[Μέρος πρώτο]
-
Προϊδεασμός
Σύμφωνα με την κοινά αποδεκτή άποψη -που περιλαμβάνεται σε Λεξικά, Εγκυκλοπαίδειες και γενικά έργα- για τον όρο αρχέτυπο στον χώρο της Λογοτεχνίας, αυτός χρησιμοποιείται για να δηλώσει τυπικά ή επαναλαμβανόμενα θέματα, χαρακτήρες, ενέργειες, εικόνες, καταστάσεις, αφηγηματικά σχήματα ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο εμφανίζεται συχνά στην παγκόσμια Λογοτεχνία. Μπορούμε να αναφέρουμε αντίστοιχα τα: Έρωτας και θάνατος, Γερο-σοφός και Μεγάλη Μητέρα, άνιμα, θρήνος για τον νεκρό, Παράδεισος και Κάτω Κόσμος, ερωτική θλίψη κτλ. Τα αρχέτυπα παρατηρούνται πιο εύκολα στη λαϊκή Λογοτεχνία, που είναι περισσότερο πρωτογενής, απαντούν όμως στο σύνολο της Λογοτεχνίας και είναι δυνατόν να χρησιμεύσουν ως βάση συσχέτισης ενός έργου με άλλα, ενώ καθιστούν τους αναγνώστες ικανούς να ενσωματώνουν και ενοποιούν τη λογοτεχνική τους εμπειρία. Ορισμένα αρχέτυπα, εξαιτίας της συχνής επανάληψής τους, θεωρούνται ως διακριτικό στοιχείο συγκεκριμένων λογοτεχνικών ειδών.
όρος αρχέτυπο εμφανίζεται στον ευρύτερο χώρο της Λογοτεχνίας στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα και προέρχεται από δυο εξωλογοτεχνικές πηγές: Τις θεωρίες του ψυχολόγου/ ψυχιάτρου Jung και τις μελέτες του εθνολόγου/ ανθρωπολόγου Frazer.
(i) Κατά τον Jung, ο όρος δηλώνει το απόθεμα ιδεών, σκέψεων, πράξεων, εικόνων κτλ., οι οποίες έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο του ανθρώπινου γένους και εκφράζουν με συμβολικό τρόπο τις πρώιμες εμπειρίες της ανθρωπότητας, αντιστοιχούν σε βασικές ανθρώπινες καταστάσεις και συνιστούν εκφράσεις εμπειριών που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Συνήθως αναδύονται στις συλλογικές συμβολικές εικόνες, δηλαδή στους μύθους, στις θρησκείες, στις λαϊκές παραδόσεις κτλ. ή στα έργα τέχνης, στα όνειρα και στις διάφορες φαντασιώσεις ή διαταραχές προσωπικότητας. Για παράδειγμα, ο λεγόμενος ‘μύθος του ήρωα’, που συνιστά στη γλώσσα του παραμυθιού συμβολική παρουσίαση της ενηλικίωσης του παιδιού, είναι αρχετυπικός επειδή ο βασικός του πυρήνας παραμένει πάντοτε ίδιος και μόνο οι λεπτομέρειες ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το πού, πώς και κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίζεται. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι ορισμένα στοιχεία είναι κοινά σε πολλούς πολιτισμούς και ιστορικές περιόδους, ο Jung κατορθώνει να δώσει θεωρητική αιτιολόγηση της ύπαρξης των αρχετύπων. Ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να μεταφέρει τη θεωρία του στη Λογοτεχνία, που κατά την άποψή του συνιστά χαμηλότερου επιπέδου εκδήλωση του ανθρώπινου ψυχισμού.
(ii) Από την άλλη πλευρά, ο Frazer επιχειρεί να μελετήσει τις πολύμορφες και πολύπλοκες διασυνδέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στη μυθολογία, στη θρησκεία και στην τέχνη στη διάρκεια μιας μακράς διαδικασίας μετάδοσης και μεταμόρφωσης. Συγκεκριμένα, ο Frazer συλλέγει και περιγράφει μια εκτεταμένη σειρά φανταστικών ιστοριών και κοινωνικών τελετουργιών στις οποίες αναζητεί αρχετυπικούς μύθους και έθιμα. Η εργασία του παρουσιάζει την κοινωνική διάσταση του ασυνείδητου συμβολισμού και συμπληρώνει τις αντίστοιχες των Freud και Jung, που εξετάζουν κυρίως τον ατομικό συμβολισμό ονείρων, φαντασιώσεων, διαταραχών κτλ. Η επίδρασή του υπήρξε τεράστια, όχι μόνο στη μελέτη του αρχαίου πολιτισμού αλλά και στη σύγχρονη Λογοτεχνία, αφού έκανε δημιουργούς όπως ο Eliot, ο Yeats, ο Lawrence και ο Joyce να ενδιαφερθούν για τα αρχέτυπα.
Η επίδραση των απόψεων των Jung και Frazer δημιουργεί νέα τάση στις λογοτεχνικές σπουδές, η οποία στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται με τον όρο ‘αρχετυπική κριτική’, και συχνά χρησιμοποιείται παράλληλα με τον όρο ‘μυθική κριτική’, αφού ο μύθος είναι ένας από τους βασικούς τρόπους μετάδοσης των αρχετύπων. Η αρχετυπική κριτική είναι προσέγγιση της Λογοτεχνίας η οποία εστιάζει την προσοχή της σε όλα τα γενικά και επαναλαμβανόμενα στοιχεία που παρατηρούνται στα λογοτεχνικά κείμενα και δεν μπορούν να εξηγηθούν ως ιστορική παράδοση ή επίδραση. Από την άποψη αυτή, η αρχετυπική κριτική περιγράφει, ερμηνεύει και αξιολογεί το λογοτεχνικό έργο μέσα από τη διακειμενική σχέση και αλληλεπίδρασή του με άλλα έργα, όσον αφορά στη συχνή χρήση των ίδιων καταστάσεων, χαρακτήρων, εικόνων, θεμάτων ή πλοκής. Εξάλλου, καθώς δέχεται ότι τα αρχέτυπα είναι παρόντα στο σύνολο της Λογοτεχνίας, μελετά κάθε έργο ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, αποτολμώντας παρατηρήσεις και συσχετισμούς ευρύτερης ισχύος και φτάνοντας έως την ιδέα της παγκόσμιας Λογοτεχνίας.
