To 1992, η Ιταλίδα συγγραφέας με το ψευδώνυμο Elena Ferrante δημοσιεύει το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο L’amoremolesto (Βάναυση αγάπη), προκαλώντας παγκόσμια αίσθηση. Από τότε, για τα τελευταία 25 χρόνια, παρότι η ίδια φρόντισε να κρατήσει την ανωνυμία της, η οποία θα της επέτρεπε, όπως φρονούσε, «ένα πεδίο απόλυτης δημιουργικής ελευθερίας»,[1] περισσότερο μελάνι έχει χυθεί γύρω από τη μυστηριώδη ταυτότητα της συγγραφέα παρά για το ίδιο της το έργο. Ένας ολόκληρος θρύλος μοιάζει να δημιουργείται γύρω από το όνομά της σε έγκριτες, διεθνούς φήμης εφημερίδες, περιοδικά, και κοινωνικά δίκτυα: Ποια είναι η Elena Ferrante; Που ζει; Τι φοράει; Είναι όντως γυναίκα ή μήπως πρόκειται για άντρα; Λογής δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί από τα Πανεπιστήμια της Πίζας και της Πάντοβα έχουν εμπλακεί στο παιχνίδι του χαμένου θησαυρού, προσπαθώντας επίμονα—αν όχι εμμονικά—να αποκαλύψουν το πρόσωπο πίσω από τον μύθο, ταυτίζοντάς την πότε με τη μεταφράστρια Anita Raia, πότε με τον συγγραφέα Domenico Starnone, πότε δε με μια ομάδα αντρών συγγραφέων, χωρίς εντούτοις να έχει μέχρι στιγμής οτιδήποτε επιβεβαιωθεί.
Κι ενώ η Ferrante εξακολουθεί να τηρεί σιγήν ιχθύος γύρω από την ταυτότητά της, θεωρώντας μάλιστα την ανωνυμία της εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη της συγγραφικής της ύπαρξης, φροντίζει, εντούτοις, να δηλώνει εμφαντικά το φύλο της, αντιδρώντας μάλιστα σε θεωρίες «συνωμοσίας» που την θέλουν να είναι στην πραγματικότητα…άντρας:«Ακούσατε ποτέ κανένα να λέει, τελευταία, για κάποιο βιβλίο που γράφτηκε από άντρα,“στην πραγματικότητα, είναι γυναίκα που το έγραψε αυτό ή ίσως μια ομάδα γυναικών”;».[2]Κατά άκρως ενδιαφέροντα τρόπο, στα βιβλία της σκιαγραφεί γυναικείες μορφές και σχέσεις που απορρέουν από τη γυναικεία εμπειρία, ενώ η ίδια αντιδρά έντονα απέναντι στην εκδοτική βιομηχανία και τα ΜΜΕ, τα οποία «τείνουν», κατά την έκφρασή της, «να κλείνουν τις γυναίκες που γράφουν σ’έναν λογοτεχνικό γυναικωνίτη». [3]Σε συνέντευξή της στο αθηναϊκό Βήμα, η Ferrante δηλώνει σε παρόμοιο ύφος:
Έχω την άποψη ότι το φύλο είναι ένα τεχνητό περίβλημα μέσα στο οποίο περικλείεται η έμφυλη διαφοροποίηση. Τόσο το ανδρικό όσο και το γυναικείο φύλο αποτελούν προϊόν ισχυρών ιστορικο-πολιτιστικών διεργασιών. Και τα δύο δεν είναι παρά κλουβιά μέσα στα οποία εκτίθεται κάποιος είτε ως άντρας είτε ως γυναίκα. Ενώ όμως το αντρικό φύλο κυβερνούσε και εξακολουθεί να κυβερνά, το γυναικείο φύλο εμπόδισε και εξακολουθεί να εμποδίζει τις γυναίκες να ξεδιπλώσουν όλο τον πλούτο και την πολυπλοκότητά τους. Θεωρώ ότι ενώ η έμφυλη διαφοροποίηση προκύπτει σε κάθε μας εκδήλωση, η αίσθηση ότι ανήκουμε σε ένα φύλο είναι σαν ένα στενό ρούχο που μας περιορίζει και πρέπει διαρκώς να το ξεχειλώνουμε.[4]
