You are currently viewing Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη, δ.φ.: Μιχάλη Μπουναρτζίδη, Τι να σημαίνουν οι σημύδες, Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΟΣ

Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη, δ.φ.: Μιχάλη Μπουναρτζίδη, Τι να σημαίνουν οι σημύδες, Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΟΣ

   Ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης με το μυθιστόρημα υπό τον τίτλο Τι να σημαίνουν οι σημύδες, είναι και πάλι παρών στο χώρο της πεζογραφίας. Το βιβλίο του, ένα μυθιστόρημα-ποταμός, εκτείνεται σε 671 καλοτυπωμένες σελίδες, που οι εκδόσεις Ωκεανός φρόντισαν να είναι φιλικές στο μάτι του αναγνώστη. Το τρίτο, λοιπόν, μυθιστόρημά του. Προηγήθηκαν η Προσευχή για τις καινούριες πατρίδες, εκδ. Επτάλοφος, Α.Β.Ε.Ε., 2010 και  Η περιπλάνηση ενός βιολιού, εκδ. Κέδρος, 2015.

Πριν περάσουμε στο κείμενο, θα ήθελα να κρατήσω δυο λόγια, πολύ σημαντικά, κατά τη γνώμη μου, που σημειώνονται από τον ίδιο τον συγγραφέα στο βιογραφικό του, ως κατακλείδα μετά την αναφορά γέννησης, τίτλων σπουδών και επαγγελματικής πορείας: «…έχω γράψει πολλές εργασίες πάντα στις θετικές επιστήμες και στα Οικονομικά, μια και εργάστηκα στην Α.Τ.Ε. απ’ όπου πήρα σύνταξη το 2007. Η λογοτεχνία και το διάβασμα όμως, ήταν πάντα η προτεραιότητα και η ανάγκη μου, το γράψιμο ήρθε σχετικά αργά, αφού χωνεύθηκαν κάποιες χιλιάδες βιβλία». Αυτό για να μην λησμονούμε ότι όπως η τέχνη δεν γεννιέται “ εν κενώ”, έτσι και η γραφή, η τέχνη του λόγου, απαιτεί γερά θεμέλια, προϋποθέτει την δια βίου ανάγνωση, τη βαθειά καλλιέργεια, την έφεση φυσικά, την ευαισθησία και την πολλή και σκληρή δουλειά του συγγραφέα, προκειμένου όχι μόνο να εφεύρει αλλά κυρίως να δαμάσει το υλικό του για να δημιουργήσει έναν στέρεο μυθιστορηματικό κόσμο.

Τίτλος- αίνιγμα, ο τίτλος του βιβλίου, τι να σημαίνουν οι σημύδες; Το ερώτημα  έρχεται από τον κόσμο ενός ονείρου του κεντρικού χαρακτήρα του έργου, του Αλεξάντρ. Στο εσώφυλλο, μετά τον τίτλο ακολουθεί ένα απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννου: Και προσεκύνησαν τω δράκοντι τω δεδωκότι/ την εξουσίαν τω θηρίω, και προσεκύνησαν τω θηρίω λέγοντες, τις όμοιος τω θηρίω; / τις δύναται πολεμήσαι μετ’ αυτού;

Τι συνδέει το απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη με το μυθιστόρημα; Τι  προλέγει σχετικά με το περιεχόμενο του βιβλίου; Ποιος είναι ο δράκοντας και ποιο είναι το θηρίο; Όσο ο αναγνώστης προχωρεί στο βάθος του κειμένου, βρίσκει τις απαντήσεις. Ένα μικρό σχόλιο τώρα για το μότο  που ακολουθεί στην επόμενη σελίδα. Δυο λόγια του Τσέχου συγγραφέα Μίλαν Κούντερα: «Σήμερα η ιστορία είναι ένας λεπτός σπάγκος μνήμης μέσα στον ωκεανό της λήθης». Τη λήθη μάχεται ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης και σε αυτό το βιβλίο, όπως και στα προηγούμενα. Κοινό στοιχείο και στα τρία το ιστορικό υπόβαθρο. Η λογοτεχνία διαλέγεται και διαπλέκεται με την ιστορία. Και αυτό και στα 24 κεφάλαια του βιβλίου, των οποίων οι προσεκτικά επιλεγμένοι τίτλοι, εκτός των άλλων, διεγείρουν την περιέργεια του αναγνώστη για τη συνέχεια.