Η αρχετυπική κριτική αρχίζει να αναπτύσσεται κυρίως στα χρόνια 1930-1960 από μελετητές όπως οι Bodkin, Graves, Campbell, Wheelwright, Fergusson, Knight, Chase, Frye κ.ά. Από αυτούς, ο πρώτος που μελέτησε αυτόνομα τα λογοτεχνικά αρχέτυπα, ανεξάρτητα από τις ανθρωπολογικές ή ψυχολογικές τους πηγές, ήταν ο Frye, για τον οποίο τα αρχέτυπα είναι παρόντα στη Λογοτεχνία με όποιον τρόπο και αν βρέθηκαν εκεί. Ο Frye ταυτίζει το αρχέτυπο με τον μύθο και τον χρησιμοποιεί ως βάση για την τυπολογία ολόκληρου του λογοτεχνικού συστήματος. Οι τέσσερις ‘μύθοι’ του, που βασίζονται στην αντίθεση του πραγματικού και του ιδεατού και σχετίζονται με τον εποχικό κύκλο, έχουν το σχήμα της τετραδικότητας και αντιστοιχούν στα τέσσερα αφηγηματικά γένη: Άνοιξη – κωμωδία, Καλοκαίρι – μυθιστορία, Φθινόπωρο – τραγωδία, Χειμώνας – ειρωνεία και σάτιρα.
Μετά τον Frye ακολουθούν αρκετοί κριτικοί που κατορθώνουν να δείξουν ότι αρχέτυπα μπορούν να ανιχνευθούν και στην πλέον νεωτερική Λογοτεχνία. Όσον αφορά στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν τα αρχέτυπα να ξεπερνούν τα χρονικά και πολιτισμικά εμπόδια, οι γνώμες των κριτικών διχάζονται: Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για διαδικασία αυθόρμητη και λίγο πολύ ανεξέλεγκτη, που απλώς συνεχίζεται από γενιά σε γενιά, και άλλοι τη χαρακτηρίζουν ως υπερβολικά περίπλοκη μεταδοτική διαδικασία. Πάντως, η ιδέα της ύπαρξης αρχετύπων στη Λογοτεχνία επηρεάζει όλες τις θεωρίες τις σχετικές με την πρωτοτυπία του δημιουργού και συνδέεται με την έννοια της διακειμενικότητας. Το ενδιαφέρον για την αρχετυπική κριτική αναθερμαίνεται τη δεκαετία του ’70 από τη φεμινιστική κριτική, οι εκπρόσωποι της οποίας υποστηρίζουν ότι, έως ένα βαθμό, η ανάδυση της γυναικείας γραφής είναι δυνατόν να συσχετιστεί με τον πλούτο του αρχετυπικού υλικού που συναντάμε σε ορισμένους αρχαίους μύθους. Χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Jung, η φεμινιστική κριτική στηρίζει την άποψη ότι τα αρχέτυπα που μπορεί κάποιος να εντοπίσει στη γυναικεία γραφή συνιστούν σήματα από μια ξεχασμένη γυναικεία παράδοση, που φυσικά ερχόταν πάντοτε σε σύγκρουση με τους κυριάρχους πολιτισμικούς κανόνες.
Άλλες προσεγγίσεις, όπως της Μαρξιστικής Κριτικής ή της Νέας Κριτικής, δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γι’ αυτού του είδους τις μελέτες. Η αρχετυπική κριτική θεωρείται από αυτούς υπερβολικά απλουστευτική, γιατί παραγνωρίζει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της λογοτεχνίας και στρέφει την προσοχή της σε κάποιο αρχέτυπο/ μύθο τα οποία θεωρούνται αρχαιότερα και σημαντικότερα από το ίδιο το λογοτεχνικό έργο και περιορίζει τη Λογοτεχνία σε μια σειρά από μονότονα επαναλαμβανόμενα μοντέλα. Ωστόσο, στις κατηγορίες αυτές ο Frye απαντά ότι η μέθοδός του συμπληρώνει κατά κάποιον τρόπο την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση της Νέας Κριτικής, ενώ εμπνέει ή προετοιμάζει θεωρίες όπως ο δομισμός ή οι αναγνωστικές θεωρίες, και έννοιες όπως η διακειμενικότητα. Τις τελευταίες δεκαετίες η αρχετυπική κριτική, ως μέρος ευρύτερης κριτικής και ανθρωπολογικής προσπάθειας, αποτελεί βοηθητικό στοιχείο όλων σχεδόν των ειδολογικών, διακειμενικών ή συγκριτικών μελετών, οι οποίες αναλύουν δομές και θέματα που εμφανίζονται συχνά στα λογοτεχνικά γένη ή σε συγκεκριμένα έργα και δεν μπορούν πάντα να εξηγηθούν με βάση μια συγκεκριμένη ιστορική παράδοση.
Αυτά, λοιπόν, είναι όσα γράφουν συνήθως τα λεξικά και τα γενικά έργα τα οποία συνιστούν, παράλληλα, την κοινή αντίληψη περί αρχετύπων και της αντίστοιχης λογοτεχνικής κριτικής. Πρέπει εδώ να κάνουμε μερικές παρατηρήσεις, οι οποίες ανατρέπουν ουσιαστικά τα πιο πάνω λεγόμενα.
(i) Ο όρος ‘αρχετυπική κριτική’ δεν είναι ορθός, γιατί σημαίνει μια κριτική που η ίδια εκλαμβάνεται ως αρχετυπική, πράγμα αδύνατο. Ο σωστός όρος είναι ‘κριτική θεωρία των αρχετύπων’, δηλαδή μια κριτική που αναδύεται από και στηρίζεται στη θεωρία των αρχετύπων του Jung και ακόμα καλύτερα ‘αισθητική και κριτική θεωρία των αρχετύπων’.
