Η ΜΑΥΡΗ ΓΡΑΜΜΗ
Οι χρωστήρες ξέρουν μόνο τ’ όνομα της
Τα χρώματα πάντα έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στη ζωή του. Όχι μόνο εκείνα τα αυθεντικά της φύσης, αλλά κι εκείνα της τέχνης. Να, κάπως έτσι, κολλάνε οι εμμονές, συνήθως μέσα από τη θωπεία που δίνουν στην ψυχή.
Περνούσε κάθε μέρα έξω από το σπίτι της· κι όποτε τύχαινε να έχει ανοιχτό το παράθυρο της, πλησίαζε κρυφά κι επιφυλακτικά να κρυφοκοιτάξει. Ένα ατελιέ γεμάτο πίνακες· κι εκείνη μπροστά στο καβαλέτο να ζωγραφίζει με μια αρμονία κινήσεων, όπως ο Σοπέν στα πλήκτρα του.
Όταν οι κλεφτές ματιές του γέμιζαν χρώματα, έφευγε με σκέψεις γητεμένες. Εντάξει, ωραία η τέχνη, αλλά αυτό το ξαφνικό κι απρόσμενο κόλλημα στο μυαλό του; Μάλλον αιτία ήταν αυτή η γυναικεία παρουσία που γέμιζε το χώρο. Πάντως ήταν κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Μήπως το ότι ήταν φιλότεχνος; Ή, κάτι άλλο;
Σε κάθε βήμα του, το μυαλό του γέμιζε φως και χρώματα με τις εικόνες της και προσπαθούσε να συντάξει στίχους, ώσπου αντιλήφθηκε ότι κάθε λέξη μιλούσε για εκείνη την όμορφη σιλουέτα με τα λεπτά χαρακτηριστικά, την λευκόσαρκη επιδερμίδα, -ευτυχώς όχι ξανθά μαλλιά, αλλά τα μαύρα ξεχυμένα στους ώμους της-, και τις απαλά αργές, μα επιδέξιες κινήσεις της να της προσδίδουν αρχοντιά.
Συνοφρυώθηκε το πρόσωπο του στη σκέψη, πως η σαγήνη του χτύπησε την πόρτα. Γνώριζε πως ο τόπος που κατοικεί αυτή -η σαγήνη- είναι ιερός όσο και οδυνηρός. Δεν ήθελε να ζήσει μια περιπέτεια που θα ξέφτιζε με τον καιρό.
Εσύ δεν έχεις ανάγκη από τίποτα, ψέλλιζε ποτίζοντας ψέματα τον εαυτό του για να καλύψει τα κενά του. Η μοναχικότητα που βίωνε εκείνο το διάστημα δεν συνέπιπτε με την απουσία επιθυμιών.
Οι μέρες περνούσαν και οι σκέψεις δεν κόπαζαν, αντίθετα ορθώνονταν και τον έσπρωχναν να περάσει πάλι έξω από το σπίτι της. Ξαφνικά είχε βρεθεί αδύναμος στον ερχομό εκείνης της άγνωστης γυναίκας στη ζωή του. Κρατούσε τη σκέψη του στα χέρια της και δεν κατάφερνε να αντιδράσει μπροστά σε αυτή την εξουσία που ασκούσε.
Πέρασαν τρεις μέρες αντίστασης. Αντιστεκόταν σθεναρά να μην περάσει έξω από το σπίτι της. Και ξαφνικά το τρίτο βράδυ, μία τα μεσάνυχτα, πετάγεται από το κρεβάτι, ντύνεται βιαστικά -και πιο βιαστικά ακόμα, φτάνει έξω από το παραθύρι της.
Για καλή του τύχη, μια σπλαχνική χαραμάδα της κουρτίνας του έδινε τη ευφρόσυνη δυνατότητα να τη κοιτάζει. Ήταν εκεί, μπροστά στον καμβά της. Δούλευε αργά με προσεγμένη αφοσίωση. Ο χρωστήρας σαν χάδι άγγιζε την λευκή επιφάνεια. Κάθε φορά που τον βουτούσε στο χρώμα, ένιωθε, σαν να εισχωρούσε στο αίμα του που χτυπούσε στους κροτάφους του μανιασμένα.
