Σκέψεις με Αφορμή ένα Βιβλίο
Ι. Το Βιβλίο
Ο όρος μετα-μοντέρνο φέρνει συνειρμικά στον νου άλλους όρους όπως συνεχής μεταβολή, αδυναμία γνώσης για το τι ακριβώς μεσολαβεί ανάμεσα σε δυο συμβάντα, σχετικισμός, απουσία στέρεου γνωσιολογικού θεμέλιου, τάσεις πλουραλισμού, αυτοαναφορικότητας, γνωσιολογικού και ηθικού σχετικισμού, κτλ. Η έννοια του μετα-μοντέρνου, με όσα αυτή φέρνει μαζί της, είναι πολύ εύπεπτη με φαινομενικά αδιασάλευτη εμπειρική επιβεβαίωση. Ωστόσο, κανένας πολιτισμός δεν την υιοθέτησε διότι η ρευστότητά της είναι φύσει ασύμβατη με οποιουδήποτε είδους θεμέλιο. Πρόκειται ουσιαστικά για πολύ παλαιά αντίληψη, γνωστότερος εκφραστής της οποίας υπήρξε ο σοφιστής Πρωταγόρας και μεγάλος της πολέμιος ο Πλάτων. Η επιβίωσή της οφείλεται στην ευκολία της. Σήμερα, η νέα γενιά, σαγηνευμένη από τον ίδιο σχετικισμό, βρίσκεται στο πολιτισμικό προσκήνιο.
Στις μέρες μας, 25 αιώνες από τότε που ο Πλάτων έθεσε το ερώτημα «τι σοι δοκεί είναι Επιστήμη;», φαίνεται να υπερισχύει η απάντηση του σοφιστή Πρωταγόρα, η οποία ερείδεται στο γνωμικό του «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» και σε εκείνο του Ηράκλειτου «τα πάντα ρει» -γνωμικά που ανασκευάζονται στο πρώτο μέρος του διαλόγου Θεαίτητος. Μόνον κάποια πράγματα ρει και αυτά εν μέτρω και μόνο για κάποια χρήματα είναι μέτρον ο άνθρωπος και γι’ αυτά πάλι εν μέρει μόνον. Η αποδόμηση του δόγματος του Πρωταγόρα και του Ηράκλειτου συμβάλλει στον έλεγχο του άκρατου σχετικισμού που χαρακτηρίζει τους μετα-μοντερνισμούς του δικού μας αιώνα.
Η λέξη Επιστήμη σημαίνει την απολύτως έγκυρη γνώση πραγμάτων που όντως υπάρχουν, δηλαδή πραγμάτων που δεν υπόκεινται στη λήθη (α-ληθή), που παραμένουν σταθερά, που δεν διαβρώνονται και δεν χάνονται. Ποια είναι αυτά τα όντως όντα, τα οποία απαρτίζουν την πραγματικότητα; Στην ερώτηση αυτή, η απάντηση του Ηράκλειτου πρωτίστως, του Εμπεδοκλή και του Πρωταγόρα, ήταν σαφής. Την εκφράζει ο Αριστοτέλης ως εξής: «Περί των όντων μεν την αλήθειαν εσκόπουν, τα δε όντα υπέλαβον είναι τα αισθητά μόνον». Παρόμοια είναι και εκείνη των περισσοτέρων επαϊόντων του 21ου αιώνα, στο μέτρο που βεβαιώνεται ότι η πραγματικότητα συνίσταται στην ύλη και την ενέργεια, με τις οποίες είναι δομημένα τα αισθητά πράγματα που συγκροτούν το σύμπαν. Εάν τα όντως όντα είναι μόνο τα αισθητά, τι άλλο πράγμα θα μπορούσε να είναι ποτέ η Επιστήμη παρά αίσθηση; Και αυτή ακριβώς φαίνεται πως ήταν η κρατούσα άποψη.
Τι όμως είναι η αίσθηση; Σε αυτό το ερώτημα υπήρχε έτοιμη απάντηση. Ήταν η θεωρία των κομψών, των εκλεπτυσμένων διανοουμένων του συρμού, των Ιώνων ερμηνευτών του Ηράκλειτου, των ρεόντων, αλλά και του Πρωταγόρα. Θεωρία η οποία έχει την ίδια βασική δομή με την αντίστοιχη των ημερών μας. Βασίζεται σε τρεις παραδοχές:
-
Αίσθηση είναι μια διεργασία αλληλεπίδρασης.
-
Κανένα αισθητό δεν υπάρχει από μόνο του.
-
Τα πάντα ρει: όλα ανεξαιρέτως τα δυνάμει και ενεργεία αισθητά μεταβάλλονται εσαεί και αδιαλείπτως.