(ii) Ο ισχυρισμός ότι ο Jung δεν ασχολήθηκε να εφαρμόσει τη θεωρία αυτή στη Λογοτεχνία είναι σφαλερός. Αντίθετα, ο Jung έγραψε σχετικά με μεγάλα λογοτεχνικά έργα και δημιουργούς, όπως για τον Φάουστ του Goethe, τον Οδυσσέα του Joyce, την αφελή και συναισθηματική ποίηση του Schiller, τον Προμηθέα και Επιμηθέα του Spitteler κ.ά. Έγραψε επίσης μελέτες ‘Για τη σχέση της Αναλυτικής Ψυχολογίας με την Ποίηση’, ‘Ψυχολογία και Λογοτεχνία’, καθώς επίσης για τη ζωγραφική του Picasso κτλ.
(iii) Τα αρχέτυπα δεν μεταδίδονται ούτε παραδίδονται από γενιά σε γενιά. Αντίθετα, είναι εγγενή πρότυπα ψυχο-νοητικής συμπεριφοράς κοινά σε όλη την ανθρώπινη φυλή και συνιστούν τα δομικά στοιχεία του συλλογικού ασυνειδήτου.
(iv) Η ταύτιση των αρχετύπων με τους μύθους και μόνο είναι εσφαλμένη. Μπορεί οι μύθοι και η Λογοτεχνία να είναι τα πλέον διαδεδομένα μέσα δια των οποίων γίνονται αντιληπτά τα αρχέτυπα, όμως αυτά δεν είναι τα μόνα. Τα αρχέτυπα παρατηρούνται σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, απλώς είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνουν αντιληπτά σε μερικές από αυτές, όπως για παράδειγμα στην επιστήμη.
(v) Η αντίληψη ότι η θεωρία αυτή οδηγεί σε απλουστευτική θεώρηση των πραγμάτων δεν είναι ορθή. Αντίθετα, οδηγεί σε βαθύτερη και πλέον πολύπλοκη θέαση των πραγμάτων πετυχαίνοντας αφαίρεση, γενίκευση και αλληλεπίδραση.
Για όλα αυτά όμως μιλάμε αναλυτικά σε όσα ακολουθούν. Στα κείμενα που εφαρμόζεται σήμερα η θεωρία των αρχετύπων δεν ακολουθούνται τα γενικώς λεγόμενα περί αυτής, στρεβλά και ψευδή πολλές φορές, αλλά η ορθόδοξη θεωρία του Jung και των συνεχιστών του έργου του, που οδηγεί σε διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης των λογοτεχνικών κειμένων και των συγγραφέων.
Τέλος, για να δώσουμε συγκεκριμένα στοιχεία για την ενασχόληση του Jung με την εφαρμογή της θεωρίας των αρχετύπων στη Λογοτεχνία αναφερόμαστε στο έργο του Collected Works.
(i) Στον τόμο 15, The Spirit in Man, Art, and Literature (Το Πνεύμα στον Άνθρωπο, την Τέχνη και τη Λογοτεχνία), και στις σελίδες 65-83 βρίσκουμε το δοκίμιο ‘On the Relation of Analytical Psychology to Poetry’ (Για τη Σχέση της Αναλυτικής Ψυχολογίας με την Ποίηση). Εδώ ο Jung συζητά τη σχέση μεταξύ Ψυχολογίας και τέχνης μελετώντας τη δημιουργική διαδικασία στην ποίηση και τη συσχέτισή της με την Αναλυτική Ψυχολογία. Δεν συζητιέται ο ουσιαστικός ορισμός της τέχνης, αφού αυτός θεωρείται ότι ανήκει στην Αισθητική και όχι στην Ψυχολογία. Αντιθέτως, διερευνώνται τα συναισθήματα και τα σύμβολα που περιβάλλουν την τέχνη. Η συζήτηση ξεκινά με κριτική στον αναγωγισμό που εφαρμόζει ο Freud. Αν και ο Freud έχει δίκιο υποστηρίζοντας ότι η βιογραφία ενός ποιητή διαφωτίζει τη δουλειά του, εντούτοις αυτή δεν την εξηγεί εντελώς. Η Αναλυτική Ψυχολογία αντιμετωπίζεται ως διαφορετική από την Κλινική Ψυχολογία. Η τελευταία πρέπει να απορριφθεί όταν εξετάζεται ένα έργο τέχνης, διότι το έργο τέχνης δεν είναι ασθένεια και απαιτεί διαφορετική αναλυτική προσέγγιση. Διακρίνονται δυο βασικοί τύποι τέχνης και παρέχονται κάποια κριτήρια για τη διαφοροποίησή τους. Το πρώτο (εσωστρεφές) είναι το αποτέλεσμα του ισχυρισμού του καλλιτέχνη για τη δική του συνειδητή επεξεργασία πάνω στο υλικό του. Το δεύτερο (εξωστρεφές) χαρακτηρίζεται από την πλήρη ταύτιση του καλλιτέχνη με το έργο του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο καλλιτέχνης φαίνεται ότι σταματά να είναι ανεξάρτητο άτομο και γίνεται ένα θρεπτικό μέσο για τη δημιουργία της τέχνης του. Η δημιουργική διαδικασία περιγράφεται ως κάτι το ζωντανό εμφυτευμένο στην ανθρώπινη ψυχή, ένα αυτόνομο σύμπλεγμα το οποίο έχει ζωή από μόνο του έξω από τη συνηθισμένη συνειδητότητα. Το αυτόνομο δημιουργικό σύμπλεγμα αναδύεται από το συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο αποτελείται από πρωταρχικές εικόνες ή αρχέτυπα. Περιγράφεται ο συναισθηματικός αντίκτυπος αυτών των εικόνων, όταν είναι παρούσες σε ένα έργο τέχνης. Συμπερασματικά, η δημιουργική διαδικασία ορίζεται ως η ασυνείδητη ενεργοποίηση μιας αρχετυπικής εικόνας και η μορφοποίησή της σε ένα τελειωμένο έργο. Η κοινωνική σημασία της τέχνης παράγεται από το γεγονός της επανανακάλυψης των χαμένων πρωταρχικών εικόνων που έρχονται από το βαθύτερο ασυνείδητο. Τέλος, σκιαγραφείται μια αναλογία μεταξύ του ρόλου του ασυνειδήτου στην ατομική εξέλιξη και αυτού της τέχνης στην εξέλιξη ενός έθνους: Ακριβώς όπως οι αντιδράσεις/ αντισταθμίσεις από το ασυνείδητο διορθώνουν τον μονοπλευρισμό της ατομικής στάσης, έτσι και η τέχνη αναπαριστά μια διαδικασία αυτορρύθμισης στη ζωή των εθνών και των χρονικών περιόδων.
