ΔΙΗΓΗΜΑ 70
Με τη δολοφονία του καλοκαιριού
στο πλακόστρωτο αυλής
από ξερά φύλλα Φθινοπώρου
βούλιαγμα νησιών ψυχής
από την απρόσμενη φυγή
μπήγοντας μαχαίρι σε αρμούς ζωής
ξεφεύγοντας χώρες θλίψης
φτάνουμε με κρύσταλλο γεμάτο αίμα
σε πολιτεία ονείρων
κάποτε ήταν ζωή. 10
Στο πράσινο κομμάτι γης
ανάμεσα σε πέπλα θάλασσας και ουρανού
μένουμε μονάχοι
με την άρνηση αυτών
θάνατο προτίμησαν θεών
ύστερα από γέννηση πλάι στη θάλασσα
σε αμμουδιές απόμακρης πολιτείας
διαμάντια στεφάνωσε
χειμωνιάτικη νυχτιά
δυο νιόκοπα λουλούδια. 10
Χαμόγελα ματιών
όνειρα δάκρυα
φως αδιόρατης κίνησης
καθώς έβενος κορυφής
γέρνει πάνω στους ώμους˙
ώρες σβησμένες για πάντα
χαμένες λησμονημένες
ζωή λιώνει μέρα τη μέρα
γεμίζοντας κρύσταλλα θανάτου
προθήκες ταξιδιωτικών γραφείων. 10
Μνήμες ξένες πυξίδες
αρκούν να χάσουμε προσανατολισμό
χωρίς να ξεπεράσουμε το όριο
τάση περιορισμού
δοσμένη στην ύπαρξή μας. 5
Μονάχοι στις άσπρες πλάκες
μονάχοι στους πρωτόφαντους δρόμους
μονάχοι κάτω από τον ήλιο
σέρνοντας προδοσίας βάρος
χτυπημένοι ώς το σκελετό των θεών
κρατώντας δεξιά συγγνώμη
αριστερά την απόφαση
να μη λησμονήσουμε πληγές
ξύδι στα φριγμένα χείλη.
Θάλασσα κλεισμένη από βράχια. 10
Παίρνουμε το νόμισμα για ό,τι δώσαμε
φεύγουμε την αυγή.
Αυτοί ήσαν άλλοτε μαζί μας
δεν έκλαψαν πια˙
μόνο αγέρας της θάλασσας
σε καταστρώματα καραβιών
σκοτώνει δάκρυα στα μάτια
παιδιών που φεύγουν
καθώς κοσμική ύλη συμπυκνώνεται
σχηματίζοντας σφαίρες
αβέβαιης τάξης
κόσμους ζουν και πεθαίνουν
άγνωστοι και αδιάφοροι στο άπειρο
κει που αστέρια θρηνούν
πικρά κομμένα λουλούδια. 15
Κάποτε μιλούσες ήλιους
χρόνων σμιλευμένων από δικιά μας ευτυχία
ήλιους πλασμένους φως και ακτίνες
μάτια άφοβα στο άλλο βλέμμα ζωντανά
χελιδόνια της Άνοιξης
κυμάτων παιχνίδια˙
κοιτούσα εκστατικός το κενό να γεμίζει
ύστερα αμέσως αδειάζει σαν κλεψύδρα.
Πώς μπορούμε να λησμονήσουμε
αφού είμαστε μείς η μνήμη; 10
Φαντάσματα πεθαίνουν με το φως˙
κλείσε το στα μάτια Σου
για το μεγάλο ταξίδι
είναι ό,τι μπορώ να Σου δώσω˙
κρατάω μονάχα
σχήμα ανοιξιάτικου αγέρα στα μαλλιά
σχήμα χειλιών και του κορμιού το σχήμα
ευτυχίας ώρες
βλέμμα στοργής
σφίξιμο χεριών σε άγνωστη πολιτεία. 10
Ρίχνω στη μνήμη φλόγες
πυρπολώ το αίμα
ξαμολιέται αδικαίωτο δόσιμο
το δέχονται μοναχά παιδιά
βρώμικοι των δρόμων
ψάχνοντας ευτυχία στην άκρη ξένου χαμόγελου.
Όταν έχεις πια χαθεί
σπάζω φλέβες σε χιλιάδες κομμάτια
Σε ποτίζω με τον αυγερινό
στους δεκάξι άνεμους να ξαναζήσεις απέραντου κόσμου. 10
Μονάχα σούρουπο πουλιά
φωλιάζουνε μαζί στα δέντρα
λουλούδια δέχονται
χάδι μελτεμιού
θυμήσου
ένα παιδί έκλαψε κάποτε
στην αγκαλιά Σου
γαλάζιο φως γέννησε γυναίκα
γνώρισε στιγμές μαρμαρωμένης ηδονής
απαλό τρικύμισμα βαθειά στους κόλπους. 10
Θάνατοι φέρνεις μέσα Σου
δεν μπορούν να σκοτώσουν το φως˙
μονάχα δύσκολος ο τωρινός καιρός
θάνατος τροχίζει λεπίδια
φράσεις παλιές αγαπημένους τόπους. 5
Τί να κάνουμε το νόμισμα που μας έδωσες;
να εξαγοράσουμε χίλιους θανάτους προσμένοντας;
η ζωή δεν τελειώνει μονάχα αλλάζει˙
η συνάντηση μας ας είναι
για κείνο τον κόκκο φωτός
κάποτε κλείσαμε στα μάτια
θα ζήσει με λίγους ήλιους·
η συνάντηση μας ας είναι στην αιωνιότητα του απείρου
κει που χρειάζεται μονάχα φως
να δεθείς στης ευτυχίας το άρμα. 10
Αξίζει πικρό δάκρυ
στην πίσσα της ασφάλτου;
αξίζει κόψιμο πολύχρωμων θάμνων;
χεριών ξερίζωμα
ματιών ο θάνατος;
Όλα από μέταλλο
να βαστάξεις ώς τη στιγμή
Άλλες Μορφές κινούνται να συντρίψουν
χαμένο νεκρό καιρό
ακολουθώντας ρεύμα πρώτου φωτός. 10
Αγάπη μονάχα για θεούς
ανθρώπους που χάθηκαν
κοιμούνται τυλιγμένοι τη νύχτα.
Ναι το φως δεν πεθαίνει
και αν το αρνηθείς ακόμα. 5