You are currently viewing Δημήτρης Γαβαλάς: Ο Σκοτεινός ο Θάλαμος

Δημήτρης Γαβαλάς: Ο Σκοτεινός ο Θάλαμος

Ξημερώνοντας, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. ­Ελύτης, Η πορεία προς το μέτωπο/ Άξιον Εστί

 

Κατά την πορεία προς το μέτωπο ξεκινάμε πάλι μπροστά, από το συμβατικό προς το μη-συμβατικό, εντελώς ασυναίσθητα ‘προσθέτουμε’ κάποια αντικείμενα, όπως για παράδειγμα απειροστά, απείρως μεγάλα, και ιδιότητες όπως μη-διακριτότητα, ασάφεια κ.τ.ό., τα οποία δεν έχει το συμβατικό. Επομένως, αν θέλουμε να γυρίσουμε πίσω, να διαγράψουμε την αντίστροφη πορεία, όλα αυτά πρέπει να τα ‘αφαιρέσουμε’. Άρα, πρέπει να βρούμε τρόπο να ‘αφαιρέσουμε’ όσα ‘προσθέσαμε’ για να ξαναπάρουμε από το μη-συμβατικό το συμβατικό. Αυτό υποβάλλει τη διαδικασία διεύρυνσης/ επέκτασης έναντι της συρρίκνωσης/ περιορισμού.

 

Έχουμε το συμβατικό και το μη-συμβατικό, την πορεία από το πρώτο στο δεύτερο και την αντίστροφη πορεία και τις σχέσεις μεταξύ αυτών. Την κατάσταση αυτή μπορούμε να την προτυποποιήσουμε, να βρούμε, δηλαδή, ένα μοντέλο που να επαληθεύει τα βασικά στοιχεία και ένα τέτοιο μοντέλο παίρνουμε αν ακριβώς ερμηνεύσουμε τους όρους με διαφορετικό τρόπο με τη βοήθεια των εννοιών του μοντέλου αυτού. Να ερμηνεύσουμε, δηλαδή, τους όρους που υπεισέρχονται με διαφορετικό τρόπο από τον συνηθισμένο και αυτόν που θεωρούμε φυσικό μέχρι τώρα. Έτσι, λοιπόν, τα αντικείμενα και τις σχέσεις τους να τα επανερμηνεύσουμε με κατάλληλο τρόπο, ώστε κάθε τι να παραμένει αληθές, αλλά με διαφορετική έννοια.

Ας θεωρήσουμε της εξής κατάσταση:

1ο βήμα: Μπαίνουμε σε ένα άγνωστο και κατασκότεινο θάλαμο. Στη φάση αυτή δεν βλέπουμε τίποτα και άρα μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι δεν υπάρχουν καθόλου αντικείμενα. Επομένως, ο θάλαμος είναι κενός για τον παρατηρητή.

2ο βήμα: Μετά από λίγο αρχίζουμε να συνηθίζουμε στο σκοτάδι, εξοικειωνόμαστε και διακρίνουμε τα πρώτα κοντινά και μεγάλα αντικείμενα. Στη συνέχεια και σταδιακά διευρύνουμε τον κύκλο των αντικειμένων που διακρίνουμε, αλλά από ένα σημείο και πέρα όσο και να μένουμε στον θάλαμο, λόγω της φύσης της κατάστασης, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τίποτα περισσότερο, γιατί τα υπόλοιπα αντικείμενα είναι απρόσιτα στη συνείδησή μας. Αυτό είναι το Σύμπαν των συνηθισμένων, προσιτών και σαφών ή σχετικά σαφών σε αυτή τη φάση, αντικειμένων για τον παρατηρητή.