Παρά την προφανή αποδομητική ιδεολογία που πληροφορεί την εν λόγω προσέγγιση, η Ferrante δηλώνει ένθερμη υποστηρικτής θεωριών της έμφυλης διαφοροποίησης,με αναφορές σε προμάχους του στοχασμού γύρω από τη θηλυκή διαφορά, όπως η Luce Irigaray και η Rosi Braidotti. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η διεκδίκηση από μέρους της μιας ρευστής, γυναικείας συγγραφικής παράδοσης, καθίσταται έκδηλη:
για εμάς σήμερα, [τις γυναίκες], συγγραφή σημαίνει να γνωρίζουμε σε βάθος την [αντρική] παράδοση και να της ασκούμε κριτική, να τη βάζουμε στην άκρη, [και] να τη χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για εμάς, πέρα από την ανδρική επινόηση περί γυναικείου είδους. Εμείς έχουμε πολλά να πούμε, πολλά να διηγηθούμε. Και από τα δύο φύλα είμαστε το πιο φευγάτο, το πιο ρευστό, γεγονός που καθιστά δύσκολο το να διηγηθούμε κάτι με ειλικρίνεια.[5]
Από τις συνεντεύξεις της δεν απουσιάζουν, εντούτοις, αναφορές σε σημαίνουσες μορφές του μεταδομισμού, πολέμιων των θεωριών περί μιας γυναικείας ουσίας ή ιδιαιτερότητας στη γραφή, όπως η Donna Haraway και η JudithButler, μαρτυρώντας το ενδιαφέρον και το ακαδημαϊκού επιπέδου υπόβαθρό της γύρω από ζητήματα υποκειμενικότητας και την ευρύτερη, πλουραλιστική φιλοσοφική της διάθεση.
Διαφορετικού υποβάθρου και αισθητικής, που εμπίπτει στην κατηγορία του ευπώλητου, είναι η συγγραφέας Erika Mitchell, γνωστή με το ψευδώνυμο E.L. James, με το οποίο υπογράφει το πολυσυζητημένο, ερωτικό της μυθιστόρημα Fifty Shades of Grey (Πενήντα αποχρώσεις του γκρι), με την saga να περιλαμβάνει, πλέον, 5 μυθιστορήματα και 3 κινηματογραφικά blockbuster.Το παρόν δοκίμιο δεν θα απασχολήσουν οι ποικίλες προσλήψεις και αντιδράσεις που κατέστησαν το Fifty Shades ένα πολιτισμικό φαινόμενο του καιρού μας.[6] Εντούτοις, η θεματική και ελευθεριάζουσα εικονοποιία της Mitchell εμπίπτει αναπόφευκτα έξω από τις κατηγορίες που αποδίδονται παραδοσιακά στις γυναίκες, γεγονός που τροφοδοτεί, ευλόγως, τον προβληματισμό γύρω από το ζήτημα της επιλογής, από μέρους της, ενός αμφιβόλου φύλου ψευδωνύμου. Ίσως η έκπληξη που βίωσαν οι θαυμαστές (ή και οι επικριτές) της σειράς των Grey όταν έμαθαν ότι πίσω από αυτά κρύβεται μια γυναίκα συγγραφέας, να υπήρξε παρόμοια με τον τρόμο ή τη δυσπιστία που εξέφρασαν, 200 ακριβώς χρόνια πριν, όσοι πληροφορούνταν ότι ο ανώνυμος συγγραφέας του Frankenstein (1818) ήταν στ’ αλήθεια, η 19-άχρονη τότε, Mary Shelley. Ερωτηθείσα γύρω από το μυστήριο ψευδώνυμο με το οποίο υπογράφει τα βιβλία της, η μετριοπαθής Mitchell, η οποία στον ελεύθερό της χρόνο δηλώνει μητέρα και νοικοκυρά, απαντά ότι προέβη στην επιλογή της προκειμένου, πρώτον, να κρατήσει τη δουλειά της και, δεύτερον, να προστατεύσει τα παιδιά της.[7]
