Καλμπατζάρ*
η γη ας σχισθή, εις το βάραθρον
η βροντή τ’ ουρανού
ας με τινάξη·
Προτού σας ατιμήσω,
ω γόνατά μου.
Α. Κάλβος, «Εις Αγαρηνούς»
Η τελευταία μου επαφή με τον Αρσέν* έγινε λίγο μετά από την τελευταία μου ήττα.
Οι φλόγες έβγαιναν μανισμένες από τα παράθυρα, ενώ γκρίζος καπνός έχασκε πάνω από τη μονή και τις βαθιές κοιλάδες του Καυκάσου. «Περιμέναμε να κανονιστεί. Όταν είδαμε να διαλύουν τον υδροηλεκτρικό σταθμό, καταλάβαμε».* Συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Οι δρόμοι ηχοβολούσαν, σαν τότε, στον μεγάλο διωγμό,* τον ήλιο έκρυψε στήλη νεφέλης* και στην αχλύ της φάνηκε πουλί, θρήνος ανθρώπων.
Το καραβάνι κίνησε στην αχνάδα του πρωινού, καθώς ο ίσκιος του έπεφτε κυρτός κάτω απ’ την παχιά σκιά των πελώριων δέντρων.
Μέσα μου, βαθιά, το ήξερα, πως τα ψηλά βουνά δεν είναι να τα περπατάς, είναι να τ’ αγναντεύεις. Πευκόφυλλα κατεβαίνουν τους γκρεμούς και στο διάβα μας γλιστραίνουν οι βελόνες, οι ρίζες πετάγονται μπροστά στα πόδια σου δεντρών που δίψασαν γι’ αντάμωμα μ’ άλλο δεντρό, σωριάζεται σαν το πατάς το χώμα κι η κατηφόρα, σαν κείνες που ’σκιαψε η βροχή, βουλιάζει το γόνα σου στη λάσπη. Πώς να το κάμεις στερεό;
Τα ποτήρια και τα πιάτα καθισμένα παστρικά στο τραπέζι, τελευταίο πρόγευμα, τελευταία λειτουργία στο Νταντιβάνκ.* Η τελευταία καμπάνα. Ο Αρσέν ήπιε τον τελευταίο του καφέ, έφαγε το τελευταίο του πρωινό, άδειασε για τελευταία φορά το σπίτι, έβαλε την τελευταία φωτιά της ζωής του, έκαψε την τελευταία γη που κάρπισαν οι απαλάμες του και κέντησε ένα αστέρι για προσκέφαλο. «Θέλουν να ζήσουν, λέει, εδώ. Να δούμε πού θα ζήσουν».*
Το στήθος του έκαψε μια πυρκαγιά.
Έξαφνα, αρπάζει μια καρέκλα και σπάει τα τζάμια ολόγυρα μουγκρίζοντας, φοβερίζοντας τη φλόγα να τα δαγκώσει όλα λιμασμένα:
«Λυσσασμένοι Αγαρηνοί, φλόγα ακοίμητην σας βρέχω, που μ’ αυτήν αν συγκριθεί, κείνη η κάτω οπού σας έχω, σαν δροσιά θέλει βρεθεί!»*
Ο ίδρως, που έκαιγε το μέτωπό του, άφησε μια σταγόνα να περιλούσει πέφτοντας αργά το πάτωμα της τραπεζαρίας. Σας έχω φέρει εύφλεκτα υλικά και προσανάμματα. Έχω μεταφέρει σε τόπο χλοερό μανάδες, παιδιά, παπάδες, τους Αγίους, τα κονίσματα και τα λάβαρα που θα κάψετε.
Θειάφι, πίσσα, φώσφορο, χύτρες γεμάτες πήλινες
έχω ζωστεί πυρπολικά και εύκαυστες ουσίες
και τρώγω βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Ανάψτε τα πυρά! Με σπιθόβολη ματιά ακαρτερώ την αφεύγατη φθορά σας. Να, σας φθάνει! Θα φανεί.
Ποιος τη σάρκα του την καίει όσο για να νεκρωθεί!
15 Νοεμβρίου 2020
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Υπέροχο το πεζοποιήμα της Δήμητρας. Ολοζώντανες εικόνες και συναισθήματα. Σε ρουφάει και σε πετάει σε άλλο τόπο κι αλλο χρόνο…Γίνεσαι ο ίδιος ο Αρσέν…