ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΙΕΣ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑ
Οι μεγάλοι
Κουβαλούνε πάντα μέσα τους
Το παιδί που υπήρξαν
Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
……………………………….
Εμείς
Κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
Τους μεγάλους
Τζ. Μαστοράκη, Διόδια, Κέδρος
Σκαρφάλωνε το αγιόκλημα στον τοίχο του ισογείου κάτω από το μπαλκόνι, φορτωμένο κίτρινα και άσπρα κομψά λουλούδια. Πού και πού τρύπωναν πουλιά στην πυκνή φυλλωσιά του, όχι για πολύ, αφού στα ενδότερά του, κοντά στο λυγερό κορμό, δεν έμπαινε ο ήλιος. Η μοσχοβολιά του διακριτική. Μόνο αν πλησίαζες τη ένιωθες. Ζεστή, σαν βγαλμένη από παλιό σπιτικό, σαν χάδι από χέρι μητρικό. Πολύ της αρέζε της Φανής, όταν έβγαινε στην αυλή, να το αντικρίζει. Να κοντοστέκεται περνώντας δίπλα του και να αφήνεται φευγαλέα, να χαϊδεύει το άρωμά του τις αισθήσεις της, να αναδεύει μνήμες δικές της και λόγια της μάνας της.
Βάλθηκε αυτός να το ξεπαστρέψει, τάχα να το μεταφυτεύσει σε άλλο σημείο της αυλής. Τι το θέλανε εκεί; Μια ρίζα κληματαριάς θα ήταν προτιμότερη. Με τον ίσκιο της, με τα σταφύλια της. Κάθε που η απειλή ανέβαινε στα χείλη του, κι αυτό το τροπάρι εδώ και καιρό, μούτρα και σιωπές θυμωμένες αυτή. Από τις συνηθισμένες σιωπές της, που κρατούσαν και μέρες. (Κατά βάθος. κρυφά μέσα της, τις χαιρόταν αυτές τις σιωπές, μπορούσε να θυμάται, να πλάθει ιστορίες με το μυαλό της, να κάνει υποθέσεις, να φαντάζεται διάφορα, να ανατρέπει τα γεγονότα, παλιά και τωρινά). ΄Ωσπου να μπήξει ο Μήτσος άγρια φωνή: «τι έχεις πάλι;». Ζάρωνε τότε η Φανή και προσπαθούσε να χαμογελάσει τάχα. Βουβή όμως. Δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του, ποτέ δεν μπόρεσε… Έτσι και τώρα. Δε μολογούσε σε κανέναν την ανησυχία της. Ήταν σχεδόν βέβαιη ότι θα δει το αγιόκλημα ξεπατωμένο, μαραζωμένο, και ίσως ένα μόνο ακρορίζι του φυτεμένο στην άλλη άκρη της αυλής, μακριά της. Και πώς να το στερηθεί; Να έρθει το πρωτοκαλόκαιρο και να μην έχει κοντά της το άρωμά του; Την εικόνα του; Θα αρρωστήσει. Έδεσε τη ζωή της με αυτό. Το παρέλαβε από τη μάνα της, πριν τριάντα και βάλε χρόνια, κι εκείνη από τη δική της. Αυτήν της θυμίζει, τα χέρια της, τη στοργή που έδειχνε και την τρυφερότητα σε καθετί που περιποιούνταν. Θα έδινε κι η Φανή με τη σειρά της μια ρίζα του στα δικά της παιδιά. Τρεις γενιές αγιόκλημα. Αλυσίδα φορτωμένη σιωπές και διηγήσεις .
.