Ο Πολωνοεβραϊκής καταγωγής ιστορικός και καθηγητής Ιστορίας στο Παρίσι Ιβάν Γιαμπλόνκα (ή Ζανμπλοκά , κατά τη γαλλική προφορά) στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία-Μανιφέστο για τις κοινωνικές επιστήμες (μετάφραση Ρίκα Μπενβενίστε, Πόλις, 2017) σημειώνει: «η λογοτεχνία είναι πιο ιστορική από όσο η ίδια νομίζει… ένα καλό μυθιστόρημα περιέχει περισσότερη αλήθεια από ένα κακό βιβλίο ιστορίας». Αισθάνομαι πως η ρήση ετούτη δικαιώνεται στο μυθιστορηματικό έργο του Μ. Μπουναρτζίδη συνολικά και φυσικά στο παρόν βιβλίο.

Ο χρόνος της ιστορίας  σημειώνεται (σ.69). Είναι 27 Ιανουαρίου του 1945, ημέρα που οι Σοβιετικοί μπήκαν στο Άουσβιτς. Ήδη, έχει μέσα από μια σειρά συμπτώσεις, πραγματοποιηθεί «επί σκηνής» η συνάντηση των χαρακτήρων του έργου. Ο Αλεξάντρ, ο αφηγητής, Ελληνογάλλος δραπέτης από ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων, εν προκειμένω το Άουσβιτς, ντυμένος με μια κλεμμένη γερμανική χλαίνη επιχειρεί την άγνωστης έκβασης διαφυγή του. Στην πορεία μπαίνοντας σε ένα εγκαταλελειμμένο αγροτόσπιτο τον περιμένει μια έκπληξη: πίσω από την κάνη ενός όπλου που τον σημαδεύει, βρίσκεται μια γυναίκα. Είναι η Νάντια Χέλερ, Γερμανορωσίδα, χήρα στρατιωτικού των Ες Ες. Η αποκάλυψη των ταυτοτήτων θα γίνει σταδιακά, όταν θα υποχωρήσουν ο φόβος, η  αμοιβαία καχυποψία, η ανασφάλεια. Το σπίτι βρίσκεται στη Σλοβακία, πολύ κοντά στα σύνορα της Πολωνίας. Θεατρικό το σκηνικό της συνάντησης, φυσικοί οι διάλογοι όπως σε όλο το βιβλίο, καθώς οι διάλογοι που παρεμβάλλονται πάντα βοηθούν στην πιστότερη απεικόνιση χαρακτήρων και γεγονότων και υπηρετούν την αμεσότερη επαφή του αναγνώστη. Άλλο τόσο όμως βοηθούν και οι σιωπές, όπως και οι εσωτερικοί μονόλογοι, οι εσώτερες σκέψεις των χαρακτήρων που αποτυπώνονται στο “σώμα” του μυθιστορήματος με πλάγια γραφή. Έτσι, δημιουργούνται δυο επίπεδα: Στο πρώτο εκτείνονται όσα κινούνται στην επιφάνεια κατά την πορεία της αφήγησης, στο δεύτερο εγκλείονται τα εσώτερα, όσα για ευνόητους λόγους είναι μη ανακοινώσιμα στη συγκεκριμένη αφηγηματική στιγμή και κοινωνός τους είναι μόνο ο αναγνώστης.

 Στη συνέχεια, μια ετερόκλητη ομάδα 6 προσώπων εισβάλλει αιφνιδίως στο αγροτόσπιτο: δυο Ρώσοι και μια Ρωσίδα, οι Μπολσεβίκοι, τρεις Ναζί, ο ένας Γάλλος, ο άλλος Καλμούκος και μια Γερμανίδα, λιποτάκτες και φυγάδες όλοι τους, κι ένας Πολωνός φυγάς. Αυτόν τον παράδοξο «θίασο» ενώνει η ανάγκη για επιβίωση, ανάγκη που υπαγορεύει την κοινή τους πορεία. Εξάλλου, είναι όλοι λιποτάκτες και φυγάδες και ο καθένας υπηρετεί τη δική του προτεραιότητα: να γυρίσει στον τόπο του και να αποφύγει όλες τις παγίδες της διαδρομής, ευνόητες σε μια Ευρώπη που ζει  στα απόνερα ενός εφιαλτικού πολέμου, λίγο πριν από το τέλος του. Το κλίμα της αθλιότητας διάχυτο παντού και  το οδοιπορικό τους περνάει από τη Σλοβακία, την Αυστρία, τη Βαυαρία, την Ελβετία – με τις σταδιακές «απώλειες» κατά τη διαδρομή- και φτάνει ως την Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα, ως τη Θεσσαλονίκη.