Κι ενώ η Mitchell επέλεξε το ψευδώνυμό της, όπως αποδεικνύεται, ένεκα των συμβάσεων που περιορίζουν, ακόμα, το φύλο της, η γνωστή συγγραφέας των Harry Potter, η οποία υπογράφει με το—επίσης ανδρόγυνο—ψευδώνυμο J.K. Rowling, αναγκάστηκε από τον εκδότη της να αποποιηθεί το θηλυκό της όνομα (Joanne), από φόβο μήπως τα μικρά αγόρια δεν ενδιαφέρονταν για την ιστορία του Harry, αν το βιβλίο υπέγραφε μια γυναίκα.[8] Κατά άκρως ενδιαφέροντα τρόπο, η JoanneRowling επέλεξε, για τη νέα σειρά αστυνομικών βιβλίων της που κυκλοφόρησε μετά τα Harry Potter, το εξολοκλήρου αντρικό ψευδώνυμο Robert Galbraith, προκειμένου να λάβει, όπως δήλωσε η ίδια, «ειλικρινή και ανεπηρέαστη ανατροφοδότηση».[9]
«Ο Ανώνυμος ήταν συνήθως γυναίκα»[10] έγραφε ήδη το 1929 η Virginia Woolf στο κλασικό, πλέον, έργο της Α Room of One’s Own (Ένα δικό σου δωμάτιο). Mε αναφορά στην πνευματική καταστολή την οποία βίωναν διαχρονικά οι γυναίκες—αλλά και άντρες, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονταν στα κυρίαρχα για την εποχή πρότυπα—η Woolf προσπαθεί να προσδιορίσει το κενό της σιωπής και της απουσίας των γυναικών από το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, αλλά και την περιορισμένη, όπως υποστηρίζει, λογοτεχνική δεινότητα, από μέρους γυναικών-συγγραφέων:
Όταν όμως, κάποιος διαβάζει για μια μάγισσα που την έχουν πνίξει, για μια γυναίκα που κατέχεται από δαίμονες, για μια γυναίκα σοφή που πουλάει βότανα […] ή, ακόμη, για έναν αξιόλογο άντρα ο οποίος είχε μητέρα, τότε νομίζω ότι βρισκόμαστε στα ίχνη ενός χαμένου πεζογράφου, ενός κατεσταλμένου ποιητή ή κάποιας φιμωμένης και άδοξης JaneAusten. […] Στ’αλήθεια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Ανώνυμος, που έγραψε τόσα ποιήματα χωρίς να τα τραγουδήσει, υπήρξε συνήθως γυναίκα.[11]
Και πράγματι, γύρω από τη φασματική κατηγορία της «γυναίκας-συγγραφέα», ενός «σύνθετου όντος»,[12] όπως εύστοχα το αποκαλεί η ChristinePlanté, το οποίο έμελλε να παραμείνει για πάντα λιγότερο «γυναίκα» και λιγότερο «συγγραφέας», σαρκώθηκε για αιώνες η αγωνία γύρω από ό,τι φάνταζε να απειλεί τη νομοταξία της οικογένειας, της κοινωνίας και της κουλτούρας. Ως εκ τούτου, πολλές αξιόλογες γυναίκες συγγραφείς,όπως οι JaneAusten, GeorgeSand, οι αδελφές Brontë ή, στην Ελλάδα, o Άλκης Θρύλοςκατέφυγαν στη χρήση αντρικού ψευδωνύμου για να μπορούν να τυπώσουν τα έργα τους και να ελκύσουν το αναγνωστικό κοινό. Εντούτοις, το φαινόμενο Ferrante και η περίπτωση E.L.James και J.K. Rowling δεν ανήκουν σε κάποιο παρωχημένο πεδίο πρώιμων φεμινιστικών διεκδικήσεων. Παρ’όλα αυτά, η πολιτική της ανωνυμίας ή του ψευδωνύμου αναδεικνύει παρόμοιου τύπου περιορισμούς και συμβάσεις στις οποίες προσκρούουν ακόμα γυναίκες συγγραφείς—και μάλιστα συγγραφείς ολκής—σε μια εποχή που, στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, τα γυναικεία δικαιώματα έχουν, σε μεγάλο βαθμό, κατοχυρωθεί.