3o βήμα: Κάποιος ρίχνει φως και ο παρατηρητής μπορεί τώρα να διακρίνει όλα τα αντικείμενα μέσα στον θάλαμο και όχι μόνον αυτό, αλλά και να έχει σωστή αντίληψη για το τι ακριβώς είναι το καθένα από αυτά, επειδή στο προηγούμενο βήμα μπορούσε να διακρίνει κάποια αντικείμενα, αλλά δεν ήταν βέβαιος για το τι ακριβώς πρόκειται. Αυτό είναι το Σύμπαν όλων των αντικειμένων, ενώ τα επιπλέον αντικείμενα, που διακρίνονται μονάχα με το φως, αποτελούν το Σύμπαν των μη-συνηθισμένων και απρόσιτων αντικειμένων.

 

Επίσης, η δράση της συνείδησης πάνω στο κενό δημιουργεί το Σύμπαν, δηλαδή από την κενότητα ξεπροβάλλει η συμπαγής πληρότητα. Ακόμα, το μη-συμβατικό αποτελεί επέκταση του συμβατικού λόγω της φύσης των πραγμάτων.

 

Ενώ δεν υπάρχει η συνειδητή πρόθεση ούτε να προσθέσουμε αντικείμενα στο κλασικό Σύμπαν ούτε να καταφύγουμε σε κάποια επέκτασή του, εντούτοις στην πράξη υπάρχει μια ‘ψυχολογική αίσθηση’ επέκτασής του, αφού αποκαλύπτονται στοιχεία, που ήταν άγνωστα στο κλασικό Σύμπαν. Κατά μια άποψη, η νέα θέαση του κλασικού Σύμπαντος και η εισαγωγή των νέων επιπλέον κανόνων, που αυτή συνεπάγεται, φέρνουν στη ζωή στοιχεία τα οποία δεν υποπτευόμαστε στο παραδοσιακό Σύμπαν και στην αντίστοιχη κλασική θεωρία. Ενώ αυτό το Σύμπαν δεν έχει αλλάξει, ως προς τον εαυτό του και ως προς αυτό που πάντα ήταν, οι άνθρωποι που εργάζονται στο μη-συμβατικό διακρίνουν πια περισσότερα στοιχεία σε αυτό, και γι’ αυτό υπάρχει και η ανάγκη για την εισαγωγή μιας πιο πλούσιας και ευρύτερης αξιωματικής. Φυσικά αυτά τα μη αναμενόμενα στοιχεία ήταν πάντα εκεί, μπορούμε να πούμε βέβαια εκ των υστέρων, αλλά εμείς δεν τα βλέπαμε. Άρα, ως προς εμάς υπάρχουν αυτά τα νέα στοιχεία και συνιστούν ένα νέο σύνολο, το οποίο είναι εντελώς ξένο ως προς το αρχικό και μπορούμε να το θεωρήσουμε επέκταση του αρχικού. Όταν πιο πάνω χρησιμοποίησα τις εκφράσεις «φέρνουν στη ζωή στοιχεία που δεν υποπτευόμαστε» και «διακρίνουν πια περισσότερα στοιχεία», εκφράσεις που αυθόρμητα χρησιμοποιούνται, εννοώ ακριβώς ότι αυτά τα νέα στοιχεία υπάρχουν ως προς τον παρατηρητή, δηλαδή συγκεκριμένα ως προς τη συνείδηση του παρατηρητή, όπου δεν υπήρχαν προηγουμένως. Επομένως, έχουμε φαινόμενο ανάδυσης μη-συνειδητών στοιχείων και ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της συνείδησης του παρατηρητή, πράγμα που βιώνεται από αυτόν ως διόγκωση ή επέκταση και γι’ αυτό δημιουργείται η αντίστοιχη ‘ψυχολογική αίσθηση’, όπως τη λέμε.

 

