You are currently viewing Δήμητρα Πλουσίου: ένα αφήγημα

Δήμητρα Πλουσίου: ένα αφήγημα

 Η ΓΙΑΓΙΑ

 

 Σωκράτους και Συνδίκα γωνία, στο ανώγειο, έμενε η γιαγιά. Σε μια τετραώροφη πολυκατοικία, που η ηλικία της ξεπερνούσε την πεντηκονταετία, απ’ αυτές τις γνωστές του ιστορικού ιστού της πόλης με ξεφτισμένους σοβάδες, λαδομπογιά και κουφώματα παλιά. Το διαμέρισμά της έβλεπε στους δύο κεντρικούς  και πολυσύχναστους δρόμους. Έτσι η γριά γυναίκα είχε τα όλα τα ερεθίσματα, ώστε να ξοδεύει τη μισή της μέρα- αν όχι όλη- παρακολουθώντας την κίνηση, τους ανθρώπους και να ευαρεστείται από τη φασαρία. Ναι, της άρεζε πολύ η φασαρία, γι’ αυτό άλλωστε και πολλές φορές την δημιουργούσε μόνη της. Από την ανατολή του ηλίου, μέχρι και τη δύση του, φώναζε και μάλωνε με όποιον περαστικό τής έδινε την «αφορμή»: κάτι στα ρούχα του, στην εμφάνισή του, το γεγονός ότι μιλούσε στο κινητό, ότι εκφραζόταν σε άλλη γλώσσα, ότι συνοδευόταν, όλα ενοχλούσαν τη γιαγιά και αυτό, όπως και η διαπεραστική φωνή της, που ήταν λες και μιλούσε μέσα από μεγάφωνο, την είχαν κάνει την καρικατούρα, το σήμα κατατεθέν, τόσο που όλοι στην περιοχή την γνώριζαν ως η «γιαγιά». Είχα και εγώ την εμπειρία μου μαζί της, όταν πρωτόφτασα στη γειτονιά. Τέσσερις πολυκατοικίες πιο πέρα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, μια γκαρσονιέρα του δευτέρου ορόφου στέγασε για ένα ολόκληρο καλοκαίρι τον έρωτά μου μ’ έναν απατεωνίσκο της κακιάς ώρας (θα σου πω άλλη φορά γι’ αυτό). Περνούσα τακτικά από το σπίτι της γιαγιάς, καθώς ήταν στο δρόμο μου, έτσι  ένα απόγευμα, καθώς περπατούσα, μ’ άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να φωνάζει λυσσασμένα: «Άτιμοι! Μάς βρωμίζετε και μιλάτε κιόλας από πάνω! Ξεκουμπιστείτε από ‘δω! Φύγετε να μην σας βλέπω! » και άλλα πολλά.  Χάρη στην ψυχραιμία μου και στην  άμεση επέμβαση των περαστικών, κατάφερα να ξεφύγω. «Έτσι κάνει αυτή, ηρέμησε» μου ‘ παν όλοι καθώς προσπαθούσαν να με συνεφέρουν απ’ αυτή την απροσδόκητη επίθεση. Τρέμοντας σύγκορμη, αναρωτιόμουν τι την πείραξε,  γιατί μου το ‘κανε αυτό. Έφταιγε, το ήξερα καλά, όμως από την άλλη σεβόμουν και τα χρόνια της. Μάλλον θα ‘χε κάποιο πρόβλημα, αυτό σκέφτηκα. Έτσι το ξεπέρασα γρήγορα και πήρα τις προφυλάξεις μου. Από τότε, περπατούσα πάντα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Αυτή όμως δε σταματούσε με τίποτα. Έβρισκε πάντα κάποιον να εκτονώνει τα νεύρα της. Είχα παρατηρήσει πως ειδικά τα μεσημέρια εκστασιαζόταν. Φώναζε και έριχνε κατάρες, δίνοντας ρεσιτάλ βωμολοχίας. Μπορώ να πω πως είχε ιδιαίτερη αδυναμία στους εργάτες του δήμου, τους αλλοδαπούς και τις γυναίκες- όλες, ανεξαιρέτως.  