(ii) Στη συνέχεια, στις σελίδες 84-105 υπάρχει το δοκίμιο ‘Psychology and Literature’ (Ψυχολογία και Λογοτεχνία). Εδώ περιγράφονται οι λόγοι για την προσέγγιση της Λογοτεχνίας από την άποψη της Αναλυτικής Ψυχολογίας και ο ρόλος της ανθρώπινης ψυχής και στους δύο αυτούς κλάδους. Η Ψυχολογία, μελέτη των ψυχικών διαδικασιών, μπορεί να εφαρμοστεί στη μελέτη της Λογοτεχνίας, διότι η ανθρώπινη ψυχή είναι η μήτρα όλων των τεχνών και επιστημών. Αυτή η προσέγγιση παίρνει δύο διαφορετικές μορφές. Στην πρώτη περίπτωση, το αντικείμενο της ανάλυσης είναι ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό επίτευγμα, ενώ στη δεύτερη είναι το δημιουργικό ανθρώπινο ον ως μοναδική προσωπικότητα. Αν και αυτές οι δύο όψεις της δημιουργικότητας συνδέονται στενά, καμία δεν μπορεί να εξηγήσει την άλλη. Στη συνέχεια περιγράφονται δύο τρόποι καλλιτεχνικής δημιουργίας: Ο ψυχολογικός, ο οποίος ασχολείται με οικείο υλικό από τη συνειδητή ζωή του ατόμου και ο οραματικός, ο οποίος ασχολείται με τις πρωταρχικές εικόνες που υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατανόηση. Ο πρώτος τρόπος αντιμετωπίζεται ως αναγωγή του καλλιτεχνικού οράματος στην προσωπική εμπειρία, αναγωγή που αποσπά την προσοχή μας από την ψυχολογία της δουλειάς της τέχνης και επικεντρώνεται στην ψυχολογία του καλλιτέχνη. Δίνονται κάποια παραδείγματα λογοτεχνικών έργων που χρησιμοποιούν τον δεύτερο, τον οραματικό τρόπο, που φέρνει στον συνειδητό μας νου νυχτερινούς φόβους. Από το ξεκίνημα της ανθρώπινης κοινωνίας βρίσκουμε ίχνη της προσπάθειας του ανθρώπου να εξοβελίσει αυτούς τους φόβους εκφράζοντάς τους με μαγικές ή εξιλαστήριες μορφές. Αναμένεται λοιπόν ο ποιητής να στραφεί σε αυτές τις μυθολογικές μορφές για να δώσει κατάλληλη έκφραση στις δικές του εμπειρίες. Εφόσον αυτές οι εικόνες αναδύονται από το συλλογικό ασυνείδητο, ο ψυχολόγος δεν μπορεί να κάνει πολλά για να τις φωτίσει, παρά να παρέχει συγκριτικό υλικό και μια ορολογία για τη συζήτησή τους. Αυτό που είναι σημαντικό για τη μελέτη της Λογοτεχνίας είναι ότι οι εκδηλώσεις του συλλογικού ασυνειδήτου είναι αντισταθμιστικές της συνειδητής στάσης. Τονίζεται η διπλή φύση της δημιουργικής προσωπικότητας: Ο καλλιτέχνης είναι και ανθρώπινο ον με προσωπική ζωή και φορέας απρόσωπης δημιουργικής διαδικασίας. Αυτή η διπλή φύση ασκεί πολύ μεγάλη πίεση στην καλλιτεχνική προσωπικότητα, διεγείροντας το επαγγελματικό ενδιαφέρον του ψυχολόγου. Εφόσον η δουλειά του καλλιτέχνη ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας του, έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από αυτές που αφορούν τη δική του, προσωπική μοίρα. Οι αρχετυπικές εικόνες που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης είναι ηθικά ουδέτερες. Έτσι, το μεγάλο έργο τέχνης είναι πάντα ηθικά και διανοητικά αμφίσημο. Για να συλλάβουμε το νόημά του, πρέπει να του επιτρέψουμε να μας διαμορφώσει όπως διαμόρφωσε τον καλλιτέχνη. Υποδεικνύεται ότι αυτή η participation mystique είναι το μυστικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας και το αποτέλεσμα που έχει η μεγάλη τέχνη σε αυτόν που την προσλαμβάνει.
(iii) Επίσης, υπάρχει μικρή αναφορά στον Gerard de Nerval (τόμος 18, σελίδα 779). Εδώ συζητιέται ο ψυχισμός του Gerard de Nerval με όρους του μεταθανάτια εκδομένου μυθιστορήματός του Aurelia. Το βιβλίο, το οποίο σχετίζει την άνιμά του και την ψύχωση, δείχνει πώς το συλλογικό ασυνείδητο εισέβαλλε στην εμπειρία του Nerval και εξηγεί γιατί αυτός δεν μπορούσε να συνδέσει το ασυνείδητο με την πραγματικότητα και να αφομοιώσει τα αρχετυπικά της περιεχόμενα πριν την αυτοκτονία του.