Αν τα κλασικά, συνήθη, προσιτά, σαφώς παρατηρήσιμα αντικείμενα, που περιέχει το κλασικό και αρχικό Σύμπαν, τα ονομάσουμε standard, τότε τα νέα αντικείμενα τα ονομάζουμε nonstandard. Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι, ένα αντικείμενο ή είναι standard ή είναι nonstandard. Πρέπει να είμαστε ικανοί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αποφασίσουμε ποιο είναι αληθές: και οι δυο τύποι αντικειμένων πράγματι υπάρχουν. Δεν προσθέτουμε λοιπόν συνειδητά νέα στοιχεία στο κλασικό Σύμπαν, αλλά όμως υποθέτουμε ότι μπορούμε να διακρίνουμε την ιδιότητα standard ή nonstandard μεταξύ αυτών. Οπότε χωρίζουμε τα στοιχεία σε standard και nonstandard και επειδή μέχρι τώρα μόνο τα standard βλέπαμε, πρακτικά είναι ως να προσθέτουμε τα nonstandard στα standard, δηλαδή στο κλασικό Σύμπαν προσθέτουμε το νέο Σύμπαν και παίρνουμε ένα διευρυμένο, σε σχέση με το αρχικό κλασικό Σύμπαν, το οποίο αποτελεί σύνθεση/ ένωση των δυο άλλων.

Προσωρινά η ύπαρξη των nonstandard αντικειμένων είναι μόνο ένα αίτημα για τον μέσο άνθρωπο με τη συνήθη συνείδηση και είναι θέμα χρόνου η διεύρυνση της συνείδησης περισσοτέρων ανθρώπων και το πέρασμα των τωρινών nonstandard  αντικειμένων στο πεδίο του συνηθισμένου αντικειμένου. Αλλά ποια ανάγκη μας έκανε να εισάγουμε όλα αυτά; Είναι η ανάγκη να στηρίξουμε λογικά την ύπαρξη νέων αντικειμένων, τα οποία αποκαλύφθηκαν στη διευρυμένη συνείδηση μερικών πρωτοπόρων ως ενορατικές συλλήψεις που χρίζουν εκλογίκευσης. Άρα, κατ’ αρχήν τα nonstandard στοιχεία υπάρχουν στη φύση και η συνείδησή μας τα αποκαλύπτει και θέτει το πρόβλημα της αξιωματικής στήριξής τους, πράγμα που αποτελεί στη συνέχεια και την απόδειξη της ύπαρξής τους. Το αίτημα: Να υπάρχει ένα αντικείμενο τέτοιο, ώστε να σχετίζεται με κάθε standard αντικείμενο, εξασφαλίζει ότι τα nonstandard αντικείμενα υπάρχουν. Μια τέτοια δήλωση σταματάει συνήθως εδώ, αλλά για να πάμε παρακάτω πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: Ως προς τι υπάρχουν; Όχι βέβαια ως προς τον εαυτό τους, αυτό είναι αυτονόητο και τετριμμένο, αλλά ως προς εμάς, δηλαδή ως προς τον παρατηρητή, που σημαίνει πιο ειδικά, ως προς τη συνείδηση του παρατηρητή. Συνεπώς, συνειδητοποιήσαμε την ύπαρξη των nonstandard αντικειμένων και τα βγάλαμε στο φως, ενώ πριν τα αγνοούσαμε. Έτσι, γινόμαστε φορείς του ψυχοφυσικού νόμου, που αναγκάζει τον άνθρωπο να αναπτύξει και να διευρύνει τη συνείδησή του, την κατανόησή του και την ωρίμανσή του στο μέγιστο, με το να εντάξει ένα μέρος του μη-συνειδητού στη συνειδητή ενεργητική ζωή του.

 

