Όταν οι λέξεις πετούν
( Ένα κάποιο σημείωμα)
” Όμως νομίζω πως αν πετύχει κανείς να εκφράσει αληθινά τη συγκίνηση που του δίνει ο Κόσμος, βοηθεί τους άλλους να μη χάνουν την πίστη που πρέπει να έχουν μέσα τους”
Γ. Σεφέρης, «έξι νύχτες στην Ακρόπολη»
Πάντα έγραφε η Καίτη Παυλή. Το γνωρίζαμε οι φίλοι, το υποψιάζονταν οι μαθητές της. Κάποια γραπτά της δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, άλλα στον αθηναϊκό Τύπο και στον τοπικό της Λέσβου, της ιδιαίτερης πατρίδας της. Πολλά παρέμεναν κλεισμένα στο συρτάρι. Ήρθε επιτέλους ο καιρός και σε μια καλαίσθητη έκδοση, κάτω από τον τίτλο με το ευφρόσυνο μήνυμα «Ανοίγεις το παράθυρο», στέγασε και μας φίλεψε σαράντα ποιήματά της. Τα περιμέναμε.
Συνηθίζεις το πικρό ψωμί
Την καθημερινότητα
Συνηθίζεις τα μικρά επαναλαμβανόμενα
Πράγματα
Συνηθίζεις τα απρόσμενα συμβάντα
Το αιφνίδιο
[…]
Τα δέχεσαι όλα
Πορεύεσαι
Κι ένα πρωί ανοίγεις το παράθυρο
Και πετάς στον αιθέρα (σελ51)
Ανοίγει το παράθυρό της η Ποιήτρια, ξανοίγεται, και μαζί της και εμείς οι αναγνώστες, στο γαλάζιο του αιθέρα και της θάλασσας, όπως την αντίκριζε από το σπίτι των παιδικών χρόνων στην Πέτρα. Ξεδιπλώνει «λέξεις/ αχιβάδες στιλπνές/ κλεισμένες/ στο βυθό/ της ανέκφραστης αγωνίας», της αγωνίας που πια βρήκε το δρόμο της , βγήκε στο φως, μεταδόσιμη στην ψυχή μας.
«Λέξεις […]/ πυγολαμπίδες μουσικές/λάμνετε στο στερέωμα/της γλώσσας». Λέξεις που παίρνουν την αγωνία, τα βιώματα, τον πόνο και τον καημό, τις αγάπες και τις χαρές, «και ύστερα πετούν μακριά,[ ]/αρτιγέννητες κι αιώνιες», γιατί ό,τι σημαίνουν είναι πανανθρώπινο και παντοτινό. Πετούν και φτάνουν στον αναγνώστη, συναντώνται με τη δική του αλήθεια, γιατί οι συνθέσεις της Καίτης Παυλή δεν είναι σκοτεινές και δυσνόητες, γραμμένες «εις εαυτόν», αλλά Ποιήματα με το αριστοτελικό «Καθόλου»
Για τις λέξεις αγωνιά και μελαγχολεί το ποιητικό υποκείμενο, για το «τι» και «προς τι» της ποιητικής τέχνης
Τι ζητούν επιτέλους οι ποιητές
Εξορύσσοντας
Χρωματιστά πετρώματα
Μεταφέροντας ύδωρ και αηδόνια
Στα καφενεία;
Αφού εν τέλει
Η ζωή κυριαρχεί
Επιβάλλοντας τον άγριο
Και σκοτεινό ρυθμό της. (Οι ποιητές σελ.14)
Σ΄ αυτές τις «λέξεις-στιλπνές αχιβάδες» καταφεύγει, με αυτές «ανοίγει το παράθυρο» , αυτές είναι το αλάτι που συντηρεί την ύπαρξη, όταν «το μαύρο ορίζει τα πέρατα»,.
Οι λέξεις που «φέγγουν κιόλας πολλές φορές μες στα σκοτάδια της ψυχής» γίνονται καταφύγιο, παρηγοριά, σανίδα σωτηρίας , όταν « η Νύχτα επωάζει πόνους». Έτσι, με τις Λέξεις, «νάρκης του άλγους δοκιμές»[1], ό,τι πληγώνει και πονά αρχίζει και γλυκαίνει. Η συγκατάβαση και η μεγαλοψυχία σταλάζει στην ψυχή, η κατανόηση και η συγχώρεση για ανθρώπους και οδυνηρά γεγονότα.
Άφησε το πρωινό να υπάρχει
Τα λουλούδια να στάζουν
Τη δροσιά τους
στον πόνο μας.