-
Έννοια και Χρήση του Όρου ‘Αρχέτυπο’
-
Το Πλαίσιο Αναφοράς
Για να ορίσω το πλαίσιο αναφοράς, μέσα στο οποίο κινούμαι, πρέπει να παρουσιάσω μερικές σύντομες προτάσεις, όσον αφορά στη Θεωρία των Αρχετύπων. Μιλώντας γενικά, μπορώ να πω ότι η θεωρία αυτή θεμελιώνεται κυρίως στην άποψη του Jung για το συλλογικό ασυνείδητο και τα αρχέτυπά του. Τα τελευταία, είναι αρχέγονες εικόνες, οι οποίες θεωρούνται αντιπρόσωποι κλάσεων ισοδύναμων εικόνων ή μοντέλα/ δυναμικά σχήματα. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: Το προσωπείο, η σκιά, η συζυγία/ θείο ζεύγος, άνιμα και άνιμους (εσωτερική γυναίκα για τον άντρα – εσωτερικός άντρας για τη γυναίκα), το ζεύγος Γερο-σοφός και Μεγάλη Μητέρα, το Ταυτό/ αρχέτυπο της ολότητας και θεότητας, το θαυμαστό παιδί, το φιλοσοφικό δέντρο, το πνεύμα, η αναγέννηση, ο ήρωας, ο κατεργάρης, ο δρόμος/ τρόπος, καθώς και τυπικά παγκόσμια μυθολογικά θέματα, γεωμετρικά σχήματα, κυρίως ο ενεργειακός κύκλος (mandala), το τετράγωνο ή η τετράδα και μερικά άλλα δευτερότερα. Τα αρχέτυπα αποτελούν τη δομή της ψυχής και τα θεμέλια της Λογοτεχνίας, πράγμα που μας ενδιαφέρει εδώ.
Μιλώντας περισσότερο αναλυτικά, μπορώ να πω ότι τα επιφανειακά στρώματα του ασυνειδήτου είναι ατομικά και γι’ αυτό ονομάζονται προσωπικό ασυνείδητο. Όμως, το προσωπικό ασυνείδητο στηρίζεται σε ένα βαθύτερο εγγενές στρώμα, το οποίο δεν προέρχεται από την ατομική ύπαρξη. Ακριβώς αυτό το υπόστρωμα, ονομάζεται συλλογικό ασυνείδητο, επειδή δεν είναι προσωπικό, αλλά πανανθρώπινο. Σε αντίθεση με την προσωπική ψυχή, περιέχει στοιχεία και μορφές συμπεριφοράς, οι οποίες είναι, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, ίδιες σε όλους τους ανθρώπους και σε όλους τους τόπους, δηλαδή είναι πανομοιότυπο σε όλα τα άτομα και συνθέτει, έτσι, κοινό/ καθολικό διαπροσωπικό ψυχικό υπόστρωμα. Η ψυχική ύπαρξη είναι δυνατόν να αναγνωριστεί μόνο με την παρουσία στοιχείων, τα οποία μπορούν να γίνουν συνειδητά. Νομιμοποιούμαστε, λοιπόν, να μιλάμε για ασυνείδητο, μόνο όταν είμαστε σε θέση να δείξουμε τα στοιχεία που περιέχει. Το προσωπικό ασυνείδητο περιέχει, κυρίως, συγκινησιακά φορτισμένα συμπλέγματα και αυτά ακριβώς αποτελούν την ατομική πλευρά της ψυχικής ζωής. Από την άλλη, τα περιεχόμενα του συλλογικού ασυνειδήτου είναι ακριβώς τα αρχέτυπα.
Το αρχέτυπο, ως αφηρημένη ιδέα μιας κλάσης πραγμάτων, αναπαριστά τα τυπικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά που μοιράζεται η κλάση. Έτσι, αποτελεί ένα παράδειγμα. Το αρχέτυπο είναι αταβιστικό και παγκόσμιο, προϊόν του συλλογικού ασυνειδήτου. Τα θεμελιώδη γεγονότα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι αρχετυπικά: Γέννηση, ανάπτυξη, αγάπη, οικογενειακή και φυλετική ζωή, θάνατος, για να μην αναφέρουμε τον αγώνα μεταξύ γονιών και παιδιών και την αδερφική αντιπαλότητα. Συγκεκριμένοι χαρακτήρες ή τύποι προσωπικότητας έχουν θεμελιωθεί ως αρχετυπικοί, για παράδειγμα: Ο επαναστάτης, ο Δον Ζουάν (γυναικοκατακτητής), ο ήρωας που τα κατακτά όλα, ο χωριάτης, ο νεαρός που πάντα κάνει το καλό, ο αυτοδημιούργητος, ο κυνηγημένος, η σειρήνα και η femme fatal, η μάγισσα, ο κατεργάρης, ο προδότης, αυτός που ανέρχεται την κοινωνική ιεραρχία, ο ένοχος που αποζητά την εξιλέωση, η δεσποινίδα που έχει περιπέσει σε κατάθλιψη, και ο αμαρτωλός. Επίσης, πολλά ζώα έχουν γίνει αρχετυπικά εμβλήματα, για παράδειγμα: Το λιοντάρι, ο αετός, το φίδι, ο λαγός και η χελώνα. Άλλα αρχέτυπα είναι το ρόδο, ο παραδείσιος κήπος και η κατάσταση της αθωότητας πριν την Πτώση. Τα θέματα περιλαμβάνουν το επίμοχθο κυνήγι ή την έρευνα, την επιδίωξη της εκδίκησης, την αντιμετώπιση δύσκολων αποστολών, την κατάβαση στον κάτω κόσμο, τις τελετουργίες συμβολικής γονιμότητας, καθώς και τα τελετουργικά απολύτρωσης.
Ετυμολογία και Χρήση του Όρου ‘Αρχέτυπο’
Αρχέτυπος: αρχή + τύπος, ο αρχικός τυπωθείς, ο αρχικόν τύπον έχων, ο πρωτότυπος.
Αρχέτυπο: ο αρχικός τύπος, το χρησιμεύον ως υπόδειγμα, το πρότυπο, το μοντέλο.
Σύμφωνα με τη Σούδα: Αρχέτυπον: πρωτότυπον και Αρχέτυπος: ο την αρχήν διδούς.