Βάσει των τριών αυτών παραδοχών, οι οποίες χαρακτηρίζουν και τη σύγχρονη θεωρία της αίσθησης και αντίληψης, η γνώση ως αίσθηση είναι κατ’ ανάγκη μεταβαλλόμενη, όπως και τα αισθητά στο μέτρο που οι αλληλοεπιδρώντες και γενεσιουργοί παράγοντες δεν είναι ποτέ οι ίδιοι σε οποιεσδήποτε διαδοχικές στιγμές στον χρόνο.
Τη θεωρία των ρεόντων ο Πλάτων την αποδίδει σε συγχρόνους του Πρωταγόρα σοφούς, τους κομψούς, και σε ακόμα παλαιότερους ποιητές και στοχαστές. Οι ρέοντες υπερέβαλλαν τον ρόλο και την επικράτεια της αλλαγής ή της ρευστότητας των πάντων. Συγκεκριμένα δεν αναγνώριζαν αυτό που ο Πλάτων και η σύγχρονη διανόηση αναγνωρίζουν, ότι δηλαδή προϋπόθεση της αίσθησης και των αισθητών είναι η ύπαρξη δομής.
Ούτε για τα αισθητά ισχύει ότι, όπως τα αισθάνεται ο καθένας έτσι και είναι, αλλά η φύση τους εξαρτάται και από δι-υποκειμενικές έννοιες ελλείψει των οποίων η έναρθρη ανθρώπινη επικοινωνία θα ήταν παντελώς αδύνατη. Αν ο Πρωταγόρας και οι λοιποί ρέοντες είχαν δίκιο ορίζοντας την Επιστήμη ως αίσθηση, θα δικαίωναν όσους πιστεύουν ότι όχι μόνο τα αισθητά αντικείμενα, αλλά και το τι είναι δίκαιο, καλό, ωραίο κτλ. μπορούν να φαίνονται και να είναι διαφορετικά για τον κάθε άνθρωπο. Επιπλέον θα δικαίωναν ως απολύτως έγκυρη γνώση τις αντικρουόμενες απόψεις διαφορετικών ανθρώπων για το ίδιο πράγμα, όπως και τις ίδιες απόψεις για εντελώς ανόμοια πράγματα.
Ο διαλεκτικός έλεγχος αποδεικνύει τρία πράγματα:
-
Η γνώση θα ήταν αδύνατη ελλείψει σταθερής δομής εν μέσω της αενάου ροής.
-
Η αίσθηση δεν μπορεί να αποτελεί έγκυρη γνώση λόγω του ότι τα αισθητά και οι αντιλαμβανόμενοι τα αισθητά αλλοιώνονται έστω και εν μέρει.
-
Αυτό που εν μέρει ισχύει για τα αισθητά, όπου ο καθένας είναι κριτήριο για το πώς φαίνονται στον καθένα, σίγουρα δεν ισχύει για τις κρίσεις, τις σκέψεις και τις έννοιες.
Σε αυτά τα πράγματα κάθε άνθρωπος δεν αποτελεί κριτήριο για το αν αληθεύουν, αλλά υπάρχει για το καθένα ένα δι-υποκειμενικό κριτήριο, το οποίο κάποιοι άνθρωποι προσεγγίζουν περισσότερο και κάποιοι λιγότερο ή και καθόλου.
Καθένας μας καταλαβαίνει ότι η σχετικότητα της γνώσης είναι ανέφικτη, όταν δεν κρίνουμε καλλιτεχνήματα ή την ενοχή ενός κατηγορουμένου, αλλά την ορθότητα συλλογισμών ή κάποιων μαθηματικών αντικειμένων και λογικών σχέσεων.
Δεν θα αντιμετωπίζαμε τέτοια προβλήματα αν ίσχυε το δόγμα του Πρωταγόρα, αλλά με τι κόστος; Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συνεννοηθούμε αν κάτι είναι καλό ή κακό, μεμπτό η αινετό, ωραίο ή άσχημο, αισχρό ή σεμνό. Στο μέτρο όμως που συνεννοούμεθα για τα περισσότερα πράγματα μάλλον σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε, ασυνειδήτως έστω, τα ίδια αισθητικά, ηθικά και λογικά κριτήρια. Ο Πλάτων συνιστά ότι σκοπός της φιλοσοφικής παιδείας είναι να αναδείξει αυτές τις υπόρρητες παραδοχές και αξίες για να τις συνειδητοποιήσουμε και να τις εμπεδώσουμε παρά, όπως συχνά έχει γίνει και γίνεται στις μέρες μας, να μας οδηγεί να αποδεχτούμε την ανυπαρξία τους η οποία μας ωθεί προς το χάος.