Άσε τον κόσμο ν΄ανασαίνει
Να πεθαίνει
Άσε τη νύχτα να έρχεται
Το φως να φεύγει
Άφησέ τους (Η νύχτα που έρχεται σελ.24)
Είναι το αλάτι της Ποίησης που δίνει ζωή: «Κι εγώ ακόμα εδώ/ζω με το «λιγο» αλάτι της». Αντλεί από αυτήν δύναμη και αισιοδοξία, έστω και λίγη, για να αντικρύσει τους ανθρώπους στη δυστυχία τους . « Στις κεκαυμένες ζώνες θάλλουν τα νέα βλαστάρια». Με αυτήν τη διάθεση τη γαληνεμένη ζωγραφίζει το παρόν της πόλης , παιχνιδίζει με τα ονόματα των οδών, χρωματίζει τις εικόνες που σημάδεψαν τη μνήμη, άλλες από τα καφενεία των αντρών κι άλλες από τις μαυροφόρες γυναίκες- μεταφορείς της μνήμης.
Είναι οι «λέξεις-στιλπνές αχιβάδες» που απελευθερώνουν «ένα μαύρο πουλί» που φτεροκοπούσε φυλακισμένο, μαύρο από πόνους, μαύρο από την απώλεια αγαπημένων.
Άνοιξε την εσθήτα της
Απελευθερώνοντας
Ένα μαυρο πουλί
Τόσον καιρό
Τόση σιωπή
Πώς την άντεξε; ( Απελευθέρωση σελ.48)
Η σιωπή έσπασε. Με αφάνταστη γενναιότητα και με συγκρατημένο το σπαραγμό φωνάζει το πώς πορεύεται κανείς στη ζωή έχοντας συνηθίσει την καθημερινότητα και τον πόνο, το κενό και την απουσία, και τον θάνατο ακόμα. Και ξαναβρίσκει τη δύναμη να αναδυθεί, νικητήρια, και πάλι στη ζωή.
«Όταν τα στέρεα υλικά
Διαλύονται
Και καταρρέουν τοίχοι και βεβαιότητες
Όταν φυσάει πολύ,
Ανεμόσκαλες ρίχνω παντού.» (Όταν φυσάει πολύ, ανεμόσκαλες! σελ.62)
Ξαναβρίσκει τη δύναμη να γράψει το ποίημα/ τα Ποιήματα «με πορφυρό της αγάπης αίμα» και να αφήσει την κατάθεση στο «ω-μέγα να τα πει όλα»
Ό,τι συγκεντρώθηκε στον τόμο αυτόν είναι γνήσια Ποίηση: συγκίνηση αντλημένη από τον Κόσμο «τον μικρό, τον Μέγα», συγκίνηση αληθινή που εμπότισε το γλωσσικό υλικό, έγινε ένα με αυτό. «Η ποιητική συγκίνηση εμφωλεύει μαζί με το γλωσσικό σώμα της, [ώστε] αναπαράγεται στην ψυχή του ακροατή/αναγνώστη»[2]Αυτό είναι το μυστικό υλικό της ποιητικής δημιουργίας, με την ακρίβεια που το διατυπώνει ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης. Σ’ αυτό το μυστικό μας μυεί με τα ποιήματα της η Καίτη Παυλή, καθώς γερά το κατέχει. Τι περισσότερο θα μπορούσε να σημειώσει ο/η απλός/ή αναγνώστης/ια; Πού να βρει «λέξεις πυγολαμπίδες»;
Κι ακόμα, τι να προσθέσει για τις υπέροχες ζωγραφικές συνθέσεις της Σοφίας Τζίμα (της αγαπημένης θυγατέρας), που τόσο πετυχημένα κοσμούν το εξώφυλλο και ορίζουν τις έξι ενότητες! Ένα μονάχα: Περιμένουμε την επόμενη συλλογή…
ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ
Γράφω ξανά με το δάχτυλο
Στο θολό τζάμι τ΄ ουρανού
Τα γράμματα της παιδικής μου χώρας
Το άλφα της αθωότητας
Θ ρ υ μ α τ ι σ μ έ ν η ς
Λα λα λα
Θα θα θα
Θαλασσα πλατιά
Καραβάκι χάρτινο
Ταξίδι αταξίδευτο
Χαι χάι χάι
Πισω από το χι
Το μαχαίρι
Και των χελιδονιών ο ευαγγελισμός
Μετέστη
Τόσοι φόνοι και φόβοι στο φι
Ο κήπος μου γεμάτος
Ά φ ω ν α
Πνιγμένα πουλιά!
Το κόκκινο των κερασιών
Κραυγή και αίμα
Και τα μικρά μου όμικρον
Προσωπάκια αόμματα και βουβά
Δάκρυα σταλάζουν
Στο γαλάζιο μου φόρεμα
Ρο ρο ρο
Γάργαρο νερό
Πώς έγινες μονάχα
Λ ά σ π η!
Κι αυτό το σίγμα και το ω ένοχα
Της σιωπής
Τραβούν την αυλαία
Σ ώ π α σ ώ π α σ ώ π α!
(Για τα παιδιά που κατέληξαν στη λάσπη, στην Ειδομένη)
[1] Κ. Π.Καβάφη, μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου Ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ. (προμετωπίδα στην παρούσα συλλογή)
[2] [2] Μίμης Σουλιώτης, Αλφαβητάριο για την ποίηση. Εκδόσεις Δεδούση Θεσσαλονίκη 1995 σελ.26,27