσα στην ποίηση του Ε. Κακναβάτου, Τυπωθήτω- Δ. Δαρδανός, 2003
[6] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η τέχνη του στίχου, 2006
[7] Διονύσιος Σολωμός, «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στό νοῦ μου, πάρεξ ἐλευθερία καί γλῶσσα;».