Ήταν το μοναδικό μυριστικό στην αυλή του αγροτόσπιτου. Τότε. Τα λουλουδάκια του έπεφταν στη στέρνα με το κρυστάλλινο νερό. Έρχονταν με το σούρουπο τα ζώα από τον κάμπο και έσκυβαν να ξεδιψάσουν. Το άλογο με δυο ρουφηξιές άδειαζε τη στέρνα, κάτω από τα μελωδικά σφυρίγματα του αφέντη του, που έπινε τελευταίος από την τουλούμπα, σκούπιζε με το μανίκι τα χείλη του και τραβούσε στον στάβλο για το άρμεγμα. Όλα αυτά κάτω από την ευωδιά του αγιοκλήματος, που έσκυβε, σαν να παρατηρούσε, πάνω από τη στέρνα. Όλα τα έβλεπε, όλα τα άκουγε και σαν να μιλούσε, καθώς σείονταν τα κλαράκια του με το φύσημα του ανέμου .Εκεί κοντά του πάντα αμίλητη η Μάνα έπλενε τα πιατικά και τα ρούχα τους, μαγείρευε, έψηνε τις πίτες. Σιωπηλή και γνοιασμένη, όταν ο γιος της γύρισε από το μέτωπο της Αλβανίας, εκεί κοντά ζεμάτισε τα ρούχα του, να σκοτωθούν οι ψείρες. Αυτό το κλήμα είδε πρώτο ένα ανοιξιάτικο βράδυ τα πάνοπλα θηρία και τον σκοτεινό διοπτροφόρο συνεργάτη τους, που με βροντερές μπότες πάτησαν τις αιώνιες πλάκες της αυλής και με φωνή σκληρή τη διέταξαν να πάρει τα παιδιά της και να φύγει. Το σπίτι, το πιο ψηλό μέσα στο χωριό, ήταν πια επιταγμένο. Άλλοι θα κοιμούνταν τώρα στις κάμαρες, αυτά τα θηρία τα αλλόγλωσσα. Το αγιόκλημα την είδε που περιμάζεψε τα παιδιά στην ποδιά της και κοιμήθηκαν κάτω από το σκέπαστρο της μεγάλης αυλόπορτας. Ο Πατέρας στη φυλακή. Ο γιος στο βουνό, αντάρτης.
Και τι δεν είδε και τι δεν άκουσε το αγιόκλημα της στέρνας! Άντεξε και δε μαράθηκε να βλέπει το πρωί τα θηρία να πλένονται μουγκρίζοντας από ευχαρίστηση στο καθάριο νερό. Στάθηκε ανήμπορος μάρτυρας στο ξυλοκόπημα της Μάνας, λίγα χρόνια αργότερα, από άλλα, πιο φρικτά θηρία, που μιλούσαν και βλαστημούσαν σε γλώσσα που καταλάβαινε. Μη δεν άκουσε τα κλάματα του κοριτσιού, τα δικά της κλάματα, όταν την έντυσαν στα μαύρα ρούχα της πεθαμένης από καιρό γριάς, για να τη φυγαδεύσουν με ασφάλεια στις καλύβες του βουνού; Κι ύστερα την πάντρεψαν, σ΄ άλλο χωριό, μήπως και αλλάζοντας όνομα ξέφευγε από τα κυνηγητά, τις ανακρίσεις και «λέγε, πού ειν΄ ο αδερφός σου;». Έφυγε νύφη μια μέρα του ΄48, χωρίς νυφικό φόρεμα, μόνο μ΄ ένα λουλουδάκι απ΄ το αγιόκλημα στα μαλλιά και τα μάτια θολά. «Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμούς δεν έχω»
Μια ρίζα, σαν ακριβό, χρεωστούμενο προικιό, ζήτησε από τη Μάνα αργότερα, σε μια επίσκεψή της στο πατρικό, έτσι, για να κλείνει τα μάτια, να το οσφραίνεται και να ξαναγυρίζει σε μια παιδικότητα που κόπηκε απότομα.
Μάζεψε όσο θάρρος και φωνή σταθερή δεν είχε άλλη φορά η Φανή: «άσε το αγιόκλημα ήσυχο εκεί που βρίσκεται! Μην τολμήσεις να το αγγίξεις! Δεν ξέρεις εσύ…».
Σάστισε ο Μήτσος! Δεν το περίμενε…
Ένα αεράκι σηκώθηκε, διαπέρασε το φύλλωμα και πέταξε πιο πέρα λίγα άνθη. Ευωδίασε ο τόπος.
Ευωδιάζει ακόμη και στα όνειρά μου
Καλοκαίρι 2020