Το χέρι της χόρευε ρυθμικά σαν να βρισκόταν στην σκηνή ενός μπαλέτου. Την κοίταζε γεμάτος έκσταση. Οι ήρεμες εκφράσεις της τον μαγνήτιζαν να επικεντρώνει το βλέμμα του σε κάθε σημείο του σώματος της. Όμορφο, ελκυστικό.
Γέμιζε με τις εικόνες της. Ξέκλεβε κάθε λεπτομέρεια της που θα τον έφερνε πιο κοντά της. Ένιωθε υπέρμετρη σαγήνη γι’ αυτή την άγνωστη γυναίκα. Έναν ξαφνικό κι απρόσμενο βαθύ ερωτικό άγγιγμα, που δεν τον έκανε όμως να απορεί, γιατί εκείνη η παρουσία δεν ήταν ένα απλό σεξι θήλυ. Εκείνη δεν ήταν απλώς μια γυναίκα, αλλά η εξατομικευμένη γυναίκα του. Έτσι την αισθανόταν. Η αιώνια ερωμένη του που παραμένει πάντα εκτός συναγωνισμού και του γεννάει την απόλυτη αφοσίωση. Την αληθινή αφοσίωση· κι όχι εκείνη, την κάλπικη, του σκεπτικιστή Ιούδα που γίνεται ένας απλός νηφάλιος ακόλουθος του Ιησού.
Γλύκαινε το είναι του που την έβλεπε, που ήταν κοντά της. «Μελιβοία» ψέλλισε αυθόρμητα. Ναι, Μελιβοία, σε βαφτίζω, κι ένα αχνό επινίκιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλια του που γέμιζαν την γλύκα του μελιού.
Η Μελιβοία σηκώθηκε, την έχασε από τα μάτια του. Το στενό άνοιγμα της κουρτίνας δεν του έδινε τη δυνατότητα να την ακολουθεί παντού η ματιά του. Η απογοήτευση του ευτυχώς, λίγο κράτησε. Επέστρεψε στη θέση της. Είχε ανάψει τσιγάρο. Στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο. Κοίταζε το έργο της γέρνοντας το κεφάλι της λίγο αριστερά, λίγο δεξιά. Έπαιρνε αποστάσεις, απομακρυνόταν δυο βήματα ή πλησίαζε πολύ κοντά να δει τις λεπτομέρειες.
Ο καπνός, όμοιο πέπλο αθωότητας τύλιγε το πρόσωπό της. Το άγγιζε με ελκυστική σαγήνη πριν διαλυθεί. Άνοιξε ένα συρτάρι, πήρε ένα κραγιόν, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη κι έβαψε με επιδεξιότητα κατακόκκινα τα χείλια της. Ήταν όμορφη. Ένιωσε εκείνος να ξεχύνεται λάβα καυτή από πάνω τους. Πόσο επιθυμούσε να τα φιλήσει. Να βάψει τα δικά του, με το δικό της αίμα.
Η Μελιβοία, στάθηκε πάλι μπροστά στο ατελές ταμπλό με το αντρικό πρόσωπο. Έφερε με προσοχή τα χείλια της στον καμβά αφήνοντας το χρώμα των χειλιών της, επάνω στα χείλια του σκίτσου. Έκανε ένα βήμα πίσω ρουφώντας βαθιά μια ρουφηξιά πικρής ικανοποίησης. Το κοίταξε με προσήλωση. Ένα γέλιο ηχηρό τράνταξε το κορμί της. Τύλιξε γύρω από το λαιμό της μια πολύχρωμη πασμίνα. Πήρε ένα πινέλο με φαρδύ τρίχωμα, το βούτηξε στο μαύρο. Με αργή, σχεδόν τελετουργική κίνηση -από πάνω προς τα κάτω- το χάραξε με το σκοτάδι του στα δύο.
Η απορία που τον κατέκλυσε έμεινε στη μέση καθώς ένα χέρι τον τράβηξε από τον ώμο φωνάζοντας: Τι κάνεις εδώ ρε ανώμαλε;
Δεν πρόλαβε να απαντήσει, να αντιδράσει και ο πόνος μιας δυνατής γροθιάς τον ζάλισε.
Στην στιγμή έσβησε το φως του δωματίου. Η Μελιβοία είχε πάρει την εκδίκηση της στο σκίτσο με ένα φιλί και ένα έρεβος.
Εκείνος ξυλοφορτωμένος πλέον, έφευγε προσπαθώντας να ξεπεράσει την έλλειψη της Μελιβοίας μέσα από την αναζήτηση της ολότητας της.