Το πρώτο συνθετικό ‘αρχή’ δηλώνει την προέλευση, την αιτία, την πρωταρχική πηγή και την αρχή, αλλά δηλώνει επίσης τη θέση ενός ηγέτη, τον ανώτατο κανόνα και την κυβέρνηση, με άλλα λόγια, ένα είδος ‘κυρίαρχου’. Το δεύτερο συνθετικό ‘τύπος’ σημαίνει ‘χτύπημα’ και ό,τι παράγεται από ένα χτύπημα, τη σφραγίδα μιας μορφής νομισμάτων, την εικόνα, το αντίγραφο, το πρωτότυπο, το μοντέλο, την κατάταξη, τη νόρμα. Στη μεταφορική, σύγχρονη έννοια, σημαίνει καλούπι, υποκείμενη μορφή, αρχέγονη μορφή -η μορφή, για παράδειγμα, που υπόκειται σε διάφορα παρόμοια ανθρώπινα, ζωικά ή φυτικά δείγματα. Η έννοια που δίνεται στο ‘τύπος’, ως η αποτύπωση που γίνεται από ένα χτύπημα, δεν είναι μονοσήμαντη και μπορεί να αναφέρεται και σε ένα καλούπι, μια κοίλη μορφή ή μήτρα. Τελικά, ο όρος σημαίνει αυτό που διαμορφώθηκε ήδη από την αρχή και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο.
Υπάρχουν, έως και τον 15ο μ.Χ. αιώνα, πολυάριθμα παραδείγματα χρήσης του όρου ‘αρχέτυπο’ στην ελληνική μορφή του ή στη λατινική μορφή archetypus. Την έννοια του αρχέτυπου, αλλά όχι και τη λέξη, εισάγει τόσο ο Ηράκλειτος, που αντιμετωπίζει την ψυχή ως την αρχετυπική πρώτη αρχή, όσο και ο Πυθαγόρας, που θεωρεί τον αριθμό αρχετυπικό στοιχείο του κόσμου. Η αρχετυπική ιδέα φαίνεται πως ήταν πάντα παρούσα και διάχυτη στην ανθρώπινη συνείδηση. Η έννοια αυτή δομείται από τον Πλάτωνα στη Θεωρία Μορφών, δηλαδή των αρχετυπικών Ιδεών, -Ομορφιά, Αλήθεια, Καλοσύνη κτλ.- όπου υποστηρίζει ότι η ουσία ενός πράγματος είναι η υποκείμενη μορφή ή Ιδέα του και ότι αληθινή γνώση αποκτάται, όταν η ψυχή φτάσει στην ανάμνηση αυτών των (αρχετυπικών) Ιδεών. Πράγματι, θεωρεί ότι η πραγματικότητα αποτελείται από τα αρχέτυπα -μορφές ή Ιδέες- πέρα από την αίσθηση, τα οποία είναι πρότυπα για όλα τα πράγματα που υπάρχουν στην ανθρώπινη εμπειρία. Τα αντικείμενα της εμπειρίας είναι απλώς παραδείγματα ή μιμήσεις εκείνων των αρχετυπικών μορφών. Τελικά, η άποψή του για τη γνώση, η ηθική θεωρία του, η ψυχολογία του, η έννοιά του για την πολιτεία και η προοπτική του για την τέχνη, πρέπει να γίνουν κατανοητές με τους όρους αυτής της θεωρίας. Ακριβώς μέσα από το δόγμα των καθολικών αρχετυπικών Ιδεών, διατυπώνεται αρχικά από τον Πλάτωνα η θεωρία του ρεαλισμού. Σύμφωνα με τον ρεαλισμό, τα καθολικά έχουν πραγματική και ανεξάρτητη ύπαρξη πριν και εκτός από τα ιδιαίτερα αντικείμενα. Είναι, πάντως, αξιοσημείωτο ότι ενώ χρησιμοποιείται η έννοια, δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται η ίδια η λέξη ‘αρχέτυπο’ στο έργο του Πλάτωνα.
Σύμφωνα με έρευνα σε διαθέσιμα κείμενα (TLG), η λέξη ‘αρχέτυπο’ φαίνεται ότι διασώζεται για πρώτη φορά στον ποιητή Σιμωνίδη: «εξ ιδίης έλκων αρχέτυπον κραδίης», τον 6ο π.Χ. αιώνα. Ο ποιητής και φιλόσοφος Εμπεδοκλής χρησιμοποιεί επίσης τη λέξη τον 5ο π.Χ. αιώνα: «δύο ηλίους, τον μεν αρχέτυπον τον δε φαινόμενον». Από τον 6ο π.Χ. έως και τον 15ο μ.Χ. αιώνα, η λέξη, σε διάφορους γραμματικούς τύπους, εμφανίζεται περισσότερες από εννιακόσιες φορές.
Ο όρος χρησιμοποιείται από τον Φίλωνα (1ος π.Χ. αιώνας), με την έννοια της ιδέας, δηλαδή ως το πρωτότυπο στον νου του Θεού, του οποίου όλα τα πράγματα είναι αντίγραφα. Εδώ τον συναντάμε επίσης σε σχέση με την εικόνα του Θεού, η οποία υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, και σε εκφράσεις όπως «αρχέτυπος σφραγίς» και «αρχέτυπον παράδειγμα». Ο ίδιος λέει: «η δε εικών λέλεκται κατά τον της ψυχής ηγεμόνα νουν, προς γαρ ένα τον των όλων εκείνον ως αν αρχέτυπον ο εν εκάστω των κατά μέρος απεικονίσθη, τρόπον τινά θεός ων του φέροντος και αγαλματοφορούντος αυτόν». Τον ίδιον αιώνα ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς λέει: «αρχέτυπον της αληθείας». Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται και από τον Πλωτίνο (3ος μ.Χ. αιώνας), ο οποίος αναφέρει την έκφραση «πολύ αρχετυπώτερον και αληθέστερον». Στον ίδιο συναντάμε επίσης εκφράσεις όπως: «αρχετύπων δε τάξιν έχει τα είδη», «έστιν ουν και εν τη φύσει λόγος κάλλους αρχέτυπος του εν τω σώματι, του δ’ εν τη φύσει ο εν τη ψυχή καλλίων, παρ’ ού και ο εν τη φύσει», «πάσα δε φύσει εικών εστίν, όσον αν το αρχέτυπον μένη», «αναγκαίον και εν νω το αρχέτυπον παν είναι».
