Το ζήτημα είναι γνωστό: περί λογοκλοπής στην ποίηση. Μπορεί να μιλήσει κάποιος αφενός για τη διακειμενικότητα, αλλά και για κρυπτομνησία, αντικειμενική συστοιχία, συνειρμική αλυσίδα, ασυνείδητη ταύτιση κτλ. –όλα αυτά είναι γνωστά και δεν στέκομαι περισσότερο. Μπορεί όμως αφετέρου να μιλήσει για λογοκλοπή. Η επιλογή εξαρτάται από τις προθέσεις, τις επιθυμίες και τους στόχους του. Επιτρέψτε μου να αναφερθώ πιο κάτω σε κάποιες προσωπικές περιπτώσεις.
Το 1987 είχα ετοιμάσει τη συλλογή ‘Το Πρόσωπο της Ευτυχίας’ και πριν τυπωθεί την είχα δώσει στον Ελύτη, μαζί με το δοκίμιο μου για τη ‘Μαρία Νεφέλη’, να κάνει τις παρατηρήσεις του. Στη συλλογή αυτή υπάρχει το ποίημα Μέρες Χιονιού, ένα ποίημα ρέον τρεισήμισι σελίδων, το οποίο περιλαμβάνει μέρος από το γνωστό ποίημα-ποταμό του Οκτάβιο Παζ ‘Η Πέτρα του Ήλιου’. Επεσήμανα το γεγονός στον Ελύτη και του έθεσα το ερώτημα αν πρέπει να βάλω μια σημείωση σχετικά με αυτό. Απάντησε ότι στην ποίηση δεν βάζουμε σημειώσεις ούτε χρειάζεται γιατί το ποίημα είναι γνωστό και δεν πρόκειται να σε κατηγορήσει κάποιος για λογοκλοπή, όλοι το γνωρίζουμε, δεν πας να κοροϊδέψεις κάποιον, είναι σαν να χρησιμοποιείς το Πυθαγόρειο Θεώρημα για να υπολογίσεις κάτι, δεν σε κατηγορεί κανείς γι’ αυτό. Εκεί έληξε το θέμα και όταν κυκλοφόρησε η συλλογή μου έγραψε:
«Εκείνο που μου αρέσει είναι το λιτό ύφος το απαλλαγμένο από κουλτουριάρικες εκφράσεις και άλλες φλυαρίες. Ίσως να σας βοήθησε ο μαθηματικός που κρύβεται πίσω από τον ποιητή. Που κι αυτός είναι, από την άποψη αυτή, αναμάρτητος. Το ‘Πρόσωπο της Ευτυχίας’ στέκει σε υψηλό επίπεδο. Κι είναι από ειλικρίνεια, διάφανο»
(19-10-87).
Από ό,τι βλέπουμε δεν τον εμπόδισε το παραπάνω γεγονός να χαρακτηρίσει με θετικό τρόπο τη συλλογή, τονίζει πως είναι ειλικρινής και ο ποιητής αναμάρτητος –ούτε λογοκλοπές ούτε τίποτα σχετικό.
Το 2003 είχα εκδώσει τη συλλογή ‘Το Λάμδα του Μέλλοντος’. Μεταξύ άλλων στάλθηκε και στον Φ. Κακριδή, ο οποίος έγραψε:
«Η βιωματική αναδιήγηση, επέκταση και λυρική υπέρβαση της Νέκυιας είναι σωστή, και έχει μέσα της χωνεμένα στοιχεία και από τον Tennyson και από τον Δάντη [θαρρείς κι έχει διαβάσει τη μελέτη μου ‘Ο Οδυσσέας μετά την Ιθάκη’, περιοδικό Πόρφυρας (Κέρκυρα) τ. 92, 1999, σ.127-130], αλλά και από τον Σεφέρη, τον Καβάφη, τον Θεοδωράκη κ.ά -πολύ μοντέρνος τρόπος γραφής αυτός με τις πολλαπλές διακειμενικές παραπομπές. Τις σημειώσεις που μού έστειλες με πράσινο πρόσημο το πι-σί μου δεν τις διαβάζει, αλλά προτιμώ έτσι, πρώτα γιατί έχω γίνει πολύ τσιγκούνης με το χρόνο μου, ύστερα και γιατί από τον Σεφέρη ξέρουμε, και από άλλους ποιητές το ζούμε, να είναι οι προγραμματισμοί και οι ερμηνείες τους καταστροφή για τα έργα, που από τη στιγμή που δημοσιευτούν έτσι κι αλλιώς ανήκουν στους αναγνώστες να τα προσλάβουν όπως μπορεί καθένας τους, χωρίς δεκανίκια».