Με σαφή αναφορά στις έμφυλες διακρίσεις στον κόσμο του βιβλίου και των εκδόσεων, η πολυβραβευμένη, πακιστανικής καταγωγής αγγλίδα συγγραφέας KamilaShamsie, η οποία διευθύνει ήδη μια σειρά για απολησμονημένες γυναίκες συγγραφείς στις γνωστές εκδόσεις Penguin και της οποίας το τελευταίο έργο HomeFire (2017) υπήρξε υποψήφιo για το βραβείο Booker, οργισμένη από τις στήλες της Guardian, ζήτησε όπως το 2018 καταστεί Έτος Δημοσίευσης Γυναικών, με συνακόλουθο αποκλεισμό οποιουδήποτε τίτλου, για τον χρόνο αυτό, από άντρες συγγραφείς.[13]Με πλήρη συνείδηση του ρίσκου και της πρόκλησης που συνιστά ένα τέτοιο εγχείρημα, η Shamsieυποστηρίζει ότι μόνο με ρηξικέλευθα μέσα μπορεί να προκληθεί ουσιαστική αλλαγή στις πατριαρχικές, συστημικές δομές που υποβαστάζουν την εκδοτική βιομηχανία. Παραθέτοντας, ενδεικτικά, στατιστικά στοιχεία από τα αρχεία του βραβείου Booker για τα τελευταία 5 χρόνια, η Shamsie στηλιτεύει το γεγονός ότι λιγότερες γυναίκες από ό,τι άντρες υποβάλλονται σε υποψηφιότητα για το βραβείο από τους εκδότες τους, λιγότερες γυναίκες από ό,τι άντρες βρίσκονται διαχρονικά στη μακρά και τη βραχεία λίστα, και ακόμη λιγότερες γυναίκες κερδίζουν, τελικά, το βραβείο.[14]
Με αναφορά σε διάφορες άλλες έρευνες, επισημαίνει, επιπλέον, ότι άντρες συγγραφείς και κριτικοί λαμβάνουν περισσότερο χώρο σε λογοτεχνικές δημοσιεύσεις, ενώ έχουν την τάση να συνιστούν ομόφυλούς τους συγγραφείς όταν ερωτώνται, κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση γυναικών συγγραφέων. Τέλος, σημειώνει ότι, για τα τελευταία 15 χρόνια, 12 από τα μυθιστορήματα που βραβεύτηκαν με Booker είχαν άντρες πρωταγωνιστές, 2 μόλις είχαν γυναίκες πρωταγωνιστές και ένα είχε τόσο άντρες όσο και γυναίκες πρωταγωνιστές. Προσθέτει μάλιστα ότι το Booker φαντάζει σωτήριο μπροστά στο βραβείο Pulitzer, το οποίο δεν περιλαμβάνει καμιά γυναίκα πρωταγωνιστή στους τίτλους που βράβευσε τα τελευταία 15 χρόνια. Καταλήγοντας, ο τόνος της Shamsie γίνεται εξαιρετικά ειρωνικός απέναντι σε όσους εξακολουθούν να αμφισβητούν ακόμα τις έμφυλες (και άλλες) ανισότητες στο λογοτεχνικό και εκδοτικό γίγνεσθαι:
Σε αυτό το σημείο, θα υποθέσω ότι οι μόνοι που πραγματικά αμφιβάλλουν ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή έμφυλη ανισότητα είναι μόνο όσοι εμμένουν στην ιδέα ότι οι άντρες είναι καλύτεροι συγγραφείς και καλύτεροι κριτικοί, και ότι, όταν οι άντρες συστήνουν βιβλία από άντρες αυτό είναι μια δίκαιη κρίση, ενώ όταν οι γυναίκες συστήνουν βιβλία από γυναίκες πρόκειται για πολιτική τοποθέτηση ή για ανόητη γυναικεία κρίση. Σ’αυτούς τους ανθρώπους δεν έχω τίποτα να πω, παρά μόνο, πηγαίνετε να διαβάσετε λίγη ToniMorrison.[15]
Όπως ήταν αναμενόμενο, μόνο ένας, ελάσσων, εκδοτικός οίκος στη Βρετανία ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση (και την πρόκληση) του2018 ως Έτους Δημοσίευσης Γυναικών.[16]H δε γνωστή συγγραφέας Lionel Shriver, η οποία επέλεξε, σημειωτέον, για τον εαυτό της ένα αντρικό ψευδώνυμο, αποκάλεσε την πρόταση της Shamshie «ανοησίες»—και κατά την ακρίβεια «σκουπίδι» (rubbish).[17]
Ευλόγως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ότι, στον δυτικό κόσμο, έχουν σημειωθεί ραγδαίες πρόοδοι γύρω από τη γυναικεία κατάσταση κατά τον 20ό αιώνα, σε σημείο που, διεκδικήσεις, όπως αυτή της Shamsie, φαντάζουν, για μερικούς,άτοπες ή παρωχημένες. Το Γυναικείο κίνημα του ’70 και ειδικότερα οι θεωρίες του Γαλλικού φεμινισμού περί «γυναικείας γραφής»,[18] όπως και η ίδρυση φεμινιστικών περιοδικών και γυναικείων εκδοτικών, δημιούργησαν δομές αλληλεγγύης και έδωσαν ορίζοντες διαφυγής σε πολλές γυναίκες συγγραφείς, που είδαν σ’αυτές τις εξελίξεις μια επαναστατική προοπτική και μια δίοδο απελευθέρωσης. Η συνακόλουθη διάχυση των ιδεών αυτών στον ακαδημαϊκό χώρο και η διάνοιξη νέων τμημάτων γύρω από τους χώρους των Σπουδών Φύλων, των Γυναικείων Σπουδών ή της Φεμινιστικής και Πολιτισμικής Θεωρίας μάς έδωσαν νέα μεθοδολογικά εργαλεία, κριτικές έννοιες και φεμινιστική προοπτική, που διανοίγουν έναν γόνιμο διάλογο με τη δημόσια σφαίρα γύρω από ζητήματα υποκειμενικότητας και πολιτικών δικαιωμάτων.