Η γοητεία που ασκούν τα nonstandard στοιχεία πάνω μας, που μας εμποδίζει από το να τα αρπάξουμε πραγματικά με τα χέρια μας, είναι αποτέλεσμα του ότι η σχέση μας μαζί τους είναι ακόμα αδιαφοροποίητη, δηλαδή μη συνειδητή και μη υποκείμενη εντελώς στη βούλησή μας. Αφού είναι ασυνείδητα και αμφιλεγόμενα προσελκύουν τις προβολές μας, οι οποίες τα φωτίζουν με ένα ιδιαίτερο φως που διαχέεται παντού γύρω τους και οι οποίες πιάνονται από την ασάφεια, την αοριστία, το ασύνηθες, το απρόσιτο, την άγνοια που τελικά αυτά ακόμα κουβαλάνε, αφού βέβαια δεν τα γνωρίζουμε πλήρως. Από την ανθρώπινη άποψη, τα nonstandard στοιχεία βρίσκονται στο ασυνείδητο και μόλις αναδύονται, γι’ αυτό έχουν όλη τη μαγεία ή τον τρόμο, ανάλογα με τη στάση μας, που έχουν και όλα τα μη συνειδητά περιεχόμενα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως ‘ψυχολογική αίσθηση’, ‘γοητεία των nonstandard στοιχείων’ και ποιητικές εκφράσεις για να περιγράψουμε τη σχέση μας με αυτά τα στοιχεία. Γιατί η σχέση αυτή δεν είναι διαφοροποιημένη ακόμα, συνειδητή, ορθολογιστική, άμεση και σαφής, αλλά αντίθετα αδιαφοροποίητη, ασυνείδητη, ιρασιοναλιστική, έμμεση και ασαφής. Όταν η κατάσταση ομαλοποιηθεί και η προβολή αποσυρθεί, τότε όλη η γοητεία κ.τ.ό. θα εξαφανιστούν και θα γίνουν και αυτά συνηθισμένα αντικείμενα. Παρ’ όλα αυτά, ο φόβος του συνειδητού για το άγνωστο προσπαθεί να εξορκίσει την ύπαρξη των nonstandard αντικειμένων και συνεχίζουμε να επιμένουμε ότι δεν υπάρχει καμιά επέκταση του κλασικού Σύμπαντος και ότι πρόκειται μόνο για μια «μικρή ψυχολογική διαφορά ανάμεσα στις δυο απόψεις», αγνοώντας προφανώς ότι μονάχα τέτοια διαφορά μπορεί να υφίσταται στην ουσία, αλλά είναι σημαντικότατη, αφού πρόκειται για τη διεύρυνση του συνειδητού, ως προς το οποίο και μόνο υπάρχουν τα πάντα ως έννοιες, δηλαδή συνθέσεις ιδεατών αρχετύπων και υλικοφυσικών αντικειμένων. Επομένως, το κριτήριο εδώ, όπως και παντού βέβαια, είναι η συνειδητότητα. Το Σύμπαν, στο οποίο συμβάλλουν και ενώνονται τα δυο, δεν είναι κάτι που το συγκροτεί κάποιος μόνος του. Εμφανίζεται αυθόρμητα ως υπέρβαση και λύση στην ύπαρξη των αντιθέτων. Είναι η μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη. Και κάποτε πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά ότι υφίσταται εξίσου αντικειμενική ψυχική ύπαρξη, όπως και σε άλλα πεδία υφίστανται αντικειμενικές καταστάσεις, και ότι η ψυχολογική ερμηνεία δεν σημαίνει ψυχολογισμό, δηλαδή υποκειμενοποίηση και υποβάθμιση των γεγονότων. Αν γνωρίζαμε κάτι τέτοιο, δεν θα χρησιμοποιούσαμε τις δικαιολογίες που χρησιμοποιούμε περί ‘ψυχολογικής αίσθησης’ και ‘ψυχολογικής διαφοράς’, γιατί ακριβώς αυτές αποδεικνύουν όσα αρνούμαστε. Ο κόσμος υπάρχει τελικά, όπως και καθετί άλλωστε, ως προς τη συνειδητότητα του παρατηρητή. Το αν υπάρχει και απόλυτα, καθαυτόν και διεαυτόν, αυτό δεν μπορεί να μας αφορά, αφού κανείς δεν είναι σε θέση να βεβαιώσει μια τέτοια μεταφυσική δήλωση. Συνεπώς, η εισαγωγή του παρατηρητή δεν είναι πολυτέλεια ή κάτι το επιπλέον και περιττό, αλλά αντίθετα ο απαραίτητος όρος για την ύπαρξη, ως προς εμάς, του κόσμου. Η αναγνώριση και των nonstandard αντικειμένων φωτίζει περισσότερο και βάζει στη σωστή τους θέση και τα ήδη γνωστά μας standard αντικείμενα.