Αρκετά χρόνια αργότερα η Ανθούλα Δανιήλ γράφει:
«Το Λάμδα του Μέλλοντος είναι βαρύ φορτίο και απαιτεί βαθιά καταβύθιση από την πλευρά του μελετητή. Θέλει αρετήν και τόλμη, θέλει αναδίφηση στα βαθιά, έλεγχο της ρίζας και αξιολόγηση του καρπού, εφόσον ο Γαβαλάς έχει κάνει το δικό του άθλο, έχει συνθέσει τη δική του Οδύσσεια πλασμένη από όλες τις οδύσσειες ή σχεδόν όλες. Η μακρόχρονη κυοφορία του ποιήματος απαιτεί το ανάλογο της μελέτης του. Όμως, ούπω καιρός. Θα επιχειρήσω, ωστόσο, βασισμένη στην προσφορά του ποιητή, όσο μπορώ, τούτο τουλάχιστον θα προσπαθήσω, πιστή στο χρέος και αιχμάλωτη στους στίχους που παλεύουν μέσα μου να αναδυθούν, όπως ο Καβάφης μόλις τώρα.
Η συλλογή αποτελείται από πέντε ενότητες και έχει συμπεριλάβει στο κόρπους της τη σκέψη όλου του κόσμου, αρχίζοντας από την «Οδυσσεική συνείδηση» (ποιήματα 1 –11), με όχημα την ομηρική Οδύσσεια και ειδικά το λ΄, τη ραψωδία που περιέχει την Νέκυια, δηλαδή, την κάθοδο του ποιητή στον Άδη.
Το ταξίδι αυτό επεχείρησαν, καθένας με τον τρόπο του, και άλλοι ποιητές, που σχεδόν όλους έχει κατά νου ο Γαβαλάς, εκκινώντας, όμως, όπως είναι το σωστό, από το παρελθόν και κοιτάζοντας στο απώτερο μέλλον. Είναι ταξίδι αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας. Έτσι η εκκίνηση θα γίνει από την δική μας Οδύσσεια και το δικό της λ΄, αυτό είναι το αρχετυπικό όχημα, το πρώτο στο είδος του. Κατά τον πλουν θα ενισχυθεί με άλλες οδύσσειες, θα εμπλουτιστεί με δυνατές εμπειρίες και παρορμήσεις, θα συναντηθεί με την παραλλαγή του Καβάφη, με το μύθο της Μέδουσας, με τα κάντο του Πάουντ, με τον Δάντη και τη Θεία Κωμωδία, με τα όνειρά του, τις περιπλανήσεις του μετα-ομηρικού μύθου που επιχείρησε ο Άλφρεντ Τένισον, θα συμπεριλάβει την περίπτωση της Μαρίνας του Έλιοτ, τις μεταμορφώσεις του Οβιδίου, θα αξιοποιήσει τέλος το μύθο του Ιωνά που τον κατάπιε το κήτος στην Παλαιά Διαθήκη. Όλες αυτές οι περιπτώσεις θα γίνουν οι μεταμορφώσεις της μιας και μοναδικής, της δικής του αυτοεξερεύνησης. Όπως διαπιστώνουμε, αυτό το ταξίδι, στη μακρά πορεία του, δεν πηγαίνει κατευθείαν μπροστά αλλά με συχνές παλινδρομήσεις, σαν καρδιογράφημα, πάει κι έρχεται, κι εκεί σ’ αυτές τις ανηφόρες- κατηφόρες θα συναντήσει, στην ουσία, τον εαυτό του. «Μακριά στο σώμα και μακριά στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι», λέει ο Ελύτης (Ο μικρός Ναυτίλος, «Έξοδος»), προσφέροντας τη δική του παραλλαγή στον νεότερο ποιητή, ο οποίος ταξίδεψε μακριά στα κείμενα των άλλων με τον ίδιο φιλόδοξο στόχο.