Στην Ελλάδα, οι γυναίκες συγγραφείς, ειδικά στον χώρο της πεζογραφίας,πέτυχαν μια εντυπωσιακήείσοδο κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, αποδεικνύοντας ότι το ζήτημα της γλώσσας δεν μπορεί να αποκοπεί από τα ζητήματα του φύλου και της εξουσίας.[19] Η μαζική αυτή έλευση γυναικών στη γραφή, σύμφυτη με το β΄ κύμα φεμινισμού, υπήρξε κατεξοχήν πολιτική, θέτοντας τα θεμέλια για μια δυναμική γυναικεία λογοτεχνική παράδοση, ελληνική και ξένη, πάνω στην οποία οι νέες γενιές μπορούν πλέον να πατήσουν και να χτίσουν. Όπως παρατηρεί η KarenVanDyck στην πρόσφατη ανθολογία της, οι γυναίκες που γράφουν σήμερα στην Ελλάδα είναι περισσότερες παρά ποτέ.[20]Οι γυναίκες κάνουνπλέον αισθητή την ανεξαρτησία τους σε όλους τους τομείς, δίνοντας την εντύπωση ότι ζητήματα που αφορούν στο φύλο δεν χρήζουν πλέον της προσοχής μας.
Παρ’όλα αυτά—και παρά τον θεσμικό λόγο περί ισότητας—, το οικονομικό, εργασιακό και κοινωνικό χάσμα ανάμεσα στα δύο φύλα, σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο,εξακολουθεί να υφίσταται. Παράλληλα σημειώνεται η απουσία ικανού αριθμού γυναικών από τα podium της οικογενειακής φωτογραφίας των αρχηγών κρατών, οι οποίοι ορίζουν τις τύχες ενός πλανήτη που φλέγεται, ενόσω εμάς (και τα δελτία ειδήσεων) απασχολεί σε ποιον οίκο ντύνεται η γαλλίδα πρώτη κυρία ή ποιο σχολείο ή κοινωφελές ίδρυμα επισκέφτηκε η πρώτη κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι τομείς ή χώροι, όπου το όνομα των γυναικών, ευτυχώς, απουσιάζει. Orlando, Las Vegas, Parkland, SantaFe: Καμιά γυναίκα δεν απαντά στη λίστα των σειριακών δολοφόνων που σφαγιάζουν τα αμερικανικά σχολεία, ούτε και στα ιθύνοντα μυαλά της διεθνούς τρομοκρατίας. Κι όμως, κανείς δεν μοιάζει να διερωτάται γιατί η κουλτούρα του ανδρισμού είναι συμπτωματική (εάν όχι σύμφυτη) με έναν πολιτισμό κατεξοχήν μιλιταριστικό και σεξουαλικοποιημένο, από τα βιντεοπαιχνίδια και τον κινηματογράφο, μέχρι τον Πόλεμο των Άστρων, τις Σταυροφορίες στη Μέση Ανατολή ή και την πρόσφατη (φαλλικού τύπου) αμερικανο-κορεατική συζήτηση για το ποιος έχει το πιο μεγάλο…πυρηνικό κουμπί.
