Τα πιο όμορφα μάτια τα είχε η γιαγιά μας. Μεγάλα μαύρα μάτια, ολοστρόγγυλα, σοφά μάτια, πίσω από τα γυαλιά, όταν έπλεκε τις κάλτσες μας με τέσσερις(!) βελόνες και όταν διάβαζε.
Ήταν «γραμματιζούμενη» η γιαγιά μας, όπως έλεγε, ήξερε ανάγνωση και γραφή. Περηφανευόταν για το σχολειό τους εκεί, στην Πατρίδα, στο Ντεμερντέσι της Προύσας. Περίμενε ανυπόμονα να έρθει ο Βαγγέλης ο ταχυδρόμος να φέρει το πολυπόθητο γράμμα από την Αυστραλία. Φορούσε τα γυαλιά της, ο ένας τους βραχίονας, σπασμένος, είχε αντικατασταθεί από κλωστή του πλεξίματος, και κοντά στο τζάμι του παραθύρου διάβαζε ψελλίζοντας. Διάβαζε χαμηλόφωνα ξανά και ξανά τα γράμματα του ξενιτεμένου θειου μας, μελετούσε τις φωτογραφίες με τα ξαδέρφια μας. Μετά συμπλήρωνε με αυτά το δεμένο με σπάγκο δεματάκι που φύλαγε στο κασελάκι της κάτω από το ντιβάνι. Σοβαρή και δακρυσμένη.
Πολύ συχνά έκλαιγε η γιαγιά. Έτρεχαν τα μάτια της ακόμα κι όταν τραγουδούσε. Ασυγκράτητοι ανέβαιναν οι λυγμοί της με τη φωνή της Γιώτας Λύδια στο ραδιόφωνο: «καπετάνιε, μη σαλπάρεις/ στάσου λίγο να σου πω/ένα γράμμα να σου δώσω/ να το πας στην ξενιτια/ να το δώσεις στο παιδί μου…». Όλα στο σπίτι γίνονταν γκρίζα… «Εμ προσφυγιά, εμ ξενιτιά…» αναστέναζε. Μοιραζόταν το ντέρτι της με την Ελισώ και με το Βδοκιώ τις «χωριανές» της, που την άκουγαν με μισόκλειστο το ένα μάτι, καπνίζοντας τσιγάρα Άρωμα.
Ζυμωθήκαμε με τα κλάματά της, πότε για το Χωριό της που έχασε, πότε για τον ξενιτεμό, σταθερά στις μεγαλογιορτές. Μεγάλη Παρασκευή έψαλλε τα Πάθη κι έσπαζε ο λυγμός τη φωνή της. «Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και τη Γιακώβ η μάνα…» Στη γιορτή Των Φώτων έψαλλε το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε…» και το μάτι της γυάλιζε από το δάκρυ. Ποιος ξέρει τι θυμόταν: τoαγίασμα της αγίας Κυριακής στο Χωριό ή το άλλο, του Ρεΐσντερέ, που βούιζε, έτσι έλεγε, αλλιώτικα πριν το Κακό; Περίμενε με λαχτάρα τον Σταυρό των Θεοφανείων να τον φέρουν από τον Αι Νικόλα στο σπίτι μας τα παιδιά που είχαν βουτήξει στο παγωμένο ποτάμι, να ψάλλουν μαζί «εν Ιορδάνη…». Λαμπύριζαν ακόμα οι σταγόνες του αγιασμού πάνω στον Σταυρό, όπως και τα δάκρυα στα μάτια της. Πλησίαζε στην εξώπορτα σκυφτή, μαυροντυμένη, έψαλλε και σταυροκοπιόταν. Τούς χαρτζηλίκωνε, και δος του και σταυροκοπιόταν.
Δεν είχε πολλά -πολλά με τις εκκλησίες. Δεν τη θυμόμαστε να εκκλησιάζεται. Όμως κάθε πρώτη του μήνα ήθελε να περάσει ο παπα-Ανδρέας για Αγιασμό. Πάνω από το ντιβάνι της κρεμόταν το εικονοστάσι με κείνη την παμπάλαια εικόνα από τη Ρωσία. Το θυμιατήρι δεν έλειπε από το «οπλοστάσιό» της. Τις Κυριακές, όταν «απολούσε η εκκλησιά», θυμιάτιζε το σπίτι Αλλά η μέρα της η μοναδική του εκκλησιασμού ήταν η γιορτή του Αγίου Πνεύματος. Φορώντας επιδέξια δεμένη τη μαύρη της μαντίλα την «καλή», με ένα μαξιλάρι παραμάσχαλα, με αργά, βαριά βήματα πήγαινε στη γιορτή «τ΄ Αι Γονάτου». Πάνω στο μαξιλάρι και στα καρυδόφυλλα γονάτιζε η γιαγιά και προσευχόταν, προσηλωμένη κι ευσεβής.