Η δεύτερη ενότητα, ΙΙ, «Τόπος ου τόπος» θα μπορούσε να μας ταξιδέψει στην γνωστή μας μυθολογική ουτοπία. Αλλά ο Γαβαλάς μάλλον ακούει από την άλλη ήπειρο το μετέωρο γέλιο που πλανιέται «πάνω από τη φωτιά/ όπως άνεμος κάποτε / πάνω από τα νερά». Η ανθρώπινη απουσία είναι αισθητή, αν και «δεν υπάρχει κανένας / να ακούσει αυτό το γέλιο/ και όμως/ το γέλιο υπάρχει». Εδώ, βέβαια, προκύπτει σοβαρό και αναπάντητο φιλοσοφικό ερώτημα: υπάρχει το γέλιο, όταν δεν υπάρχει η συνείδηση που το αντιλαμβάνεται; Στο ποίημα ΙΙ,6 ο ποιητής μας προτρέπει να ακούσουμε «αυτόν τον ήχο/… πριν το χάος του θανάτου». Στο ποιητικό του σταυροδρόμι έχει ήδη συναντηθεί με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος με τη δική του καλλιτεχνική πινελιά μας άφησε κληρονομιά αυτό τον ήχο: «κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα… τη λιωμένη σάρκα/, πάντα θα βγαίνει/ ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα» («Σονέτα, Πατρίδες! Αέρας, γη νερό φωτιά»), πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα ότι η ποίηση έχει τους δικούς της μυστικούς δρόμους για να συναντώνται οι ποιητές μεταξύ τους, εκόντες άκοντες.
Στην ΙV ενότητα, ο μυθικός ήρωας «Βελλερεφόντης» προσφέρει τη συνδρομή του στον νεότερο φιλόδοξο επίγονο. Με Πήγασο το όνειρο, θα επιχειρήσει αυτό που λέει το μότο του: «Μονάχα πια στο όνειρο επιστρέφω σπίτι μου». Η περιήγηση θα εκκινήσει από τη ασφάλεια που παρέχει η πραγματικότητα για να απλωθεί στη φανταστική επίσκεψη του αρχαίου μάντη: ερχότανε «ο Τειρεσίας με τα φίδια του» σαν πρόσωπο της οικογένειας. Η εξέλιξη ισοπέδωσε το σπίτι, αλλά ό,τι χάθηκε από την πραγματικότητα αναπληρώνεται από το όνειρο. Η περιδιάβαση γίνεται μέσα σε ανθισμένους κήπους, αλλά το σπίτι δεν υπάρχει. Ο ποιητής θα συμπεριλάβει στη διαδρομή του και τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου για να επιρρίψει στην Ελένη την ευθύνη για το κακό που έγινε στην Τροία. Με τρία επίθετα θα της φορτώσει όλη τη συμφορά του πολέμου: «έλεναυς έλανδρος ελέπτολις». Αυτή είναι η καταστροφέας πλοίων, ανδρών και πόλεως. Ποια είναι αυτή και τι συμβολίζει η Ελένη με την καταστροφική ομορφιά; Μην είναι η ζωή η ίδια, η οποία πορεύεται καθημερινώς, φέροντας ένα ισοζύγιο στη ζωή μας και στην φθορά μας;
Μια άλλη έκπληξη περιμένει στο 15ο ποίημα: «Ο νους τραβάει την κατηφόρα/ με σημαίες κουρελιασμένες /ταμπούρλα βουβά/ σάλπιγγες να μην ηχούν πια», όπου φυσικά αναγνωρίζουμε ανεστραμμένους τους στίχους του Ρίτσου, με όλη την απαισιόδοξη διάθεση για την εξέλιξη των αγώνων. Τέλος ο ποιητής θα διαπιστώσει πως «Ναι εγώ είμαι εγώ/ συγχρόνως ένας άλλος», νοιώθοντας σαν τον Αρθούρο Ρεμπώ αποξενωμένος από τον εαυτό του: je est un autre. Και αυτή ίσως είναι η πιο σημαντική αλήθεια. Ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος αλλάζοντας συνεχώς και ισοφαρίζοντας φθορές και αφθαρσίες.