Η λογοτεχνία και η κριτική που πιάνει τον σφυγμό της εποχής δεν μπορεί να παραμένει—συνειδητά ή και ασυνείδητα—αμέτοχη απέναντι στους τρόπους με τους οποίους το φύλο σήμερα διαπλέκεται άμεσα με οικονομικά, πολιτικά, θρησκευτικά και φυλετικά ζητήματα. Από τις αρχές της νέας χιλιετίας και του Πολέμου κατά(;) του Τρόμου, γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες μιας ούτω καλούμενης «γυνοεθνικιστικής» (femonationalist[21]) ρητορικής, η οποία επικαλείται αγώνες που γίνονται στο όνομα των γυναικών για σκοπούς αλλότριους. Η σαρωτική πραγματικότητα των έκρυθμων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών και οι συνακόλουθες ραγδαίες δημογραφικές αλλαγές αναβιώνουν τις πλέον μύχιες, απωθημένες φοβίες μας γύρω από ό,τι μοιάζει να επιστρέφει και να απειλεί την υποτιθέμενη ενότητα και συνοχή του εαυτού. Η μαζικότητα και η ένταση των φαινομένων αυτών τείνουν να μεταφράζονται υπεραπλουστευτικά ως «σύγκρουση πολιτισμών» (ή clash), το οποίο εύκολα καθίσταται εργαλείο σεξιστικών, ρατσιστικών και ομοφοβικών αντιλήψεων που εδράζονται σε φασματικές κατηγορίες εθνικής—ωςβιολογικής—ομοιογένειας. H κρίση ανεκτικότητας και πολυμερισμού των δυτικών δημοκρατιών, η εργαλειοποίηση του φύλου στο χωνευτήρι ενός προστατευτισμού γεωγραφίας και ψυχών τρέφει συστηματικά την προϊούσαλαϊκιστική, νεο-οριενταλιστική αφήγηση, η οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος στο ευρωπαϊκό και εθνικά κοινοβούλια, διεμβολίζοντας επικίνδυνα την παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Παρ’όλα αυτά, τόσο στον ακαδημαϊκό χώρο, όσο και στην κυρίως κουλτούρα, ζητήματα που αφορούν το φύλο, είτε ως ιστορία είτε ως αναγκαία—ακόμη—διεκδίκηση είτε αγνοούνται, είτε χλευάζονται, είτε παραγνωρίζονται. Στις νεοφώτιστες δε λαϊκιστικές ατζέντες, τα προγράμματα των Σπουδών Φύλου κρίνονται απειλητικά—έως επικίνδυνα—για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Οι αντιδράσεις αυτές συνοδεύονται, τόσο σε διεθνή fora, όσο και σε καθημερινές συζητήσεις, από ένα απενοχοποιημένο λεξιλόγιο βίας και αποκλεισμού γύρω από ζητήματα που αφορούν στο φύλο, τη φυλή, την εθνότητα και τη σεξουαλικότητα, τα οποία παρέμεναν, για καιρό, πίσω από τις «κλειστές πόρτες» των πολιτικών άκρων ή στα χειρότερα, οργουελικά μας σενάρια φαντασίας. Περισσότερο δε, οι σκληροπυρηνικές αυτές μερίδες αισθάνονται να πλήττονται από τον κλονισμό της πυρηνικής οικογένειας και των παραδοσιακών αξιών, οι οποίες προϋποθέτουν έναν αμιγώς αναπαραγωγικό ρόλο για τη γυναίκα ως μητέρας, καλής νοικοκυράς και φορέα δημογραφικής ανάπτυξης.Απορρίπτοντας, επιπλέον, την «ψευδοεπιστημονική», «διαστροφική» ιδεολογία των Σπουδών Φύλου, όπως συχνά την αποκαλούν, τα πολιτικά αυτά προγράμματα βάλλουν αδιακρίτως σεξιστικά, ρατσιστικά και ομοφοβικά κατά των πολιτικών που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση γύρω από στοιχειώδεις ελευθερίες, αντιπροβάλλοντας μια θεοκρατική («φυσική» και «ηθική» τάξη) πραγμάτων, «μία» και αδιαίρετη. Απηχώντας ετεροκανονιστικές βιοπολιτικές, περιφρονώντας, επιπλέον, τις θεσμικές, ιστορικές και λογοθετικές διαδικασίες οι οποίες εμπλέκονται στη διαμόρφωση της ταυτότητας φύλου και της ταυτότητας εν γένει, οι θέσεις αυτές μαρτυρούν μια γενικευμένη άγνοια γύρω από το εξαιρετικά ευρύ και μεθοδολογικά ετερογενές, διεπιστημονικό πεδίο που συνιστούν οι Σπουδές Φύλου.
