Διαβάζω ένα λογοτεχνικό έργο σημαίνει ότι το μεταφράζω (με λεξικό τις εμπειρίες μου). Αλλά, καθώς οι εμπειρίες των αναγνωστών ποτέ δεν είναι ακριβώς οι ίδιες, μπορεί να προκύψουν ποικίλες αναγνώσεις-μεταφράσεις[1]: καλές ή κακές, σωστές ή λανθασμένες, κατά λέξη μεταφράσεις ή παραφράσεις.
Δεν ξέρω αν θα αποδειχθώ δόκιμη ή αδόκιμη μεταφράστρια, αλλά παρουσιάζοντας τα διηγήματα της Μαρίας Ράμμου, θα καταθέσω κάποιες σκέψεις που γεννήθηκαν μέσα από τη δική μου ανάγνωση – μετάφραση του έργου της.
Τη Μαρία την ξέρω από χρόνια, από τη Σχολή. Έχω μελετήσει τη διατριβή της, άρα έχω δοκιμάσει τον σαφή ακαδημαϊκό της λόγο, που προκύπτει από τις εμπεδωμένες γνώσεις της τής αρχαίας γραμματείας. Έχω διαβάσει, επίσης, τα ποιήματά της, τη συλλογή με τίτλο «Η Χίμαιρα δεν είναι μακριά» που δημοσιεύτηκε 10 χρόνια πριν, το 2012, άρα την έχω γνωρίσει ως ποιήτρια και τώρα την γνωρίζω και ως πεζογράφο/ διηγηματογράφο.
Η γραφή της προφανώς αλλάζει, υπακούοντας κάθε φορά σε διαφορετικούς ειδολογικούς κανόνες. Όμως, ακόμα κι αν μου είχαν παραδοθεί τα διηγήματά της ανώνυμα, δύο πράγματα θα μπορούσα να υποστηρίξω με βεβαιότητα: ότι ο/η συγγραφέας της «Προσωπογραφίας του Κρεγκ» έχει κλασική παιδεία και, επίσης, ότι, μολονότι πεζογράφος, είναι ολοφάνερο ότι έχει ποιητικές καταβολές.
Την Προσωπογραφία του Κρεγκ συνθέτουν 21 διηγήματα, από τα οποία κάποια ολοκληρώνονται μέσα σε λίγες σελίδες (το εκτενέστερο, Τα πέντε καντήλια, καλύπτει 14 σελίδες), κάποια σε μία και μόνη σελίδα, και η «αδρεναλίνη», ταλαντευόμενη ανάμεσα σε ποίηση και πεζογραφία, ολοκληρώνεται με μόλις 13 λέξεις. Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση κυριαρχεί ο διάλογος, τεχνική που προσδίδει θεατρικότητα και ένταση και επιταχύνει τη ροή .
Βασικό θέμα των διηγημάτων οι μνήμες: μνήμες αναθεματισμένες (η προσωπογραφία του Κρέγκ), μνήμες που πνίγουν, μνήμες καταραμένες που φυλακίζουν (ακάθαρτη μνήμη), μνήμες που πονούν και σκίζουν την καρδιά (Ο λύκος), άθλιες μνήμες, επώδυνες, μνήμες Ερινύες (η Χαρτορίχτρα), μνήμες βαρίδια (η κρύπτη). Πρόκειται για μνήμες βιωμάτων τραυματικών, τα οποία προσδιόρισαν την ύπαρξη των πρωταγωνιστών, μνήμες που εντέλει έγιναν οι τύραννοι της ζωής τους, την ανέστειλαν, την πισωγύρισαν και τους οδήγησαν στην απόγνωση.
Αφορμώμενη από τις μνήμες αυτές, η πλοκή των διηγημάτων – δύο από τα οποία ενσωματώνουν στον τίτλο τους τη λέξη μνήμη (ακάθαρτη μνήμη και η μνήμη της καραβίδας)- οργανώνεται γύρω από τον αγώνα των πρωταγωνιστών να απαλλαγούν από την τυραννία της ανάμνησης, η οποία, διαρκώς επανερχόμενη, βαραίνει περισσότερο κι από τα ίδια τα βιώματα (Η Χαρτορίχτρα: [μιλούν οι μνήμες] «Όταν μας ζούσατε, πριν γίνουμε μνήμες, πώς αντέχατε;’»).
