Σε βρήκα και σε μάζεψα. Υγρό
σε πήρα από το χώμα πριν γίνεις πάλι
ένα με το δάσος. Χάθηκες
δεν ξέρω πώς γιατί και πότε κι έτσι φαντάστηκα
τις περιπέτειές σου ιστορίες ολόκληρες με δόντια λύκου
κι αρκουδοπατήματα. Σε αντίθεση με κείνο το παιδί εμένα
πάντα μου άρεσαν τα παραμύθια.
Έσκαψα πολύ να συναντήσω τη γραφίδα σου
και τώρα σε κρατάω σφιχτά, ο αντίχειράς μου
πιέζοντας ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο, σε σέρνω.
Θέλω να μου τα πεις από τη μέση – έτσι
γνωρίζονται τα πλάσματα όλα – καθώς οι δυο μας
γλιστράμε πάνω στο λευκό χαρτί το σώμα σου
κι εγώ, μαζί χαράζουμε τ’ αποτυπώματά μας.