Ένα τερατώδες αλλά υγρό λουλούδι
μπλέκεται στα πνευμόνια μου, πλέκεται στην καρδιά μου
έρπει ως το λαιμό μου
και σαν χταπόδι βυζαίνει τη γλώσσα μου.
Το φύτεψες χαρούμενα πέρσι το καλοκαίρι
και το άφησα να ριζώσει δίπλα στη βραδινή μου ελπίδα,
δίχως να ξέρω πως θα γίνει μεγαλύτερο από μένα,
και μέσα μου θα εκραγεί φέτος το Μάρτη.
Όλο το χειμώνα,καθώς να το μικρύνω προσπαθούσα,
το ένιωθα να μεγαλώνει.
Μα φυσικά ποτέ μου δε σου μίλησα γι αυτό,
γιατί η διαύγειά μου ήταν απαίσια μάλλον
κι ένιωσα υποχρεωμένη να έχω στο νου μου τη δική σου.
Τώρα που έφυγες για πάντα,
γιατί δεν μαραίνεται αυτό το φυτό;
Προσπαθώ να το αποδιώξω.
Καταπίνω πέτρες.
Καταπίνω φιαλίδια λεπτά
με σταυρωμένα κοκάλα ζωγραφισμένα πάνω τους.
Όμως εκείνο τρέφεται με το υγρό τους διάλυμα.
Ανάβω σπίρτα και τα βάζω στο στόμα μου
και τα δόντια μου λιώνουν αλλά η πρασινάδα συνεχίζει να συρίζει.
Πίνω αίμα από τους καρπούς μου
και το πράσινο γλιστράει σαν βραχιόλι.
Δε θα μπορούσε κάποιος φύλακας
να το ισοπεδώσει εαν γυρνούσα μέσα έξω για μία ώρα;
Το λουλούδι, αυτός ο πολτός, το αχυρένιο παραγέμισμα,
με νίκησε, με έχει.
Αδύνατο είναι προφανώς να σκοτωθώ ή να το σκοτώσω.
Βήχω. Παλεύω ν’ αναπνεύσω. Το νιώθω να εισέρχεται
στις ρινικές κοιλότητες, στο ιγμόρειο, στο κάτω και στο άνω
και άρα στον εγκέφαλο, από τα μάτια μου αναβλύζει,
πρέπει να βρω έναν χειρουργό να το αφαιρέσει με νυστέρι, να το κάψει,
όπως σε κάποιους βίαιους επιληπτικούς.
Γρήγορα να καλέσω κάποιον πριν εκραγώ!
Θα μάντευες την ύπαρξή του
αν με έβλεπες στη λεωφόρο να λικνίζομαι
με το μακρύ μαύρο παλτό μου, με γούνινη κουκούλα
και τη μακριά ροζ φούστα μου να ξεπηδά σε κάθε βήμα;
Θα μάντευες πως κάτω απ’ το παλτό, το ροζ, το σουτιέν, το εσώρουχο,
στις εσοχές όπου γονάτισε η αγάπη
ένα φυτό που βήχει μου προκαλεί ασφυξία;
Μήπως γίνομαι απάνθρωπη
και πρέπει ίσως να δεχτώ τη φυσική του τάξη;
Μήπως γίνομαι κομμάτι του πράσινου κόσμου
κι από το στόμα μου ξεπεταχτεί ένα τριαντάφυλλο;
Περαστικέ διαβάτη, άσε με να το κόψω με τα δόντια, να σ’ το φτύσω
κι εσύ να πεις «Τι ωραίο!» και να μου γνέψεις «φχαριστώ»,
να περπατήσεις τρία τετράγωνα ως τη γυναίκα που αγαπάς
κι εκείνη στο αφτί της να το βάλει
χωρίς να ξέρει πως αυτό μες το αφτί της να γλιστρήσει,
στομυαλό, να την τρελάνει.
Τότε θα γίνει σαν κι εμένα κι αυτή,
μια κούκλα ροζ και παραγεμισμένη με φρενιασμένο πράσινο .