Οι πρωταγωνιστές του ζοφερού αυτού κόσμου, που ορίζεται από μνήμες τραυματικές, είναι κι ίδιοι υπάρξεις ψυχικά τραυματισμένες, κάποτε και σωματικά, χαρακτήρες ωστόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, προερχόμενοι από διαφορετικά περιβάλλοντα: ναύτες, εργάτες ορυχείων, νοικοκυρές, αγρότες, επίδοξοι συγγραφείς, τρόφιμοι γηροκομείου.
Το σκηνικό των διηγημάτων είναι άλλοτε ρεαλιστικό (το πλοίο, το ορυχείο, οικείες αστικές, ο «ελληνικός ανερμάτιστος επαρχιακός βούρκος» ) και άλλοτε φανταστικό, απροσδιόριστο ( π.χ. στον Αυτοκαταστροφικό λωποδύτη).
Το πρώτο διήγημα, Η προσωπογραφία του Κρεγκ, δίνει τον τίτλο του σε ολόκληρη τη συλλογή των διηγημάτων.
Ο Κρεγκ, «ένας μυστήριος, βραβευμένος συγγραφέας που ξεψύχησε νέος, λίγο πριν ολοκληρώσει τα απομνημονεύματά του», είναι ο πρωταγωνιστής των δύο πρώτων διηγημάτων, της «Προσωπογραφίας» και του «Εγώ ο Κρεγκ». Σ’ αυτό το δεύτερο διήγημα, ο Κρεγκ «ζωγραφίζει» ο ίδιος την (αυτό)προσωπογραφία του, χρησιμοποιώντας τα υλικά της τέχνης του, τις λέξεις: «Ήμουν για όλους ο Κρεγκ με τους μαύρους κύκλους στα μάτια και το σφικτά δεμένο κόκκινο κασκόλ με την παλιά καρφίτσα του πατέρα μου, που περπατούσα σκυφτός σαν να κρύβω κάτι. Ίσως κρυβόμουν, γιατί βαρέθηκα να με βρίσκουν οι μνήμες μου.»
Την (αυτο;)-προσωπογραφία του Κρέγκ κερδίζει ως έπαθλο σε διαγωνισμό ποίησης ένας φέρελπις λογοτέχνης, ποιητής και πεζογράφος. Η κατοχή του πίνακα τον μεταβάλλει σε προστατευόμενο του Κρέγκ, σε συνεχιστή του ημιτελούς έργου του. Οι νοερές, σουρεαλιστικές συζητήσεις Κρέγκ και κατόχου της προσωπογραφίας αναδεικνύουν τον καταλυτικό ρόλο του πρώτου (του Κρεγκ) μέσα στη συλλογή: ο Κρεγκ χρίζει τον νεαρό λογοτέχνη απελευθερωτή της παγιδευμένης σκέψης του και του δίνει γρίφους που πρέπει να λύσει. Η λύση κάθε γρίφου γίνεται η κινητήρια δύναμη για να αφηγηθεί ο χρισμένος διάδοχός του μια καινούργια ιστορία, ένα νέο διήγημα. Έτσι, η προσωπογραφία δίνει ζωή σε νέους χαρακτήρες αλλά μέσω αυτών αποκτά και η ίδια ζωή. «Η προσωπογραφία ρουφούσε το αίμα της σκέψης μου και ήθελε ν’ ανακτήσει κι άλλο, για να κυλήσει στις δικές του φλέβες.» Ο Κρεγκ μοιάζει να αναλαμβάνει ρόλο Μούσας (θεάς της μνήμης, της έμπνευσης και της έκφρασης), γίνεται η έμπνευση, η οποία ωθεί στη λογοτεχνική δημιουργία. Υπαγορεύει το θέμα, την επώδυνη μνήμη. Όχι, όμως, μόνον αυτό. Το «ψυχεδελικό μυαλό του Κρεγκ» [“Κάθε βράδυ έπλεα στο ψυχεδελικό μυαλό του πρόωρα χαμένου ποιητή”], δίνει πνοή σε έναν κόσμο που αιωρείται ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό, ανάμεσα στις αισθήσεις και τις παραισθήσεις, έναν κόσμο που με τα ασαφή όριά του αφήνει τελείως ελεύθερες τις ψυχές να εκδηλωθούν. Τις ψυχές των πρωταγωνιστών πρωτίστως και ίσως, μέσω αυτών, και την ψυχή του συγγραφέα.