ΙΙ. Σκέψεις
Δίπολο είναι ζεύγος ετερώνυμων πόλων (θετικός – αρνητικός, βόρειος – νότιος). Αν κόψουμε ένα δίπολο στη μέση παίρνουμε δυο πλήρη δίπολα, δεν μπορούμε να απομονώσουμε τον ένα πόλο, γι’ αυτό μονόπολο δεν έχει ποτέ παρατηρηθεί στη φύση. Αναλογικά, το νοητικό δίπολο σταθερό – μεταβαλλόμενο δείχνει ότι η μεταβολή (πάντα ρεί) χρειάζεται τη σταθερότητα ως προς την οποία ρεί. Άρα δεν ρεί τα πάντα, αλλά τουλάχιστον ένα πράγμα πρέπει να θεωρηθεί σταθερό και ως προς το οποίο γίνεται η ροή. Άλλωστε ο ποταμός του Ηράκλειτου δεν είναι παρά κυρίως ο ‘δρόμος του νερού’ όπως ορίζεται σήμερα. Ποταμός είναι ο δρόμος που μένει σταθερός, το νερό είναι το floud (ρευστό) που ρέει ως προς τον σταθερό δρόμο. Έτσι πάντα χρειάζεται ένα σύστημα/ πλαίσιο αναφοράς, ως αποτέλεσμα της αναφορικότητας, ως προς το οποίο γίνεται η κίνηση, η ροή.
Το ότι αυτό μπορεί να απομακρύνεται σε ένα άπειρο βάθος είναι προφανές: η Γη είναι σταθερή ως προς το κινητό πάνω σε αυτή, ο Ήλιος ως προς τη Γη, ο Γαλαξίας μας ως προς κτλ. Αν κάποιος άρει το ένα μέλος του ζεύγους τότε το άλλο παύει να υπάρχει και έτσι από την πίσω πόρτα ξαναβάζουμε τη σχετικότητα και την αναφορικότητα.
Όπου όμως υπάρχει αλλαγή/ μεταβολή υπάρχει και ασάφεια. Στην ουσία η αλλαγή και η ασάφεια είναι δυικές έννοιες και επομένως όλα εξαρτώνται βασικά από τους τρόπους διαχείρισης της ασάφειας. Στην εποχή του Πλάτωνα και των ρεόντων φαίνεται πως ο νους τράβαγε σε άλλους δρόμους και δεν τους απασχολούσε η προφανής και πανταχού παρούσα ασάφεια –εξ ου και το γνωστό «σοφόν το σαφές».
Ο γνωστός δάσκαλος του Ζεν Χούι Χάι λέει, δίνοντας μίαν απάντηση στο ερώτημα για την αλήθεια: «Σημαίνει να μην αντιλαμβάνεται πλέον κάποιος οτιδήποτε ως ‘υπάρχον’ ή ‘μη υπάρχον’. Η ‘ύπαρξη’ είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται σε αντίθεση της ‘μη ύπαρξης’, ενώ η ‘μη ύπαρξη’ χρησιμοποιείται σε αντίθεση της ‘ύπαρξης’. Αν δεν αποδέχεσαι ως ισχύουσα την πρώτη έννοια, τότε η άλλη δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της. Επίσης, χωρίς την έννοια της ‘μη ύπαρξης’ πώς θα ήταν δυνατό να έχει οποιοδήποτε νόημα η ιδέα της ‘ύπαρξης’; Αυτά τα δυο οφείλουν την ύπαρξή τους στην αλληλεξάρτησή τους. Μόνο με την αποφυγή αυτής της δυαδικής αντίληψης φτάνουμε στην κατάκτηση του αληθούς».
Έτσι, εκείνο που πρέπει να φτάσουμε να βλέπουμε, με τη συνεχή διεύρυνση της ανθρώπινης συνειδητότητας, είναι το δίπολο, για παράδειγμα ύπαρξη – μη ύπαρξη, σταθερό – μεταβαλλόμενο κτλ., και όχι μόνο τον ένα πόλο που δεν υπάρχει απομονωμένος. Συνεπώς, όταν βλέπουμε το ποτάμι του Ηράκλειτου οφείλουμε να βλέπουμε, ως ένα όλον, και τον σταθερό δρόμο/ κοίτη και το ρέον νερό (δίπολο) και να ξαναμπαίνουμε όσες φορές θέλουμε στο ίδιο ποτάμι, παρ’ ότι μας λέει ότι ‘δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι’ –αρκεί να έχει κάποιος και συνείδηση της ταυτότητάς του ως Ταυτό (Self).