Συμβατικό ή σύνηθες καλείται κάτι όταν βρίσκεται σε κάποια σχέση με κάτι άλλο. Όλα τα οικεία αντικείμενα του κλασικού Σύμπαντος είναι συμβατικά και μάλιστα κατά δυο, ουσιαστικά, τρόπους. Αφενός γιατί καθένα από αυτά εξαρτάται από την πολλαπλότητα των άλλων στοιχείων που το περιβάλλουν, αφετέρου όλα αυτά είναι συνδεμένα με τη συνείδησή μας με κάποια αιτιατή αλυσίδα και υπό όρους/ συνθήκες. Έχουμε εκπαιδευτεί να βλέπουμε τα πράγματα με τον τρόπο ακριβώς που τα βλέπουμε, αλλά κάποιοι επερχόμενοι θα τα δουν πια διαφορετικά και ίσως ενδιαφερθούν περισσότερο για τη σχέση μεταξύ συμβατικού και μη-συμβατικού και για το ξεπέρασμα αυτών των δυο στο Σύμπαν, το οποίο και θα ανοίξει ένα πεδίο παραδοξοτήτων, που και αυτές βέβαια κάποια στιγμή θα μείνουν πίσω. Επομένως, το κύριο μήνυμα είναι η σχέση και η αλληλεπίδραση μεταξύ standard και nonstandard. Το standard και το nonstandard είναι οι δυο πόλοι του Σύμπαντος και δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο, σχετικοποιούνται λοιπόν τα αντίθετα και αναιρείται η απόλυτη ύπαρξή τους: Όσο υπάρχει το ένα υπάρχει και το άλλο και αντίστροφα. Η ιδιότητα που σχετίζει τα δυο και τα ενώνει δεν είναι παρά η συνειδητότητα. Ήτανε ντετερμινιστικά καθορισμένο από τους νόμους της σκέψης ότι από τη στιγμή που υπήρχε το κλασικό, συμβατικό Σύμπαν των standard στοιχείων, κάποια στιγμή θα αποκαλύπτονταν και το νέο, μη-συμβατικό Σύμπαν των nonstandard στοιχείων  και επομένως και το (ολικό) Σύμπαν.

 

Το nonstandard βρίσκεται ακόμη στο περιθώριο της συνηθισμένης περιοχής της εμπειρίας και δεν είναι δημοφιλές ακριβώς επειδή φαίνεται μη οικείο. Αποτέλεσμα είναι ότι κινητοποιεί την προκατάληψη και γίνεται ταμπού, όπως καθετί το απροσδόκητο, ενώ θα μπορούσε, με μια θετική στάση απέναντί του, να απελευθερώσει πληροφορία. Γι’ αυτό πρέπει να διαλύσουμε τις προβολές. Υπάρχει μια λειτουργία που διυλίζει/ φιλτράρει τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου με τη βοήθεια του συνειδητού. Αυτό γίνεται όσο συνειδητό και ασυνείδητο δεν βρίσκονται σε μεγάλη διάσταση. Αν δημιουργηθεί ένταση μεταξύ τους η λειτουργία αυτή συμπεριφέρεται πια ως αυτόνομο αποκομμένο σύστημα, ως επιμέρους λειτουργία. Η απατηλότητα της ύπαρξης διαμέσου της προβολής είναι δεδομένη.

 

Έχει κάτι το χιμαιρικό, το φευγαλέο, ποτέ ‘δεν είναι εκεί’, δηλαδή δεικνυόμενο αντικείμενο. Η γοητευτική αοριστία ελκύει ιδιαίτερα τις προβολές. Το αντικείμενο που πάνω του πέφτει η προβολή δεν είναι κάτι το σύνηθες, αλλά κάτι το ειδικό, το παράξενο, το εξωτικό, μια μαγεία. (Κατά παράδοξο τρόπο επιφανειακά, αλλά εντελώς φυσιολογικά με όσα λέω εδώ, πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν ακριβώς αυτές τις λέξεις για να περιγράψουν τα nonstandard στοιχεία). Πάντα υπάρχει κάτι το μαγικό γύρω του και ταυτόχρονα είναι ακαθόριστα διφορούμενο. Ένα ιδιαίτερο φως διαχέεται παντού φωτίζοντας ειδικά το αντικείμενο που έχει γίνει δέκτης της προβολής. Όταν η προβολή φύγει, αργά ή γρήγορα, ξαφνικά ή σταδιακά, τότε το αντικείμενο γίνεται κάτι το συνηθισμένο. Όμως η προβολή είναι απαρχή μιας σχέσης. Έτσι λοιπόν πρέπει:

(i) Να αποκτήσουμε συνείδηση της πραγματικότητας του nonstandard και όχι απλώς να το θεωρούμε ως αφαίρεση, νοητική σύλληψη ή μέθοδο που δίνει αποτελέσματα μη νόμιμα και τα οποία πρέπει να νομιμοποιήσουμε με άλλες μεθόδους.

(ii) Να διδαχτούμε από το nonstandard, να αναπτύξουμε σχέσεις μαζί του και να υπερβούμε και τα δυο με τη σύνθεση στο (ολόκληρο) Σύμπαν.

(iii) Να εγκαινιάσουμε μια ζωντανή συνεργασία με το nonstandard, όπως κάνουμε τόσους αιώνες και με το standard.

 

Η αντίστροφη κίνηση επιστροφής στο αρχικό Σύμπαν δεν έχει νόημα και μοιάζει, σε ανθρωπομορφικό επίπεδο, σαν να ζητάμε από κάποιον να ξεχάσει όσα έμαθε από ένα σημείο και πέρα και να περιοριστεί σε όσα ήξερε πριν -πράγμα βέβαια πολύ δύσκολο να γίνει, εκτός αν πάθει αμνησία. Ίσως όμως, η πλήρης χρήση των νέων στοιχείων και ιδεών να γίνει από μια νέα γενιά που δεν έχουν ενσωματωθεί τόσο πολύ στο συμβατικό και μπορούν να απολαύσουν την ελευθερία και τη δύναμη του μη-συμβατικού. Και θα έχουν επίσης περισσότερο ξυπνητή και διευρυμένη συνείδηση,.

 

Η πορεία προς το μέτωπο συνεχίζεται αενάως χωρίς επιστροφή, αλλά Άξια Εστί.

Δημήτρης Γαβαλάς

O Δημήτρης Γαβαλάς γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1949. Σπούδασε Μαθηματικά, Κυβερνητική και Συστήματα Αυτομάτου Ελέγχου σε μεταπτυχιακές σπουδές και Ψυχολογία του Βάθους σε ελεύθερες σπουδές. Εκπόνησε Διδακτορική Διατριβή με θέμα τα Μαθηματικά, τη Θεμελίωση και τη Διδακτική τους. Αρχικά εργάστηκε ως Επιστημονικός Συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ως Ερευνητής στο Κέντρο Ερευνών «Δημόκριτος». Στη συνέχεια εργάστηκε στην εκπαίδευση ως καθηγητής Μαθηματικών. Συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (στη συγγραφή Προγραμμάτων Σπουδών & σχολικών βιβλίων και σε άλλα εκπαιδευτικά θέματα). Εργάστηκε επίσης στη Βαρβάκειο Σχολή, και συνέχισε ως Σχολικός Σύμβουλος. Για το πνευματικό του έργο, έχει τιμηθεί από τον Δήμο Κορινθίων. Το δοκίμιό του για τον Οδυσσέα Ελύτη έλαβε κρατική διάκριση, ενώ το ποίημα «Φανταστική Γεωμετρία» περιελήφθη στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ τάξης του Γυμνασίου.

