ALMA
Ατακάμα έρημος
άγουας καλιέντες
το άλας της ζωής
και στο βουνό το πιο ψηλό
το παρατηρητήριο που το είπαν ALMA
-όχι από την ψυχή μα
από κάτι γράμματα αρχικά
για χιλιοστόμετρα και διατάξεις,
συχνότητες και ακτινικές ταχύτητες –
και πάνω εκεί τηλεσκόπια μάτια
κεραίες τεντωμένα δάχτυλα κι αφτιά
να σημαδεύουν γαλαξίες και αστέρια
και να μαζεύουν δεδομένα που πωλούνται ακριβά.
Μεγαλειώδη του μυαλού τα έργα κι επιτεύγματα – δε λέω.
Όμως της άλλης alma , της ψυχής,
αυτής που προς τα μέσα σκύβει, βλέπω. Δες
Εικόνα πρώτη, εξωτερικό:
Πέλαγος λυβικό κι όρη γυμνά
Στην πιο ψηλή κορφή στερεό
λευκό σώμα σε βάθος γαλανό
αδιάφορο ουρανός ή θάλασσα
κανένας δρόμος δε σε πάει ως εκεί.
Για τα μάτια σου μονάχα να το δουν.
Εικόνα δεύτερη, εσωτερικό:
Άσπρα στολίδια γιασεμιά παντού
σε κάθε παναγία και χριστό και στους αγίους όλους
δεμένα με αόρατη κλωστούλα.
Για τον ασπασμό σου μοναχά να του ευωδιάσουν.
Τίποτα δεν πωλείται
Κι ο Ποιητής αόρατος
σ’ αναζητά.
Στην αγάπη
Στην αγάπη φυσάει. Λυγίζει
ο άνθρωπος σαν το καλάμι
τρυπιέται τραγουδάει.
Σπάζει καμιά φορά με κρότο
Στην αγάπη ζέστη κάνει
λιώνει στα μάτια το γυαλί
δρόμοι τραβούν κάτω στα μάγουλα
γκρεμοτσακίζονται υγροί
βρίσκουν τον σπόρο στα βαθιά
ανοίγει αυτός, βλασταίνει
ζει ανθός γλυκόπικρος.
Τον καίει καμιά φορά ο πάγος.
Κι – αχ – όσοι δεν πάγωσαν
Μην έχοντας ποτέ τους ζεσταθεί
Ποτέ τους δε θα δροσιστούν.
Κι – αχ – όσοι δε λύγισαν
Άθραυστοι κι ευθυτενείς
Δε δώσαν δρόμο στον αέρα
κι ούτε ποτέ η μουσική τους θ’ ακουστεί.
Όλοι μακάριοι κι ασφαλείς
δεν ξέρουνε τι χάνουν.
Μένουνε
Μένουνε
Χαμένα όσα δεν ξεκινούν
να φύγουν απ’ τα χέρια
κι αυτά που φεύγουν αλλά δεν
φτάνουνε στον τόπο τους ποτέ.
Χαμένα κι όσα έφτασαν μα
ανέμελα αγνοήθηκαν
κι όσα τα μάτια δεν συνάντησαν
γιατί απόστρεψαν
το βλέμμα στην απλοχεριά.