Οι ευχές της εγκάρδιες: «άσκ ολσούν, άσκ ολσούν! » και «χαΐρ ολά, χαΐρ ολά», όταν θαμπωνόταν και απορούσε για κάτι. Αν όμως τύχαινε να τη νευριάσουμε, δεν έλειπε η οργισμένη κουβέντα από το στόμα της: «Αλιοκαταραμένο!», «Κακο-χρόνο να ΄χ΄ς!» «Αδικιορισμένο!».Ε, στο λεπτό ξεθύμαινε και με ένα «Μάνα μαρή, το κορ΄τσουδι μ΄!» άνοιγε την αγκαλιά της. Όταν αρρωσταίναμε, έβαζε στο θυμιατήρι ή στο σιδηρόφτυαρο της σόμπας κάρβουνα αναμμένα και «σταυρολούλουδα» από το εικονοστάσι και μας θυμιάτιζε μουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικες προσευχές. Στα ελληνικά, στα τούρκικα, ποτέ δεν ξεχωρίσαμε. Νιώθαμε τη στοργή του μεγάλου της ίσκιου, ηρεμούσαμε και αυτό μας έφτανε.
Το όνομά της, Ευπραξία, κι ας υποσχόταν ευτυχία, αρνούνταν σθεναρά να δοθεί σε καμιά από τις εγγονές της…
Στο πάνω δωμάτιο, το δροσερό, είχε η γιαγιά μας απλωμένες τις «τάψες», στρωμένες με φύλλα μουριάς. Χριτσι-χρίτσι κινούνταν ανάμεσά τους αργά οι μεταξοσκώληκες. Χρίτσι- χρίτσι μέσα στην ησυχία του απομεσήμερου. Τα πράσινα πλατιά φύλλα γίνονταν σε λίγο δαντελωτά, καθώς τα έτρωγαν τα λευκά σκουλικάκια, ώσπου να κλειστούν μέσα στο άσπρο, απαλό κουκούλι τους. Έτοιμη η μεταξοκλωστή. Τέχνη προυσιανή που δεν ξεχνιούνταν.
«Εεεχ, στην Πατρίδα μας απ΄ ούλα είχαμε…». Ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα δυσερμήνευτο ήταν αυτό το «στην πατρίδα μας». Με τη φράση της αυτή σαν να απομακρυνόταν η γιαγιά, σαν να έφευγε από το δωμάτιο… Εκείνη τη στιγμή θαρρούσες πως δε μας ανήκε εξ ολοκλήρου. Η μισή είχε μείνει αλλού. Εκεί, στην Προύσα. Ίσως στον αλαφιασμένο δρόμο για τα Μουδανιά, όπου, έλεγε, ήπιε λασπόνερο με τον μαστραπά της. Παινευόταν πως ήταν πλούσια η πατρίδα της, με ανθρώπους που «είχαν πρέψος![1]», που τραγουδούσαν πολύ, αγαπούσαν τα χωρατά, γελούσαν δυνατά. Ήξεραν πολλά για τις τροφές, για τις καλλιέργειες, πώς να σκάψεις, πότε να φυτέψεις…Ο τόπος της. Ο μακρινός γενέθλιος τόπος.
Παχιά και φωτεινή, χωρίς να έχει χάσει το χρώμα της, σκεπασμένη με λουλούδια την είδα τελευταία φορά. Κλειστά τα όμορφα μάτια της. Νόμιζα ότι κοιμάται. Να, σκεφτόμουν, τώρα θα σηκωθεί και «φερ΄ με έναν κόμπο νερό, παιδούδι μ΄». Δε σηκώθηκε… Είχε χορτάσει νερό με τον μαστραπά της, νερό θολό από τις λάντες[2] και τα λασπωμένα ποτάμια στις πικρές μέρες του φευγιού από την Πατρίδα, της καραντίνας στην Καλαμαριά, αλλά και ήσυχο νερό, καθάριο νερό από τη βρύση στα Καβάκια, στον τόπο που ξανάριξε ρίζες η γιαγιά μας η Πραξή.