Στο μεταξύ, ο Λογγίνος τον 1ο μ.Χ. αιώνα λέει: «αυτή μεν πρώτον τι και αρχέτυπον γενέσεως στοιχείον επί πάντων υφέστηκεν». Το 2ο μ.Χ. αιώνα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει: «υιός του νου γνήσιος ο θείος λόγος, φωτός αρχέτυπον φως», ενώ ο Ωριγένης λέει: «αληθινός ούν θεός ο θεός, οι δε κατ’ εκείνον μορφούμενοι θεοί ως εικόνες πρωτοτύπου, αλλά πάλιν των πλειόνων εικόνων η αρχέτυπος εικών ο προς τον θεόν εστί λόγος». Εξάλλου, τον 5ο μ.Χ. αιώνα ο Πρόκλος εκφράζει την άποψη ότι: «των γαρ εμφανών οι αφανείς αρχέτυποι εισίν», ενώ ο ποιητής Λουκίλλιος χρησιμοποιεί την έκφραση: «έμπνοον αρχέτυπον». Επίσης, ο όρος αρχέτυπο συναντάται στα Ερμητικά κείμενα, στον Ειρηναίο, στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και στον Αυγουστίνο. Συγκεκριμένα, στο Corpus Hermeticum ο Θεός ονομάζεται «το αρχέτυπον φως», ενώ υπάρχει και η έκφραση «είδες εν τω νω το αρχέτυπον είδος, το προάρχον της αρχής της απεράντου», καθώς επίσης «το αρχέτυπον πνεύματος, το αρχέτυπον ψυχής». Ο όρος εμφανίζεται επίσης στο Adversus Haereses του Ειρηναίου, ο οποίος λέει: «Ο δημιουργός του Κόσμου δεν έπλασε αυτά τα πράγματα κατευθείαν από τον εαυτό του, αλλά τα αντέγραψε από αρχέτυπα έξω από τον εαυτό του». Στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη υπάρχουν εκφράσεις όπως «άυλα αρχέτυπα» και «αϋλους αρχετυπίας», «αρχέτυπος λίθος», «την θεοειδή των αρχετύπων αλήθειαν», «των αρχετύπων κάλλος» και «αρχετύποις κάλλεσι», «το αρχέτυπον είδος», «την αρχέτυπον νόησιν», «των αρχετύπων απεικονίσμασι», «της αρχετύπου σφραγίδος», «της μιας και όλης και ταυτής αρχετυπίας», «το εξηρημένως αρχέτυπον» και «το αρχέτυπον εκφαινόμενον».
Το λατινικό αντίστοιχό του, ideae principalis, μπορεί να βρεθεί στο De Diversis Auaestionibus του Αγίου Αυγουστίνου, και αργότερα στο De Occulta Philosophia, Libra Tres του Agrippa von Nettersheim. Ο Αυγουστίνος λέει τα εξής: «Οι πρωταρχικές ιδέες είναι καθορισμένες μορφές, σταθερές και αμετάβλητες αιτίες πραγμάτων, καθαυτές άμορφες, αιώνιες και ομοιότροπες, οι οποίες εμπεριέχονται στη θεία κατανόηση. Μολονότι οι ίδιες δεν χάνονται, όλα όσα μπορούν να δημιουργηθούν και να χαθούν διαμορφώνονται σύμφωνα με το πρότυπό τους. Η ψυχή δεν μπορεί να τις διακρίνει, εκτός και αν είναι η ορθολογική ψυχή». Όλες αυτές οι εκφράσεις και απόψεις έχουν ιδιαίτερη σημασία και τις συναντάμε στον Jung, που τις χρησιμοποιεί για να δομήσει τη θεωρία του περί των αρχετύπων.
-
Χρήση του Όρου ‘Αρχέτυπο’ στους Νεότερους Χρόνους
Κατά τους νεότερους χρόνους, ο όρος εμφανίζεται επίσης στο De Dignitate Hominis του Pico della Mirandola (15ος αιώνας), από το οποίο μπορεί να παραχθεί η χρήση του από τους πλατωνιστές του Cambridge και ειδικότερα τον Henry More (17ος αιώνας). Τον 16ο αιώνα, ο Kepler χρησιμοποιεί τον όρο archetypus για να αναφερθεί στις ιδέες ή τις προ-υπάρχουσες μορφές στον νου του Θεού που είναι γεωμετρικής φύσης. Επειδή η ανθρώπινη ψυχή είναι, σύμφωνα με τον Kepler, η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος είναι σε θέση να διακρίνει τις αρχετυπικές γεωμετρικές μορφές σύμφωνα με τις οποίες είναι δομημένος ο κόσμος. Άλλες χρήσεις του όρου archetypus μπορούν να βρεθούν στην έκδοση του 1641 του Descartes Meditationes Prima Philosophia και αργότερα στον Locke, στα βιβλία ΙΙ και IV του δοκιμίου του σχετικά με την ανθρώπινη κατανόηση.
Η πιο ξεχωριστή και γνωστή χρήση του όρου πριν από τον Jung εμφανίζεται στην ανάπτυξη της υπερβατικής μορφολογίας από τη Naturphilosophie τον 19ο αιώνα. Ο Richards επισημαίνει τη διανοητική διάχυση της έννοιας του αρχέτυπου από το intellectus archetypus του Kant, το οποίο αναφέρεται στο σκόπιμο σχέδιο που συντονίζει τις αρχές οργάνωσης όλων των ζωντανών όντων, στην έννοια του Goethe του Urbild, το πρωταρχικό σχέδιο/ αρχέτυπο των σπονδυλωτών ζώων, που το εξίσωσε με το intellectus archetypus του Kant και στηρίζεται στην έννοια της ομολογίας. Η προσέγγιση στην έννοα της ομολογίας, αλλάζει δραστικά από τον Δαρβίνο, ο οποίος μετατρέπει τη βάση της ομολογίας, από συνοχή προτύπων σε εξελικτικότητα, και για να το κάνει αυτό αλλάζει αναλόγως και την έννοια του αρχέτυπου.