Και τώρα θα σταθούμε σε κάποια σημεία του βιβλίου που αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή.

Σε τακτά χρονικά διαστήματα, ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά στην αφήγηση ενός επαναλαμβανόμενου εφιάλτη που εξεικονίζει τη φρίκη της ζωής του Αλεξάντρ στα στρατόπεδα του Άουσβιτς και του Μπιρκενάου. Είναι γνωστό ότι  πέρα από τις μαρτυρίες και τις μελέτες για το Ολοκαύτωμα, η στρατοπεδική λογοτεχνία χαρτογραφεί όσα φοβερά συνέβησαν στα στρατόπεδα «εργασίας», όπως ευγενικά τα αποκαλούσαν οι Γερμανοί, κατά κυριολεξία στρατόπεδα εξόντωσης αθώων με τους φρικτότερους τρόπους, που και ο πιο διεστραμμένος νους δεν θα μπορούσε να επινοήσει. Δεκάδες βιβλία με το θέμα αυτό έχουν μεταφραστεί και στη γλώσσα μας. Ας σημειωθεί επίσης ότι συχνά κείμενα-μαρτυρίες συνιστούν υψηλού επιπέδου λογοτεχνία. Βιβλία όπως εκείνα του κορυφαίου Ιταλοεβραίου  συγγραφέα Πρίμο Λέβι, ο οποίος συνελήφθη στα τέλη του 1943 και φυλακίστηκε στο Άουσβιτς ως τον Ιανουάριο του 1945, με κορυφαίο το έργο του με τίτλο Αν αυτό είναι ο άνθρωπος. Βιβλία όπως αυτά του Χόρχε Σεμπρούν, και άλλων συγγραφέων που γνώρισαν στο πετσί τους τη φρίκη των στρατοπέδων, υπηρετούν το χρέος να μην ξεχαστούν ποτέ όλα όσα οι Ναζί έπραξαν.

Οι αποτρόπαιες αυτές πράξεις, που στοίχησαν εκατομμύρια ζωές ανακαλούνται και στους εφιάλτες του Αλεξάντρ και, σε ορισμένες περιπτώσεις , λειτουργούν ως προφητικά όνειρα που οι συμβολισμοί τους προλέγουν γεγονότα που θα συμβούν. Αλλά οι εφιάλτες αυτοί γίνονται αντικείμενο αφήγησης και στους διαλόγους του με τη Νάντια.  Όσο και αν …αφήγηση σημαίνει ξεθάβω εικόνες,  στιγμές, συναισθήματα, κι αυτό κάνει κακό στις πληγές που παλεύουν να κλείσουν, μέσα από τους εφιάλτες του Αλεξάντρ  αναδύονται  «…ημέρες ανείπωτης χυδαιότητας, οι πιο τρομερές και ανήθικες  μέρες που γνώρισε ως τώρα ο κόσμος» μέρες τραγικές που έζησε ο ίδιος στα στρατόπεδα, ένας απίστευτος παραλογισμός που γέννησαν τα οράματα των αρχηγών του Γ΄ Ράιχ και έπρεπε πάση θυσία να υλοποιηθούν! Βεβαίως, από τους διαλόγους αυτής της παράδοξης συντροφιάς ή αλλιώς συμμορίας προκύπτουν αλήθειες που αποδίδουν το όλο κλίμα της κτηνώδους βαρβαρότητας του πολέμου στα μετόπισθεν, όταν στο όνομα της εκδίκησης οι σοβιετικοί φαντάροι βιάζουν και σκοτώνουν ανεξέλεγκτα.