Αυτοί αντιδρούσαν ποικιλοτρόπως: άλλοι της φώναζαν να σκάσει, άλλοι έμπαιναν σε συζήτηση και προσπαθούσαν να τη συνετίσουν, άλλοι ζητούσαν τα ρέστα και άλλοι δεν της έδιναν σημασία. «Τι της φταίει και κάνει έτσι;» ρώτησα ένα βράδυ τον περιπτερά της γειτονιάς. «Δεν έχει κανέναν άνθρωπο να την δει, να την ηρεμήσει, κάποιος να βρεθεί να της δώσει ένα ηρεμιστικό να σταματήσει να τρομοκρατεί τον κόσμο; ». «Α, μόνη της είναι » μου απάντησε. «Η υπηρεσία του δήμου της φέρνει ένα πιάτο φαγητό και τη βοηθάει σε   ό, τι άλλο χρειαστεί. Τώωρα θα την μάθουμε τη γιαγιά; Είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια είμαι σ’ αυτήν τη γειτονιά, κάθε μέρα, έτσι την θυμήθηκα! Έχει κι αυτήν την τρέλα της! Δεν είναι πως το ‘χει και τελείως χαμένο, αν πας να της μιλήσεις δεν την ξεγελάς, αλλά να …  γνωστικός είσαι όταν μαλώνεις με όλον τον κόσμο, όλη μέρα, κάθε μέρα γριά γυναίκα; Αλλά ποιος νοιάζεται!». Πάλευα να κατανοήσω τη συμπεριφορά της, ώστε να κρατήσω μια ακέραιη, σταθερή στάση απέναντί της. Από τη μία οι φωνές της, το μαλλιοτράβηγμα, από την άλλη τα γηρατειά της, η μοναξιά, τα χρόνια πίσω της… Ένα πρωί και ενώ καθόμουν στο μπαλκόνι, έγινα μάρτυρας ενός ακόμη επεισοδίου της. Ένας μεσήλικας άντρας- γνώριμη φάτσα, μάλλον της περιοχής κι αυτός- έσπρωχνε το αναπηρικό καρότσι ενός αγοριού με εμφανείς δυσπλασίες.  Πέρασε μπροστά από το μπαλκόνι της γριάς. Αυτή άρχισε να φωνάζει, να κοροϊδεύει το αγόρι για τις ικανότητές  του και να εκτοξεύει κατάρες. Ο μικρός άρχισε τότε να χτυπάει το κορμί του δεξιά και αριστερά από το φόβο του. Ο άντρας που το συνόδευε ξέσπασε, δεν άντεξε και η φωνή του απλώθηκε και σκέπασε κάθε άλλο ήχο: «Καλά δεν ντρέπεσαι; Λίγη τσίπα δεν έχεις πάνω σου; Γυναίκα είσαι εσύ; Ούτε λιμενεργάτες δε μιλάνε έτσι! Πότε θα το βουλώσεις πια; Μάς έχεις κουράσει όλους! Έλεος πια! Έλεος! Βούλωσέ το, που θα μου αντιμιλήσεις κιόλας! Μη μου υψώνεις εμένα τη φωνή! Τ’ ακούς; Δεν περνάνε αυτά σε μένα! Δε σε σέβομαι όπως δε με σέβεσαι! Σκάσε πια! Δε ντρέπεσαι να μου τρομάζεις και να μου στεναχωρείς το παιδί; Για μένα πες ό, τι θες, όχι όμως γι’ αυτό! Δε ντρέπεσαι; Αλλά ξέρω γιατί κάνεις έτσι! Δεν έχεις παιδί, δεν έγινες ποτέ σου μάνα, γι’ αυτό!». Επικράτησε σιωπή. Ο άντρας  στάθηκε, πήρε μια βαθειά ανάσα κι έπειτα μιλώντας γλυκά, απαλά στο παιδί, συνέχισε το δρόμο του. Η γιαγιά, άλαλη πια, σηκώθηκε και αργά- αργά μπήκε στο καμαράκι της. Για όλη την υπόλοιπη μέρα δεν ακούστηκε. Τις επόμενες δυο- τρεις μέρες δε φάνηκε καθόλου στο μπαλκόνι της. Η γειτονιά είχε ησυχάσει από τη φασαρία της, τον σκληρό εκείνο και αμείλικτο θόρυβο. Ύστερα από λίγες μέρες έφυγα κι εγώ αιφνιδιαστικά από εκείνο το σπίτι . Δεν ξέρω τι  απέγινε…    

 

 

Βιογραφικό σημείωμα:

 

Γεννήθηκα το 1992. Σπούδασα στο τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. και εργάζομαι ως παιδαγωγός-φιλόλογος. Κείμενά μου έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά όπως Φρέαρ, Χάρτης, Θράκα, Μονόκλ, Fractal, ενώ το διήγημά μου “Τίποτα” βραβεύτηκε στο δεύτερο διαγωνισμό διηγήματος του Ιανού, “Αντιθέσεις” .

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.