Blue Bungalow
Τον κατέβαζαν σε πυκνοδομημένο πλαίσιο, χωρίς βάθος,
καθώς ο Αλόνσος Κιχάδας, πάνω απ’ το τζάκι του σκυφτός, μα αυτοκρατορικός,
με γενειάδα, καλοχτενισιά και το μακρύ κοντάρι
σκάρωνε ινχενιόζικη ιστορία στον μαύρο του καβάλα.
Κι ο Ροσινάντε, μ’ εξαίσια βαλμένη πανοπλία
στραφτάλιζε στους σπάγγους που κρέμασε απ’ τους ουρανούς
η αργυρία σελάνα
στις μέσες νύκτες της
εκλιπαρώντας για ένα τελευταίο σκίρτημα
μια όξυνση των αισθήσεων
μια τελευταία ανάσα
-πριν ανάψει το φεγγάρι-
γιατί σβήνονται, σαν ανάβει το φεγγάρι, ολόγιομες οι ανάσες
σχήματα σ’ άμμο ζεστή το καλοκαίρι
αφήνοντας, τη στιγμή της κορύφωσης,
μια βαθιά εκπνοή
σαν αναστεναγμό
κυμάτων
που ξαστόχησαν.
Κι η γριά Δουλτσινέα η Τσιγαρού
άφησε ένα πνιγμένο ουρλιαχτό να κρεμαστεί απ’ τ’ αχείλι της
καθώς ο αέρας γύριζε στεγνός
ουδέ μας έκραινε
στην Μπλε Παράγκα την παλιά
κασέλια με χρυσά φλουριά
και μας επούλησε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