ΕΠΑΙΤΕΣ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟΥ
Σκέψου να επιστρέφεις στη χώρα που αναγιώθηκες
κι αυτή να λείπει.
Σαν άφτιαχτη κι αστόλιστη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας·
«Ήρθες;» «Μα πού γύριζες;»
Ένα αγόρι με πατίνι με προσπέρασε.
Γυναίκα μαντιλοδεμένη, μπαϊρακτάρισσα, μου ’ριξε νόμισμα συλλεκτικό ανάμεσα στα
δόντια.
Δάγκωνα το μέταλλό του πεινασμένη, καθώς οι κόγχες μου
εξοφθαλμίαζαν
εκστατικές μπροστά στα θεριεμένα δέντρα
αφήνοντας να διαφανεί σαν άσπρη ξέξασπρη η οδοντοστοιχία μου στους χάσκοντες
περαστικούς.
«Περαστικοί είμαστε όλοι», τους έγνεφα. Στ’ αλήθεια, δεν το καταλάβατε;
Πρόβαλε η Νίκη στο παράθυρο, κατεβήκαμε σκαστές στον δρόμο. Η μάνα μας φρύαξε. Απίθωσε το καυκαλό της κατάχαμα και μας αγγελόσκιαζε: «Ξεχνάς το κύμα στον ύπνο σου,
τις βάρκες, τα ξύλα, τη νιότη σου;»
Άφησα τότες τα πόδια μου να λυγίσουν.
Άφησα τα μίζερα χρόνια μου να λυγίσουν, σαν έτοιμη
κι απόντιστη
καθώς στα πόδια μου σερνόταν ανέμελο ένα φίδι
κι οργίαζε από πάνω μας επιδεικτικά, σχεδόν, αειθαλής Δηλόνιξ η βασιλική
— λένε πως προτιμά τα ανοικτά, αποστραγγισμένα εδάφη,
μπορεί να ανεχθεί την ξηρασία και τα πάθια τα αλμυρά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Με ακουμπά βαθειά η γραφή της Δήμητρας.
Την ευχαριστώ!
Διασώζει τη ψυχή και το τραύμα των ξεριζωμένων Βαρωσιωτών
μ´ένα ιδιαίτερο,λιτό και οξύ ποιητικό λόγο.
Και με πληρότητα ενσυναίσθησης.Εύγε!❤️❤️❤️