Έργα του Δημήτρη Γαβαλά:

Ποίηση

Σπουδές. Αθήνα, 1973.
Μετάβαση στο Όριο. Αθήνα, 1974.
Ανέλιξη. Αθήνα, 1975.
Δήλος. Αθήνα, 1976.
Εσωτερική Αιμομιξία. Αθήνα, 1977.
Η Πάλη με το Άρρητο. Αθήνα, 1978.
Ελεγείο. Αθήνα, 1979.
Τα Εξωστρεφή. Αθήνα, 1980.
“Η Του Μυστικού Ύδατος Ποίησις“. Αθήνα 1983.
Το Πρόσωπο της Ευτυχίας. Κώδικας, Αθήνα, 1987.
Απλά Τραγούδια για έναν Άγγελο. Κώδικας, Αθήνα, 1988.
Φωτόλυση. Κώδικας, Αθήνα, 1989.
Ακαριαία. Κώδικας, Αθήνα, 1994.
Σύμμετρος Έρωτας Ή Τα Πρόσωπα του Αγγέλου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1996
Άγγελος Εσωτερικών Υδάτων. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1998.
Το Λάμδα του Μέλλοντος. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2003.
Ποιήματα 1973-2003: Επιλογή. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004.
Ου Παντός Πλειν. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006.
Στη Σιωπή του Νου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2013.
Δίχως Μαγνητόφωνα Φωνόγραφους Δίσκους και Μαγνητοταινίες. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2016.

Δοκίμιο

Η Εσωτερική Διαλεκτική στη «Μαρία Νεφέλη» του Οδυσσέα Ελύτη. Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1987. (σσ. 94).
Ψυχο-Κυβερνητική και Πολιτική: Αναλυτική Θεώρηση του Πολιτικού Φαινομένου. Κώδικας, Αθήνα, 1989. (σσ. 40).
Αισθητική και Κριτική Θεωρία των Αρχετύπων: Θεωρητικά Κείμενα και Εφαρμογές. Κώδικας, Αθήνα, 1999. (σσ. 202).

Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια
Nicoll, M. Ψυχολογικά Σχόλια στη Διδασκαλία του Γκουρτζίεφ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1997. (σσ. 96).


Επιστημονικά Βιβλία

Πρότυπα και Χαρακτήρας Κυβερνητικών Συστημάτων: Συμβολή στη Θεωρητική Κυβερνητική – Ένα Μαθηματικό Μοντέλο. Πάτρα, 1977 και Αθήνα, 1993 . (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 250).
Η Θεωρία Κατηγοριών ως Υποκείμενο Πλαίσιο για τη Θεμελίωση και Διδακτική των Μαθηματικών: Συστημική Προσέγγιση της Εκπαίδευσης. Πάτρα, 2000. (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 350).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 1: Μη-συμβατική Ανάλυση, Ασαφή Σύνολα, Η έννοια της Μη-διακριτότητας. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2005. (σσ. 190).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 2: Πρώτη Μύηση στη Θεωρία Κατηγοριών. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2006. (σσ. 330).
Το Αρχέτυπο του Τυχερού Παιχνιδιού: Για την Τύχη, τη Μαντική και τη Συγχρονότητα Σύμφωνα με τις Απόψεις των C. G. Jung και M.- L. von Franz. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006. (σσ. 280). (Σε συνεργασία).
On Number’s Nature. Nova Publishers, NY, 2009 (pp. 70).
Συστημική: Σκέψη και Εκπαίδευση – Συμβολή στο Ζήτημα της Εκπαίδευσης. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2011. (σσ. 310).
Αρχετυπικές Μορφογενέσεις. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2012.
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 3: Για τη Φύση του Αριθμού. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2012. (σσ. 360).
Αρχέτυπο: Η Εξέλιξη μιας Σύλληψης στον Τομέα της Γνώσης. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2015. (σσ. 320).
Κυβερνητική: Αναζητώντας την Ολότητα. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2016. (σσ. 400).

Κρατικά Σχολικά Βιβλία
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στην Α΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1997.
Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Β΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2015.
Λογική: Θεωρία και Πρακτική για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2008.
Μιγαδικοί Αριθμοί. Κεφάλαιο στο: Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.



Δημοσίευσε επίσης πλήθος άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά για θέματα εκπαίδευσης, πολιτικής, λογοτεχνίας κτλ.

This Post Has One Comment

  1. Αποστόλου-Κοντού Μαρία

    Χωρίς λόγια…

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.