Στον εκσυγχρονισμένο, εντούτοις, κόσμο μας, το φύλο μοιάζει να τίθεται συχνά υπό συζήτηση λες και αφορά αποκλειστικά σε κάποια υπανάπτυκτη μόνο περιοχή του πλανήτη, και όχι σε μάχες και εντάσεις που βρίσκονται μπροστά μας και δίπλα μας και μέσα μας. Περισσότερο, θα λέγαμε, εκπλήσσει η ασφάλεια με την οποία εκφράζονται οι ίδιες οι γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια, που θεωρούν ότι η ελευθερία που κληρονόμησαν είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη, και όχι προσωρινή κατάκτηση μιας μάχης που μαίνεται και που τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση.
Το δε κίνημα της γυναικείας γραφής, όπως και ποικίλες πολιτικές της ταυτότητας, υποχωρούν πλέον υπό το βάρος του μεταδομισμού και της καταλυτικής επιρροής στοχαστών όπως η DonnaHarawayκαι η JudithButler.[22]Εάν η πρόσβαση στο βιολογικό φύλο (και την υλικότητα εν γένει) διαμεσολαβείται πάντοτε από μια σειρά λόγων και τεχνολογιών, αν το σώμα έρχεται ήδη ερμηνευμένο, ορισμένο, (καθ)ορισμένο και (επικαθ)ορισμένο, πώς μπορούμε να μιλάμε για «γυναίκες» και «άντρες» που να λαμβάνουν μια οντολογική θέση έξωαπό τη γλώσσα και τονπολιτισμό;[23]Υπό το φως των θεωριών αυτών, η ιδέα μιας «γυναικείας γραφής» μοιάζει να επανουσιοποιεί τη γυναίκα κάτω από την καθολικευτική παντιέρατης κοινότητας του «δεύτερου φύλου».Παρότι οι αναφορές του Γαλλικού φεμινισμού στη «γυναίκα» ή τη «γυναικεία γραφή» δεν αφορούν ποτέ σε μια συνεκτική ενότητα εαυτού, πριμοδοτώντας την αποκέντρωση, την πολλαπλότητα, αλλά και την ετερότητα εντός του ίδιου του υποκειμένου, απρόσεκτες κριτικές αναγνώσεις τρίτωνή αμφιλεγόμενες διατυπώσεις των ίδιων των εισηγητών αυτών των θεωριών οδηγούν αναπόφευκτα σε ντετερμινιστικές, ουσιοκρατικέςερμηνείες.
Με αναφορά στο θεωρητικό κλίμα που οδήγησε σταδιακά στην απομάκρυνση θεωρητικών, κριτικών και συγγραφέωναπό τηδιασύνδεση ανάμεσα στη γυναίκα και τη γραφή,η επιφανής κριτικός TorilMoi, προωθώντας τη μπωβουαριανή θεώρηση μιας ενσώματης (συγγραφικής) υποκειμενικότητας,επισημαίνει τις απορίες στις οποίες μας έχει οδηγήσειη θεωρία,με αναφορά, κατά κύριο λόγο, στο περίφημο δοκίμιο του RolandBarthes «Ο θάνατος του συγγραφέα» (Lamortdel’auteur) (1968). «Το αποτέλεσμα», γράφει η Moi, «είναι ένα είδος διανοητικής σχιζοφρένειας, με το ένα μέρος του εγκεφάλου να εξακολουθεί να διαβάζει γυναίκες συγγραφείς, ενώ το άλλο συνεχίζει να πιστεύει ότι ο συγγραφέας είναι νεκρός και η έννοια “γυναίκα” είναι θεωρητικά αμφιλεγόμενη».[24]Υπό το βάρος του στίγματος, πολλές γυναίκες συγγραφείς αποποιούνται απολογητικά—έως εντελώς απορριπτικά—την ετικέτα της «γυναίκας-συγγραφέα», απολήγοντας, όπως σημειώνει η Μoi,σε έναν «αποξενωτικό διχασμό ανάμεσα στο φύλο και την ανθρωπινότητά τ[ου]ς».[25]Αναλύοντας, επιπλέον, τη δήλωση «Δεν είμαι γυναίκα συγγραφέας» ως επιτελεστικό εκφώνημα, ως γλωσσική δηλαδή πράξη η οποία φέρνει σε φως την πραγματικότητα που ονομάζει—χρησιμοποιώντας,ουσιαστικά, ανατρεπτικά την ίδια την αιχμή του δόρατος της μπατλερικήςθεωρίας—η Μoiπαρατηρεί πως η φράση θεσπίζει την πραγματικότητα «γυναίκα» ως μη θηλυκό ανθρώπινο ον, γεγονός που αγγίζει τα όρια της παραδοξολογίας.Το να φτάνει η γυναίκα στο σημείο να δηλώσει «Δεν είμαι γυναίκα συγγραφέας», συμπληρώνει η Μoi, πάντα προκύπτει ως «απάντηση απέναντι σε μία πρόκληση, η οποία προέρχεται συνήθως από κάποιον που προσπάθησε να στρέψει το φύλο της (βιολογικό ή κοινωνικό) εναντίον της».[26]Ακολουθώντας το νήμα της Moi, εάνέχουμε να κάνουμε με αυτού του αμυντικού τύπου επιτελεστικά εκφωνήματα, η έννοια της «γυναίκας–συγγραφέα» δεν αφορά τόσοστο να ψάξουμε να βρούμε τη «γυναίκα» πίσω απ’τη συγγραφέα—Ferrante, E.L. James ή J.K. Rowling—αλλά στο να ψάξουμε να βρούμε την πρόκληση.