Τα δύο πρώτα διηγήματα, Η προσωπογραφία του Κρέγκ και Εγώ ο Κρέγκ (η αυτοπροσωπογραφία του) παραδίδουν στον αναγνώστη το κλειδί για το εργαστήρι του δημιουργού: εδώ, ο αναγνώστης ανακαλύπτει το θέμα, τη μνήμη, την πρώτη ύλη, τις λέξεις, αλλά και το ύφος, τους τρόπους με τους οποίους οι λέξεις θα δώσουν μορφή στο θέμα.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο τίτλος της συλλογής δεν συνδέεται αποκλειστικά με τα δύο «εισαγωγικά» διηγήματα, αλλά και με το σύνολό τους, όχι μόνο θεματικά αλλά και υφολογικά.
Η προσωπογραφία, όπως και η μνήμη, είναι προσφιλή μοτίβα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. [Μέσα στο κείμενο , στο διήγημα «Τα πέντε καντήλια», γίνεται έμμεση αναφορά σε δύο εμβληματικά για τα παραπάνω θέματα έργα, στο «πορτρέτο του καλλιτέχνη» του Τζόυς και στο «αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ: « Παιχνίδια δύναμης ασκούσαν [τα καντήλια] στο μυαλό μου, Προυστ ενώπιον Τζόις. Για να δούμε ποιος είναι ισχυρότερος.»]
Τα λογοτεχνικά θέματα, ωστόσο, είναι πεπερασμένα και διαρκώς ανακυκλώνονται, επομένως, ο λογοτέχνης δεν έχει τη δυνατότητα να διακριθεί με αποκλειστικό γνώμονα την απόλυτη πρωτοτυπία του θέματος. Ο ιδιαίτερος όμως χειρισμός ενός θέματος, η δομή, η πλοκή και το ύφος είναι αυτά που αναδεικνύουν ένα λογοτέχνημα. Αλλά και ανάμεσα σ’ αυτά το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι το ύφος. Ο προσωπικός τόνος, η ιδιαίτερη φωνή του λογοτέχνη, εφόσον υπάρχει, είναι αυτή που κάνει ένα έργο να ξεχωρίσει.
Το ύφος των διηγημάτων της Μαρίας είναι ιδιαίτερο, ιδιόρρυθμο (όπως του Κρεγκ): ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στο απλό και το σύνθετο, το «ισχνό», λιτό ύφος του καθημερινού λόγου, και το «υψηλό», το ρητορικό, το πληθωρικό. Είναι ένα κράμα ποιητικού και πεζού λόγου.
Παραδείγματα από τα κείμενα
(Εγώ ο Κρεγκ) “Εκείνη έφυγε νωρίς και σημάδεψε πατόκορφα τη γραφή μου. Της έβαζα με σύριγγες στην κοιλιά τα χάπια και την τροφή και ζητούσε να της διαβάζω τα ποιήματά μου, για να λειανθεί ο πόνος…. Δεν είχα όμως όρεξη ούτε να σκεφθώ, ούτε μπορούσα να μιλήσω… «Σ’ έβλεπα μάνα ξαπλωμένη στης λήθης το αδαμάντινο κατάστρωμα και γυμνός μονολογούσα. Η λύρα μου έστεκε ανέγγιχτη έναντι του τοίχου. Έψαλλε μόνη κι εσύ αμίλητη ερυθρίασες. Για τη γύμνια μου και την ωδή. [Ο χώρος δίπλα μου κενός. Κι όμως φαινόταν σαν κάποιος υπερφίαλος να κλέβει τη σκιά μου ή και τις ίδιες μου τις σκέψεις.] Πιστή συντροφιά μου οι αλάξευτοι ήχοι. Νιώθω γυμνός, αληθινός, έκθετος. Αλλά και τύψεις. Που γνέθω ακόμη μελωδίες σε νοερό αργαλειό, σκορπώντας γύρω σου λέξεις και πόνο χωρίς να παίζω τη λύρα, ενώ εσύ πιάνεσαι ανήμπορη στης σιωπής τα δίχτυα. ‘Αφέντη των ήχων και της μνήμης θωρακίσου’, με προειδοποίησαν, ‘Παράτολμη αλαζονεία η μυστική ωδή. Έρχεται να την πάρει. Ετοιμάσου. Το ρόπτρο χτύπησε βαρύ’ … Πήρα ένα ποτήρι να βάλω ουίσκι και το μολύβι μου κι άρχισα να γράφω τ’ απομνημονεύματά μου…”
Στο παραπάνω απόσπασμα πεζός, καθημερινός, λόγος και ποιητικός, λυρικός, συμπλέκονται. Οι σκέψεις του Κρεγκ μετουσιώνονται σε λυρική ωδή εξωθώντας την πραγματικότητα σε χώρο πέρα από αυτή την ίδια, μεταμορφώνοντας το ρεαλιστικό σε σουρεαλιστικό. Οι σκέψεις όμως ξαφνικά διακόπτονται και η αφήγηση προσγειώνει απότομα τον Κρεγκ αλλά και τον αναγνώστη στην πραγματικότητα.