Και φτάνουμε στο τελευταίο μέρος, το V της σύνθεσης (που μοιάζει με ανεστραμμένο κεφαλαίο Λ του αλφαβήτου και του κεφαλαίου «λάμδα» της συλλογής. Να υπάρχει μια μυστική δύναμη που κατευθύνει τα νήματα και τα σχήματα;). Εκεί ο ποιητής ολοκληρώνει την περιήγησή του και τη μεταμόρφωσή του. Σπρωγμένος από τον άνεμο, τη ζωή, παρακινημένος από βιβλία, σκέψεις και ονειρικές περιπλανήσεις βρίσκεται μπροστά στον «Κοσμικό Μηχανισμό», «Ραδιοτηλεσκόπιο της επικοινωνίας/ ανολοκλήρωτο δισκοπότηρο της κοινωνίας/ Ζω ουκέτι εγώ/ ζει εν εμοί μηχανή, Ιώδες και χρυσό φως/ ξεχύνεται από την κεραία της/ Anno mirabilis 2050/ και ήσουν τότε στα 101/ πάει να πει 5/ είπε ο Δρ Ρώταλάουφ στην Κα Ζεν/ καθώς τελικά συναντηθήκανε./ Αυτά είχανε πια τελειώσει για πάντα/ Μονάχα ο άνεμος βρίσκεται ακόμα παντού». Ο Σεφέρης αφήνει ανοιχτό το ερώτημα, στο σκανδαλιστικό αλληγορικό του ποίημα. Ο Γαβαλάς όμως διείδε ότι τελικώς ο Δρ Ρωτλάουφ και η κυρία Ζεν συναντήθηκαν. Αυτό είναι τελικώς παρήγορο; Ποιος ξέρει. Νέο ερώτημα ανέκυψε.
Συμπέρασμα, πρόχειρο και συνοπτικό. Ο ποιητής κατεβαίνει στα εσώτατα του είναι του, στα βαθύτερα του νου του, μέσα από την παγκόσμια φιλολογία. Αναζητεί εαυτόν, αναρωτιέται για το «γνώθι σ’ αυτόν», εκκινεί από το μύθο και αποβιβάζεται στο 2050, στο χρόνο που τον ξεπερνάει, όπου ηλικίας 101 ετών, αλλά, σύμφωνα με την μαθηματική αλχημεία, είναι πέντε ετών, παιδί μικρό έτοιμο για τον κόσμο του μέλλοντος («χαζός» και «άπορος» σαν τον Δρ Ρωτλάουφ;). Κι ο κόσμος τι κόσμος είναι; Και ο Θεός; Όλα εξαρτήματα μιας τεράστιας μηχανής που δουλεύει ακούραστα και μας ταξιδεύει. Το «λάμδα» του μέλλοντος δεν είναι τίποτα άλλο από την αναπότρεπτη μελλοντική μας μεταμόρφωση, σ’ ένα κράμα παλαιάς θρησκείας και σύγχρονης ψυχρής τεχνολογίας. Ο Δημήτρης Γαβαλάς θα μπορούσε παραφράζοντας τον Γουάλας Στίβενς να ισχυριστεί: «Υπήρξα ο κόσμος που διάβασα και ένιωσα». Και μόνο αυτό το ταξίδι είναι μια δικαίωση για κάθε σκέψη» (Φρέαρ, 03/06/2015).
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να με κατηγορήσει για λογοκλοπή, αλλά ούτε ο Ελύτης, ούτε ο Κακριδής, ούτε η Δανιήλ το έκαναν. Θα μπορούσε κάποιος σήμερα να με κατηγορήσει –αλλά δεν θα το κάνει για τον απλούστατο λόγο ότι δεν απειλώ κανένα: ούτε βραβεία παίρνω, ούτε περιοδικά βγάζω, ούτε στη λογοτεχνική πιάτσα θορυβώ περί το άτομό μου, οπότε δεν ενδιαφέρονται αν κάνω ή όχι λογοκλοπή, δεν τους αφορά το ζήτημα. Το ζήτημα τους αφορά εκεί που θεωρούν ότι απειλούνται, δεν ενδιαφέρονται για τη λογοκλοπή, αν ενδιαφερόντουσαν θα κατήγγειλαν τον καθένα που το κάνει, αλλά δεν το κάνουν –αυτό είναι η πρόφαση, η εκλογίκευση, άλλα τους ενοχλούν, μήπως χάσουν τα πρωτεία και τα πάρει κάποιος άλλος. Ποιος πάει για το καλύτερο μονάχα ο Θεός το ξέρει –κι αυτό λογοκλοπή είναι. Ας αφήσουμε λοιπόν τα περί πνευματικής ιδιοκτησίας και ας επιτρέψουμε στις ιδέες, όπως κι αν εκφράζονται, να κυκλοφορούν στον αέρα –κι αυτό λογοκλοπή είναι. Σε λίγα χρόνια κανείς δεν θα μας θυμάται και αυτό που διδάσκουμε στους νέους είναι απωθητικό.