Η προασπιστής της γυνοκριτικής παράδοσης NancyK. Miller στήνει, με ριζοσπαστικότερο ύφος, απέναντι στην ιδέα του «Νεκρoύ Συγγραφέα», την πολιτισμική ζωτικότητα φεμινιστικών συγγραφικών (και αναγνωστικών) υποκειμένων.[27]Ακόμα και η ίδια ηButler, με τις αναμενόμενες—και εύλογές της—επιφυλάξεις απέναντι σε κάθε μεταφυσική, βρίσκει μια πολιτική χρησιμότητα—αν όχι «αναγκαιότητα», σύμφωνα με δική της διατύπωση—για τις φεμινιστικές ατζέντες στο να μιλά κανείς σήμερα «ως γυναίκα και για τις γυναίκες»,[28] δεδομένου ότι ο φεμινισμός αναγνωρίζει την «οντολογική ανεπάρκεια»[29] της έννοιας «γυναίκα» και δεν εδράζεται πάνω σε μια νέα περιοχή αποκλεισμού και αποκειμενοποίησης. Παρόμοιες σκέψεις γύρω από την ανάγκη μιας «στρατηγικής ουσιοκρατίας» για σκοπούς αλληλεγγύης και φεμινιστικών διεκδικήσεων εξέφρασαν σημαίνουσες προσωπικότητες του μεταδομισμού όπως η Gayatri Spivak[30] από τον χώρο των μετα-αποικιακών σπουδών και η JuliaKristeva[31] από τον χώρο της ψυχανάλυσης. «Την ώρα της χειραφέτησής τους», γράφει η SimonedeBeauvoir, «οι γυναίκες έχουν ανάγκη να γράψουν τις δικές τους ιστορίες».[32]
Περιχαρακωμένη σε ορισμούς ως κάτι ανάμεσα στη μετριότητα και την κατάχρηση, ένας ύμνος στη «διαφορά» ή στην εκ βάθρων απαλοιφή της, η «γυναικεία γραφή» («η γραφή γυναικών» ή«το έργο γυναικών συγγραφέων», αν θέλουμε να αποδαιμονοποιήσουμε τον όρο) μπορεί να είναι κλειστή και περιοριστική,όσο και δυναμική και απελευθερωτική. Μπορεί να καταστεί έννοια κριτική και χρηστική, εάν επιδιώκεται σε ένα λογοτεχνικό έργο—περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά—η έκθεση της γυναικείας κατάστασης εντός της υλικο-συμβολικής πραγματικότητας μιας ορισμένης εποχής. Μπορεί να προβάλλει ως αναγκαία, εάν πρόκειται να αποδοθεί στη γυναίκα ο απαραίτητος ιστορικός, κοινωνικός και πολιτισμικός χώρος επιβίωσης. Μπορεί να αποδεικνύεται ζωτική για συγγραφικά και αναγνωστικά υποκείμενα, ενόσω η λογοτεχνία θα αποτελεί δίοδο ανάγνωσης των πολιτισμικών μας εικόνων ή «κειμένων» και ενόσω θα εξακολουθεί να εκθέτει τους όρους κάτω από τους οποίους ορισμένες ζωές θεωρούνται αδιανόητες. Το να παραμένει κανείς σήμερα «ανώνυμος», «ψευδώνυμος» ή «γενικός» απέναντι στο ανθρώπινο αποτελεί μια αισθητική, αλλά σίγουρα όχι μια πολιτική επιλογή. Παραφράζοντας την Woolf, για το μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας ο Ανώνυμος υπήρξε πράγματι γυναίκα. Εκτός, κι αν αποφασίσει να πάρει την Ιστορία στα χέρια του.