Ένα άλλο παρόμοιο χωρίο, όπου το ποιητικό, ονειρικό, ξαφνικά μεταπίπτει στο πεζό, πραγματικό:
(Κώδικας Μπράιγ)…πάνω στην αγκαθωτή σανίδα, ανάμεσα στης μοναξιάς και της σιγής τους στύλους, στα σπαθωτά, κεντημένα σύμβολα. Μια μέρα ενώθηκαν στης γραφής την ύφανση οι μνήμες της και της άνοιξαν μονομιάς τα μάτια. «Γριούλα, λέγε γρήγορα, που κρύβεις τα τιμαλφή;»
(Αν έπρεπε να διαβάσω όλα τα χωρία με παρόμοιο ύφος, θα διάβαζα και ένα μεγάλο μέρος της συλλογής.)
Τον ποιητικό τόνο, που είναι εμφανής σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, ενισχύουν επιπλέον η πληθώρα επιθέτων και τα συχνά σχήματα λόγου που κοσμούν την αφήγηση:
Σταχυολογώ από τα διηγήματα:
τα φρεσκογυαλισμένα αστέρια / ακάθαρτα, ταξιδιάρικα νώτα τους (νώτα των πλοίων, από το διήγημα «Ακάθαρτη μνήμη» / Άυλες λεκτικές αναμετρήσεις. Κερένιοι αντίδικοι / Θολοί, πολέμιοι, λαδωμένοι νεκροί, (τα πέντε καντήλια)/ αδόξαστους άταφους νεκρούς (η χαρτορίχτρα)/ απλώνοντας την αλαβάστρινη αύρα τους στα αυλακωμένα πρόσωπα (γηροκομείο) (παρήχηση του α)/ κουρασμένη, γερασμένη και ευάλωτη, κλιμάκωση (ο παλμογράφος)/ Ονειροπόλοι, ματαιόδοξοι αυτοί Φαέθοντες (το βουνό που γέρασε επικίνδυνα)/ φιλόδοξος, ικανός και φιλότιμος φοιτητής φιλολογίας (Δαυίδ Κουτρούτσος).
‘Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής φωνής της Μαρίας είναι ότι συχνά ενσωματώνει οργανικά στην αφήγηση ψηφίδες της αρχαίας κλασικής γραμματείας, άλλοτε μεμονωμένες λέξεις (portentum) ή εκφράσεις (επί αλάστου [αλησμόνητου] πάγου) και άλλοτε ολόκληρα χωρία, όπως η ωδή του Κρεγκ. Τα χωρία αυτά, παρότι προσδιορίζονται ειδολογικά από τον αφηγητή [ο Κρεγκ μιλάει για ωδή, ενώ στο διήγημα «Δαυιδ Κουτρούτσος» οι διακειμενικές αναφορές δείχνουν την τραγωδία, «Βραδυκίνητη και θαμπωμένη χάνει τον δρόμο της, σβήνει στις ατραπούς της λήθης. Κι εγώ απέμεινα θρηνητικό κομμό, σαν άλλη Εκάβη, να ψάλλω για την άλωση της Τροίας”…], δεν είναι ούτε μετάφραση, ούτε διασκευή κάποιου συγκεκριμένου αρχαίου προτύπου. Πρόκειται για πρωτότυπα συνθέματα, για αναπλάσεις αρχαίων ποιητικών ειδών, εν προκειμένω της λυρικής ποίησης και της τραγωδίας, [που διατηρούν ωστόσο κάποια από τα βασικά ειδολογικά τους χαρακτηριστικά]. Είναι απόηχοι, μνήμες της αρχαίας ποίησης.
Στην Αυτοπροσωπογραφία του Κρεγκ η Μαρία ως διηγηματογράφος πέτυχε εντέλει να δημιουργήσει ένα πολύ ιδιαίτερο, διακριτό, ύφος, κατάφερε να αποκτήσει τη δική της αναγνωρίσιμη φωνή και να τη συντονίσει αρμονικά με την ευφάνταστη πλοκή και τον κόσμο των διηγημάτων της.