Εποχή του Μινώταυρου*
Ήταν άγρια, πέτρινα, τα χρόνια του Eμφυλίου και τα κατοπινά. Όμως πιο πέτρινα ήταν για ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι που είδε τον πατέρα του στερνή φορά πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Εκατό φορές πέτρινα τα χρόνια για τον έφηβο Νίκο Θ. Νικολαΐδη που κουβάλησε στην πλάτη το μπόγο με τα ματωμένα ρούχα του εκτελεσμένου πατέρα και στην ψυχή την εντολή του να σπουδάσει, να γίνει μηχανικός, και να κρατά ψηλά το κεφάλι.
«-[…..] Σε φωλιές γερακιών, πουλί μου, δεν μπορούν να ζήσουν πουλιά.[….]Ούτε για μια στιγμή να σκεφτείς ότι ο πατέρας σου κάποιο κακό έκανε και είναι εδώ. Καθαρός σαν τον ξάστερο ουρανό είμαι.
-Το γνωρίζω, πάπα» (σελ.182).
Το παιδί μεγάλωσε με το «απόλυτο τραύμα»(σελ.369),πουλί σε φωλιά γερακιών, πουλί όμως υψιπετές και περήφανο. Αναμετρήθηκε με το αποκρουστικό χνώτο του μετεμφυλιακού «Μινώταυρου»(σελ271), που συνέχιζε να δολοφονεί τις Ιδέες, επιβάλλοντας τη συμμόρφωση «προς τας υποδείξεις». Εποχή των δηλώσεων μετανοίας και των πιστοποιητικών «υγιών κοινωνικών και πολιτικών φρονημάτων».Εποχή του διαχωρισμού των πολιτών σε «μιάσματα» και «εθνικόφρονες».
Το τραύμα από τη απώλεια του πατέρα και η εφιαλτική καθημερινότητα του νεαρού φοιτητή που κρατικοί και παρακρατικοί μηχανισμοί δεν αφήνουν να ανασάνει, επέβαλε επιτακτικά το χρέος για την ανάδειξη της αλήθειας και τη δικαίωση του πατέρα και όλων των καταδικασμένων σε ένα από τα Έκτακτα Στρατοδικεία, αυτό της Φλώρινας, και των εκτελεσμένων πολιτών του Αμυνταίου, τον Αύγουστο του ’49.
«Δε μπορώ να σου πω τι γινόταν τότε»( σελ.259) ομολογεί, χρόνια αργότερα, ο Πρόεδρος Στρατοδίκης. Αλλά ο Νίκος Νικολαΐδης, ο γιος τού αδικοχαμένου Θεοδόση Ν. Νικολαΐδη, μετά από πολύμοχθη και πολύχρονη έρευνα, με διαρκή την πάλη με τις οδυνηρές αναμνήσεις του, μπόρεσε! Εκπλήρωσε το χρέος του στις σελίδες του συγκλονιστικού αυτού βιβλίου, συνθέτοντας το «Πορτρέτο μιας άγριας εποχής». Μελέτησε αρχεία, αναζήτησε αυτόπτες μάρτυρες, πήρε συνεντεύξεις. Σε έναν πολυσέλιδο τόμο με πλούσια βιβλιογραφία και φωτογραφικό υλικό καταθέτει τη σπαρακτική μαρτυρία- αυτοβιογραφία του.Προσκομίζει τεκμήρια, ανατέμνει και σταθμίζει ακριβοδίκαια μαρτυρίες, πηγές, χωρίς να χαρίζεται σε καμιά από τις αντίμαχες πλευρές, παρά αποδίδοντας «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Και ο τίτλος που εύστοχα επέλεξε για το πόνημά του δεν είναι άλλος από τη δήλωση-κεραυνό ( παραδοχή τύψεων και μεταμέλειας;) του στρατοδίκη
Με κείμενο βαπτισμένο στην αγάπη της λογοτεχνίας, ζυγισμένα λυρικό, συγκρατημένα φορτισμένο συναισθηματικά- πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικό;- αλλά κυρίως με την ακρίβεια και τη συλλογιστική της επιστήμης των Μαθηματικών, ο Νίκος Θ. Νικολαϊδης αποκαλύπτει. Οι αιτίες φωτίζονται, καθώς πίσω από την αφήγηση της τραγικής οικογενειακής ιστορίας και παράλληλα με αυτήν εκδιπλώνεται η τραγική Ιστορία του ματωμένου τόπου, της πονεμένης μας χώρας. Έχει φροντίσει ο συγγραφέας να εντάξει σε σωστές δόσεις, με τη μέγιστη σαφήνεια και καθαρότητα, τα ιστορικά γεγονότα, τα πριν και τα μετά του δικού του Δράματος. Δε θα μπορούσε να λείπει από την εξιστόρησή του η οδυνηρή ιστορία των ξεριζωμένων από τη γη του Πόντου γονιών του, γιατί «καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι το κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα»[1].
«Δεν υπάρχει το ιστορικό και βιωματικό «μετά» ενός απόλυτου τραύματος» (σελ.369).Με τη ρήση αυτή του Werner Hamacher κλείνει ο συγγραφέας τη μαρτυρία του, αφήνοντας τους αναγνώστες να αναρωτιούνται κατά πόσο μπορεί να απαλύνει τον πόνο μιας πληγής σαν τη δική του η γραφή, αυτή που αθροίζει «λέξη τη λέξη μνήμες στην αλήθεια και αλήθειες στη μνήμη»[2]
Τη σκυτάλη παίρνει ο Θεοδόσης Ν. Νικολαϊδης, ο εγγονός με το βαρύ όνομα του παππού. Επιμελείται το καυτό κείμενο φιλολογικά, έργο συναισθηματικά δυσβάσταχτο, προτού αυτό παραδοθεί στις φιλόστοργες Φλωρινιώτικες εκδόσεις και από εκεί στη μελέτη και αξιοποίηση από τους ερευνητές της Ιστορίας.
Επιστήμονες ή όχι οι αναγνώστες έχουν μια μαρτυρία εκείνων των δίσεκτων χρόνων, κρατούν συγκινημένοι στα χέρια τους το βιβλίο της αξιοπρέπειας, του ηθικού αναστήματος που στέκει ως το τέλος με το κεφάλι ψηλά, κι ας είναι το τίμημα ακριβό, πανάκριβο: η Ζωή.
* Μικρό σημείωμα ως ελάχιστη τιμή στη μνήμη του συγγραφέα, που μας «άφησε» αρχές καλοκαιριού και δε χάρηκε τη β΄εκδοση του βιβλίου του…
[1] Οδυσσέας Ελύτης, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1977, σελ.31
[2] Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, «ΑΣΤΟΧΙΑ ΥΛΙΚΟΥ», εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, σελ. 218