Ο Goethe, που μελετούσε τη μορφολογία των φυτών και των ζώων, το 1790 διατυπώνει την άποψη ότι όλα τα φυτά που υπάρχουν μπορεί να κατάγονται από ένα κοινό πρόγονο, το Urpflanze, το πρωτο-φυτό ή αρχέγονο φυτό και ότι όλα τα όργανα των φυτών είναι ομόλογα, τροποποιήσεις μιας και μοναδικής δομής. Η άποψη αυτή επηρέασε σημαντικά τους Γερμανούς Naturphilosophen, οι οποίοι είχαν εντυπωσιαστεί βαθιά από την οικουμενική επανάληψη των ίδιων βασικών σχημάτων στα φυτά και στα ζώα. Τα ονόμασαν ‘αρχέτυπα’ και πίστευαν ότι μπορούν να τους αποκαλύψουν το σχέδιο της δημιουργίας. Η ιδέα ότι όλα τα φυτά που υπάρχουν έλκουν την καταγωγή τους από ένα μοναδικό πρόγονο ήρθε στον Goethe κατά την παραμονή του στη Σικελία, όπου αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο του στη βοτανική. Λέει: «Το αρχέγονο φυτό μπορεί να αποδειχτεί η πιο θαυμαστή δημιουργία του κόσμου, η ίδια η φύση θα με φθονεί γι’ αυτή. Με τη βοήθεια αυτού του προτύπου και του κλειδιού που θα το ανοίξει για μας, μπορούμε να βρίσκουμε φυτά ad infinitum, που όμως πρέπει δυνάμει να υπάρχουν, που μακριά από το να είναι σκιές ή λάμψεις της φαντασίας του ποιητή ή του ζωγράφου κατέχουν έμφυτα ένα δικαίωμα και μια αναγκαιότητα. Ο ίδιος νόμος ισχύει για όλα τα υπόλοιπα βασίλεια της ζωής». Τις καταστάσεις του έμφυτου δικαιώματος και της έμφυτης αναγκαιότητας με τις οποίες έπρεπε να συμμορφώνεται οποιαδήποτε υπάρχουσα και δυνατή μορφή ζωής, ο Goethe δεν ήταν σε θέση να τις καθορίσει, αλλά η διαίσθησή του έλεγε ότι δεν μπορούσαν να είναι τυχαίες. Δεν μπορούσαν, δηλαδή, να περιλαμβάνουν αυθαίρετα σχήματα, αλλά έπρεπε να συμμορφώνονται προς ορισμένα αρχετυπικά σχήματα περιορισμένα στο πεδίο τους από τη βασική δομή και χημεία της οργανικής ύλης. Η εξέλιξη δεν μπορεί να είναι τυχαία διεργασία, αλλά οφείλει να συμμορφώνεται με κάποιο αρχέτυπο, ένα συστηματικό σχέδιο όπως «τους αιώνιους νόμους που οδηγούν τους πλανήτες στην τροχιά τους».
Οι Naturphilosophen, οπαδοί του Goethe, ενστερνίστηκαν την αντίληψή του περί αρχετύπων, όχι όμως και την πίστη του στην εξέλιξη. Δεν αντιμετώπιζαν τα αρχέτυπα ως προγονικές μορφές από τις οποίες εξελίχτηκαν τα ομόλογα όργανα, αλλά ως σχήματα ενός σχεδίου, leitmotivs που με όλες τις δυνατές παραλλαγές τους είχαν συνυπάρξει από την ημέρα της δημιουργίας του κόσμου. Όποιες όμως και να ήταν οι πεποιθήσεις εκείνων των ανθρώπων, η αντίληψη της ομολογίας στερέωσε και έγινε ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας. Ζώα και φυτά είναι φτιαγμένα από ομόλογα όργανα, οργανίδια όπως τα μιτοχόνδρια, ομόλογα όργανα όπως τα βράγχια, και τους πνεύμονες, ομόλογα άκρα όπως τα χέρια και τις φτερούγες: Είναι τα σταθερά αρχέτυπα και ολόνια μέσα στη ροή της εξέλιξης. Στην πραγματικότητα, το φαινόμενο της ομολογίας, των αρχετυπικών σχημάτων, των μορφογενετικών πεδίων υπονοεί την αρχή της ιεραρχικής δομής στη φυλογένεση και στην οντογένεση, σύμφωνα με τον Koestler.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρήση όρων, οι οποίοι ουσιαστικά σημαίνουν το ίδιο πράγμα με το ‘αρχέτυπο’, όπως ο όρος ‘παράδειγμα’ από τον Kuhn, εντελώς πρόσφατα στη φιλοσοφία της επιστήμης. Το ‘παράδειγμα’ (paradigm) είναι λέξη της μόδας τα τελευταία σαράντα χρόνια, χάρη στον Kuhn. Εισάγεται από τη ελληνική στην αγγλική γλώσσα και σημαίνει πρότυπο (pattern), υπόδειγμα (exemplar) ή μοντέλο (model), δηλαδή ό,τι ακριβώς σημαίνει και το αρχέτυπο. Αυτή τη λέξη διασώζει και κάνει γνωστή στη σύγχρονη εποχή ο Kuhn. Θα μπορούσε εξίσου καλά να χρησιμοποιήσει τη λέξη αρχέτυπο. Οι δυο κύριες σημασίες του όρου παράδειγμα, στις οποίες επικεντρώνεται ο Kuhn, είναι οι εξής:
(i) Το παράδειγμα ως επίτευγμα, και
(ii) Το παράδειγμα ως ομάδα κοινών αξιών.
Τελικά, κατά τον Kuhn, η επιστήμη και η γνώση προχωράνε με τις επαναστατικές αλλαγές παραδείγματος. Ο ίδιος ο Kuhn μας ωθεί να αλλάξουμε εικόνα, να σταματήσουμε δηλαδή να θεωρούμε ότι η εξέλιξη υπόκειται μόνο στους κανόνες της ορθολογικότητας και της λογικής. Προτείνει επίσης μια νέα εικόνα: Μετά από την αλλαγή παραδείγματος τα μέλη της επιστημονικής ομάδας ζουν σε ένα διαφορετικό κόσμο από τους προκατόχους τους. Η επαναστατική αλλαγή μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ανάδυσης ενός νέου παραδείγματος/ αρχέτυπου, πράγμα που δεν συμβαίνει μόνο με ορθολογικό τρόπο –το αντίθετο μάλλον. Τότε δημιουργείται νέα θεωρία, νέα άποψη, νέα γλώσσα, νέο κοσμοείδωλο.
(συνεχίζεται)