Εν μέσω αυτών των συζητήσεων με τις αξιοπρόσεκτες φιλοσοφικές τους προεκτάσεις παρεμβάλλονται εξαιρετικές περιγραφές του χιονισμένου τοπίου, των αισθήσεων που διεγείρονται από το θαύμα της  φύσης γύρω τους, εναρμονισμένες συχνά με τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων και ιδιαίτερα του Αλεξάντρ, που διακατέχεται  από βαθύ ανθρωπισμό, ευαισθησία και λατρεία για τη φύση. Έτσι, «…Για λίγο, για ένα λεπτό, ένα μικρό άνοιγμα στα σύννεφα (αφήνει) να λάμψει ψηλά ένα γεμάτο φεγγάρι, χειμωνιάτικο κι αστραφτερό… ολόγυρα σαν να χύθηκε λιωμένο ασήμι πάνω σ’ έναν αμόλυντο λευκό καμβά, μια εικόνα βγαλμένη από παραμύθι. Τα σύννεφα, το φεγγάρι, το χιόνι, δεν ξέρουν από πόλεμο, δεν νοιάζονται». Οι περιγραφές αυτές λειτουργούν ως ανακουφιστικές παρενθέσεις, αφήνοντας κάποτε να αχνοφέγγει η ελπίδα. Όπως και άλλες εικόνες, όταν η παράδοξη ομάδα βρίσκει κατάλυμα. Τότε μεσολαβεί για λίγο μια σκηνή ειρήνης και ζεστασιάς, όταν το ζεστό νερό, το φαγητό και το ψέλλισμα ενός τραγουδιού κάνει ξανά τα θηρία ανθρώπους. Όπως και το ερωτικό σμίξιμο Αλεξάντρ και Νάντιας, η αγάπη ως αντίλογος στην απειλή του θανάτου και ως δοξαστικό στη ζωή.

Καθώς εξελίσσονται οι ιστορίες των χαρακτήρων του μυθιστορήματος, διαρκώς προβάλλονται στη μεγάλη οθόνη της Ιστορίας. Η μεγάλη εικόνα διαρκώς παρούσα, αφού αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνεται το κείμενο. Έτσι, τίθενται  θέματα όπως η απαξίωση της θρησκείας από το νέο καθεστώς στη Ρωσία. Παρατίθενται τα ιστορικά γεγονότα, και  οι  εξελίξεις εν γένει, όπως οι αναφορές στον ελληνικό εμφύλιο και στη συμφωνία της Βάρκιζας, όταν η ελληνική αντίσταση καταθέτει τα όπλα,  ο βομβαρδισμός  Γερμανικών πόλεων ως πράξη αντεκδίκησης  στο Γερμανικό λαό που έμεινε πιστός στον Χίτλερ, η στάση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας απέναντι στο καθεστώς των Ναζί ( Σύμφωνο Πάπα και Χίτλερ, πίστη στο χιτλερικό καθεστώς για τη διατήρηση των προνομίων της). Πρέπει όμως να σημειώσουμε πως όλα αυτά και πολλά άλλα δεν παρατίθενται απλώς. Πάντα πλαισιώνονται από στερεή και τεκμηριωμένη κριτική επεξεργασία, προσπάθεια εμβάθυνσης  και επεξήγησης των γεγονότων με νηφαλιότητα και κατά το δυνατόν αντικειμενικότητα.  Για παράδειγμα   ποιος εξέθρεψε το Ναζισμό, ποιος ήταν ο ρόλος της Ευρώπης; Τι στάση κράτησαν οι Ευρωπαϊκές χώρες; Ο συγγραφέας επιχειρεί να δει τα πράγματα απ’ όλες τις πλευρές. Συχνά, τα θύματα γίνονται θύτες και οι θύτες θύματα μέσα στον παραλογισμό που κυριαρχεί και βέβαια δεν αναφέρεται στις τερατώδεις ηγεσίες από τις οποίες εκπορεύονται τα φοβερά που συμβαίνουν, αλλά στους πολλούς, που βρίσκονται παγιδευμένοι. Η προσέγγιση των ζητημάτων αυτών συνιστά μια σοβαρή και τεκμηριωμένη πολιτική ανάλυση των γεγονότων, χωρίς η ιστορία να καταπίνει τη λογοτεχνία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης,  οι διάλογοι του Αλεξάντρ  με τον  Αβά Αλόις, ηγούμενο σ’ ένα μοναστήρι, όπου η ομάδα των φυγάδων βρίσκει καταφύγιο για κάποιο διάστημα. Η συζήτηση για τον ορισμό του κακού, το σχόλιο για τον πούρο κομμουνισμό που βάζει στη θέση του Θεού το «Κόμμα», η αντιστοίχιση της  Κόλασης  του Χριστιανισμού με  τη Σιβηρία του Κομμουνισμού. Η κριτική- καταπέλτης για την εκκλησία, όταν καλλιεργεί τον φανατισμό, τον φανατισμό  που ακυρώνει το μήνυμα της αγάπης του Αποστόλου Παύλου. Και σε άλλα σημεία του κειμένου οι φιλοσοφικές διατυπώσεις για τη σχέση ανθρώπου και σύμπαντος αλλά και συζητήσεις για τα μελλούμενα,  σχετικές με τα μεγάλα ζητήματα που θα απασχολήσουν το μέλλον στη νέα τάξη πραγμάτων που θα κυριαρχήσει στην ανθρωπότητα.

Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί,  ότι  η απίστευτη  αγριότητα και η ευκολία αφαίρεσης μιας ζωής παρουσιάζεται σαν μια κατάσταση τόσο φυσική με δεδομένο ότι εκείνη την εποχή αξίες δεν υπήρχαν παρά μόνο η ανάγκη για την άνευ όρων επιβίωση. Έτσι, η αναγκαία μεταμφίεση των χαρακτήρων, των σκέψεων  και των συναισθημάτων τους, η  αλλαγή ρόλων και ιδεολογίας, ευνόητη στους πολέμους κάθε εποχής, αλλά και η αλλαγή ταυτοτήτων συγκροτούν απλώς το αυτονόητο. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αντρέγιεφ κάποια στιγμή: «…οι ιδεολογίες είναι για πριν και για μετά, για το τώρα υπάρχει μόνο η επιβίωση».

Στο μυθιστόρημα η ένταση τροφοδοτείται από  την έκπληξη, το απρόσμενο, την απίστευτη σύμπτωση, αυτό που λένε παιχνίδια της μοίρας… αποκαλύψεις που αίρουν παρεξηγήσεις, ανατροπές. Οι όποιες βεβαιότητες των χαρακτήρων γκρεμίζονται συθέμελα αποκαλύπτοντας διαφορετικές αλήθειες, κάνοντας τους ήρωες του βιβλίου άλλοτε να γλείφουν τις πληγές τους και άλλοτε να καταρρέουν.

Οι νεκροί του πολέμου είναι απλώς αριθμοί, εκατομμύρια και οι  άμαχοι, γυναίκες,  παιδιά και γέροι …τεράστιος και ο αριθμός των νεκρών του Κόκκινου Στρατού… Ο συγγραφέας δεν αντικρίζει μονόπλευρα την ιστορία και αυτό γιατί, όπως λέει ο Αντρέγιεφ στον Αλεξάντρ, η γνώση της ιστορίας «…Βοηθάει να καταλαβαίνεις τα σημερινά και ίσως να διακρίνεις τα μελλούμενα».

Κλείνοντας, δυο ακόμη επισημάνσεις, ανάμεσα στις πολλές που για ευνόητους λόγους  δεν ήταν δυνατόν να συμπεριληφθούν: Η «γεωγραφία»  του κειμένου εξαιρετική, η χαρτογράφηση της πορείας  δίνεται σε κάθε της λεπτομέρεια, ώστε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι συμπορεύεται κάθε στιγμή με την ομάδα. Επίσης, η επιβράδυνση της αφήγησης και η συχνή εστίαση στην  καθημερινότητα και στις λεπτομέρειές της  υπηρετούν  πιστά τον εσωτερικό ρυθμό του κειμένου: την αγωνία, τη διάψευση, τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων. Αυτή η αφήγηση της μακράς περιπλάνησης, και ιδίως των μικρών  στιγμών που την συγκροτούν στο φόντο ενός μουντού “τοπίου”, χαμηλότονη και χωρίς ρητορικές  εξάρσεις, τηρουμένων των αναλογιών,  συνειρμικά  φέρνει  στο νου   τον Γιάννη  Μπεράτη, αιρετικό πεζογράφο της γενιάς του ’30 κατά τους μελετητές, και  το πιο σημαντικό πεζό του, Το πλατύ ποτάμι, που αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό  πόλεμο. Όσο κι αν απέχουν αυτά τα κείμενα αφηγούμενα στην ουσία τους το παράλογο ταξίδι του πολέμου, συναντιούνται εκεί που προάγουν το νηφάλιο στοχασμό και ενδυναμώνουν την ανάγκη του ανθρώπου να αναζητήσει έναν καλύτερο κόσμο . Κι αν … η αλήθεια είναι πιο τραγική και από τα ίδια τα γεγονότα και …δύσκολα γίνεται  αντιληπτή… ίσως, οι σημύδες που ονειρεύτηκε ο Αλεξαντρ, τελικά  να βλαστήσουν σαν υπόσχεση ειρήνης και ανθρωπιάς.

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.